Περίληψη
Οι νέες κτιριακές εγκαταστάσεις της ΕΚΤ συμβολίζουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τι μπορεί να πετύχει η Ευρώπη όταν διαπνέεται από πνεύμα συνεργασίας. Ταυτόχρονα όμως μας υπενθυμίζει και τους λόγους για τους οποίους ποτέ πια δεν πρέπει να διακινδυνεύσουμε τη διάσπαση.
Με την κρίση δοκιμάζεται η ενότητα στην Ευρώπη. Υπάρχουν άνθρωποι, όπως πολλοί από τους διαδηλωτές σήμερα, για τους οποίους το πρόβλημα είναι ότι η Ευρώπη κάνει ελάχιστα ενώ άλλοι πάλι, όπως τα λαϊκιστικά κόμματα που αναδύονται παντού στην Ευρώπη, πιστεύουν ότι η Ευρώπη κάνει υπερβολικά πολλά.
Η λύση δεν είναι να αναστραφεί η διαδικασία ολοκλήρωσης ούτε να διατηρούμε ένα ανέφικτο όραμα για το πού πρέπει να οδηγήσει η ολοκλήρωση. Χρειαζόμαστε φιλόδοξους σκοπούς και ρεαλιστικά μέσα. Πρέπει να συμβιβάσουμε την οικονομική πτυχή της ολοκλήρωσης, που αφορά κυρίως την αποδοτικότητα, με την πολιτική πτυχή της ολοκλήρωσης, που αφορά κυρίως τη δίκαιη μεταχείριση. Η εκπαίδευση και η κατάρτιση πρέπει να αποτελούν εξίσου σημαντικό μέρος του προγράμματος μεταρρυθμίσεων με τη δημιουργία πιο ευέλικτων αγορών και τη μείωση της γραφειοκρατίας.
Όσο περισσότερο η διαδικασία λήψης αποφάσεων μετατοπίζεται προς το ευρωπαϊκό επίπεδο τόσο περισσότερο πρέπει να συνοδεύεται από δημοκρατικό έλεγχο. Πρέπει επομένως να ενισχυθούν οι δίαυλοι που εξασφαλίζουν γνήσια ευρωπαϊκή δημοκρατική νομιμοποίηση, όπως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Με την απάρνηση ορισμένης τυπικής κυριαρχίας, οι άνθρωποι θα κερδίσουν σε ουσιαστική κυριαρχία. Θα δώσουν δύναμη σε θεσμούς με αρμοδιότητες για το σύνολο της ζώνης του ευρώ, οι οποίοι θα μπορούν να αντιμετωπίσουν τα πιεστικά προβλήματα της απασχόλησης και της ανάπτυξης. Κι έτσι η ψήφος τους μπορεί να κάνει μεγαλύτερη διαφορά στη ζωή τους από ό,τι σήμερα.
***
Αναπληρωτή Πρωθυπουργέ, κ. Al-Wazir,
Δήμαρχε, κ. Feldmann,
Πρώην Πρόεδρε της ΕΚΤ, κ. Jean-Claude Trichet,
Πρώην και νυν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου,
Πρώην Δήμαρχε, κα Roth,
κ. von Metzler, επίτιμε πολίτη,
κ. Korn, πρόεδρε της Εβραϊκής Κοινότητας,
κ. Elsässer, μέλος της οικογένειας του αρχιτέκτονα της Großmarkthalle, και
κ. Prix, αξιότιμε αρχιτέκτονα της νέας μας στέγης
Κυρίες και κύριοι,
Με μεγάλη χαρά σας καλωσορίζω όλους σήμερα στα εγκαίνια των νέων κτιριακών εγκαταστάσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Η ανέγερση της νέας μας στέγης αποτελεί ένα έργο τόσο παλιό όσο η ίδια η ΕΚΤ. Ξεκίνησε το 1998 με την αναζήτηση κατάλληλου χώρου. Το 2001 ο χώρος αυτός βρέθηκε εδώ στην Großmarkthalle. Έναν χρόνο αργότερα, προκηρύχθηκε διεθνής διαγωνισμός για την επιλογή του καλύτερου αρχιτεκτονικού σχεδίου, στον οποίο τελικά αναδείχθηκαν νικητές ο Wolf Prix και η ομάδα του. Τον Μάιο του 2010 τοποθετήθηκε ο θεμέλιος λίθος και ξεκίνησαν οι κύριες κατασκευαστικές εργασίες. Πολλοί άνθρωποι, κάποιοι από τους οποίους βρίσκονται σήμερα κοντά μας, εργάστηκαν άοκνα όλη αυτή την περίοδο προκειμένου το έργο αυτό να γίνει πραγματικότητα. Θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους όσοι συμμετείχαν σε αυτό το τεράστιο έργο.
Το ευρώ, το κοινό μας νόμισμα, έχει γίνει το πιο απτό σύμβολο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης - ένα κομμάτι της Ευρώπης στο οποίο έχουμε όλοι πρόσβαση και το οποίο μας είναι πολύτιμο. Το κτίριο αυτό αναπόφευκτα θα γίνει γνωστό ως η «στέγη του ευρώ». Παρέχει μια γερή βάση για την ΕΚΤ από όπου θα εκπληρώνει την αποστολή της να διατηρεί τη σταθερότητα των τιμών για όλους τους πολίτες της ζώνης του ευρώ.
Υπό αυτή την έννοια, συμβολίζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τι μπορεί να πετύχει η Ευρώπη όταν διαπνέεται από πνεύμα συνεργασίας. Ταυτόχρονα όμως μας υπενθυμίζει και τους λόγους για τους οποίους ποτέ πια δεν πρέπει να διακινδυνεύσουμε τη διάσπαση.
Βρισκόμαστε εδώ σήμερα στο κτίριο που αποτελούσε κάποτε την κεντρική αγορά οπωροκηπευτικών της Φρανκφούρτης, ένα πρωτοποριακό, λειτουργικό κτίριο της δεκαετίας του 1920 που έχει διατηρηθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος του και έχει ενσωματωθεί στο νέο συγκρότημα. Μεταξύ 1941 και 1945 περισσότεροι από 10.000 Εβραίοι της Φρανκφούρτης και των γύρω περιοχών μεταφέρθηκαν από εδώ στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ένα μνημείο έχει ανεγερθεί στην ανατολική πλευρά του κτιρίου για να υπενθυμίζει σε μας, αλλά και στις επόμενες γενιές, γεγονότα που δεν μπορούν και δεν πρέπει να σβηστούν από τη μνήμη μας.
Η ανάγκη για μια ολοκληρωμένη, δημοκρατική και ειρηνική Ευρώπη ήταν ένα από τα βασικά μαθήματα που μας δίδαξε το σκοτεινό αυτό κεφάλαιο της ιστορίας. Έκτοτε έχουμε σημειώσει τεράστια πρόοδο – τίποτα όμως από όσα έχουμε επιτύχει δεν θα πρέπει θεωρείται δεδομένο.
Η ευρωπαϊκή ενότητα δέχεται πιέσεις. Οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες. Σε πρόσφατη έρευνα του Ευρωβαρομέτρου σχετικά με το πώς τα νοικοκυριά σε διάφορες χώρες αντιμετωπίζουν την κρίση, όλοι οι ερωτηθέντες δήλωσαν ότι έχουν υποστεί μείωση εισοδήματος και σχεδόν όλοι ότι οι συνθήκες διαβίωσης έχουν επιδεινωθεί μετά την εκδήλωση της κρίσης.
Ως θεσμικό όργανο της ΕΕ που έχει διαδραματίσει κεντρικό ρόλο καθ' όλη τη διάρκεια της κρίσης, η ΕΚΤ αποτελεί εστιακό σημείο για όσους βιώνουν βαθιά απογοήτευση λόγω της κατάστασης αυτής. Αυτό ίσως δεν είναι δίκαιο – στόχος των ενεργειών μας ήταν ακριβώς να μετριάσουν τις επιδράσεις των διαταραχών στην οικονομία. Αλλά ως κεντρική τράπεζα ολόκληρης της ζώνης του ευρώ, πρέπει να ακούμε με μεγάλη προσοχή αυτά που μας λένε οι πολίτες.
Υπάρχουν άνθρωποι, όπως πολλοί από τους διαδηλωτές που βρίσκονται έξω από το κτίριο σήμερα, για τους οποίους το πρόβλημα είναι ότι η Ευρώπη κάνει ελάχιστα. Επιθυμούν μια πιο ολοκληρωμένη Ευρώπη με μεγαλύτερη οικονομική αλληλεγγύη μεταξύ των εθνών.
Άλλοι πάλι, όπως τα λαϊκιστικά κόμματα που αναδύονται παντού στην Ευρώπη, πιστεύουν ότι η Ευρώπη κάνει υπερβολικά πολλά. Η απάντησή τους είναι η εκ νέου κρατικοποίηση των οικονομιών μας και η ανάκτηση της οικονομικής κυριαρχίας.
Κατανοώ τα κίνητρα που διέπουν αυτές τις απόψεις, για ποιο λόγο οι άνθρωποι αποζητούν την αλλαγή. Είναι αλήθεια όμως ότι καμία από τις δύο αυτές τάσεις δεν προσφέρει πραγματική λύση για την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε σήμερα.
Η αλληλεγγύη είναι καίρια για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και είναι αλήθεια ότι οι χώρες υποστήριξαν η μία την άλλη στη διάρκεια της κρίσης. Όμως η ζώνη του ευρώ δεν αποτελεί πολιτική ένωση εντός της οποίας κάποιες χώρες πληρώνουν μόνιμα προς όφελος των υπολοίπων.
Ήταν εξαρχής κατανοητό ότι οι χώρες οφείλουν να είναι αυτόνομες – ότι κάθε χώρα είναι υπεύθυνη για τις πολιτικές που ακολουθεί. Το γεγονός ότι κάποιες αντιμετώπισαν μια δύσκολη περίοδο προσαρμογής ήταν πρωτίστως συνέπεια των αποφάσεων που οι ίδιες είχαν λάβει.
Ωστόσο, το να είναι μια χώρα αυτόνομη δεν σημαίνει ότι είναι και μόνη. Η εκ νέου κρατικοποίηση των οικονομιών μας δεν αποτελεί, ούτε και αυτή, λύση.
Δεν θα άλλαζε τη βασική οικονομική πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές χώρες – το ότι είμαστε δηλαδή γηράσκουσες κοινωνίες που πρέπει να επιζητούν την ανάπτυξη κυρίως μέσω αύξησης της παραγωγικότητας. Ούτε θα πρόσφερε στους πολίτες μεγαλύτερη οικονομική ασφάλεια. Δεν υπάρχει χώρα στον κόσμο που να ευημερεί και ταυτόχρονα να μην την έχει αγγίξει η παγκοσμιοποίηση.
Πράγματι, η διαδικασία της Ενιαίας Αγοράς θεσπίστηκε ακριβώς επειδή οι ευρωπαϊκές οικονομίες, μόνες τους, δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν αρκετές θέσεις εργασίας σε έναν ολοένα πιο ανοιχτό κόσμο. Και η διαδικασία αυτή οδήγησε με τη σειρά της στη νομισματική ένωση επειδή – όπως έδειξε η κρίση του ΜΣΙ στις αρχές της δεκαετίας του 1990 – οι χώρες συνειδητοποίησαν ότι δεν ήταν δυνατόν να αποκομίσουν τα πλήρη οφέλη εάν δεν προχωρούσαν σε πλήρη ενοποίηση. Από το 2008, η χρηματοπιστωτική κρίση και η κρίση δημόσιου χρέους απλώς επιβεβαιώνουν αυτή τη διαπίστωση.
Επομένως η λύση δεν είναι να αναστραφεί η διαδικασία ολοκλήρωσης. Ούτε να διατηρούμε ένα ανέφικτο όραμα για το πού πρέπει να οδηγήσει η ολοκλήρωση. Η λύση είναι να ολοκληρώσουμε τη νομισματική ένωση στους τομείς όπου αυτό είναι εφικτό και αναγκαίο. Χρειαζόμαστε φιλόδοξους σκοπούς και ρεαλιστικά μέσα.
Έχουμε ήδη δείξει πώς μπορεί να γίνει αυτό με τους μηχανισμούς αλληλεγγύης και σταθεροποίησης που δημιουργήθηκαν στη διάρκεια της κρίσης. Η τραπεζική ένωση αποτελεί επίσης αξιοσημείωτο επίτευγμα. Τώρα πρέπει να σημειώσουμε πρόοδο και στους υπόλοιπους τομείς που εκκρεμούν, κυρίως όσον αφορά την οικονομική και θεσμική σύγκλιση.
Πάντως, αναγνωρίζω ότι δεν μπορούμε να διατηρήσουμε μια καθαρά οικονομική προοπτική σε σχέση με τα ζητήματα που αντιμετωπίζει η Ένωσή μας. Η οικονομική ολοκλήρωση δημιουργεί μεν περισσότερες θέσεις εργασίας και τονώνει την ανάπτυξη συνολικά, αλλά δεν επιλύει πλήρως το πρόβλημα που αποτελεί την πηγή της δυσαρέσκειας σε σχέση με το ευρώ και την ΕΕ. Τίθεται επίσης το πρόβλημα της κατανομής: ποιος κερδίζει και ποιος χάνει από αυτήν τη διαδικασία;
Για παράδειγμα, η μεγαλύτερη κινητικότητα της εργασίας μεταξύ χωρών μπορεί να μειώσει την ανεργία, αλλά μπορεί ταυτόχρονα να πυροδοτήσει φόβους σε σχέση με τη μετανάστευση και να δημιουργήσει ανασφάλεια για τους εργαζόμενους με χαμηλή εξειδίκευση. Το άνοιγμα ενός προστατευόμενου μέχρι σήμερα τομέα μπορεί να μειώσει το κόστος για τους καταναλωτές, αλλά μπορεί επίσης να προκαλέσει αβεβαιότητα για το μέλλον των εργαζομένων σε αυτόν.
Επομένως, αν θέλουμε να προαγάγουμε και να διατηρήσουμε την εμπιστοσύνη στην Ένωσή μας, πρέπει ακόμη να αντιμετωπίσουμε αυτές τις εντάσεις – να συμβιβάσουμε την οικονομική πτυχή της ολοκλήρωσης, που αφορά κυρίως την αποδοτικότητα, με την πολιτική πτυχή της ολοκλήρωσης, που αφορά κυρίως τη δίκαιη μεταχείριση.
Πρόκειται για ένα σύνθετο ζήτημα, αλλά η επίλυσή του μπορεί να συνοψιστεί σε μία μόνο λέξη: δεξιότητες.
Σύμφωνα με θεωρητικές και εμπειρικές έρευνες, η πρόσφατη τεχνολογική αλλαγή χαρακτηρίζεται από μεροληψία ως προς τις δεξιότητες. Με άλλα λόγια, η αλλαγή στην τεχνολογία παραγωγής έγινε κατά τρόπο που ευνοεί την εξειδικευμένη εργασία σε σχέση με την ανειδίκευτη, αυξάνοντας τη σχετική παραγωγικότητά της και συνεπώς τη σχετική ζήτηση.
Ο εφοδιασμός των εργαζομένων με τις κατάλληλες δεξιότητες καθιστά λοιπόν την οικονομία πιο αποδοτική και δημιουργεί νέες ευκαιρίες απασχόλησης. Επίσης καθιστά την οικονομία πιο δίκαιη, δίνοντας σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους τη δυνατότητα να συμμετέχουν σε αυτές τις ευκαιρίες.
Για τον λόγο αυτό, η εκπαίδευση και η κατάρτιση πρέπει να αποτελούν εξίσου σημαντικό μέρος του προγράμματος μεταρρυθμίσεων με τη δημιουργία πιο ευέλικτων αγορών και τη μείωση της γραφειοκρατίας.
Υπάρχει όμως ένας ακόμη τρόπος με τον οποίο η οικονομική και η πολιτική διάσταση της ολοκλήρωσης πρέπει να συμβιβαστούν. Όσο περισσότερο η διαδικασία λήψης αποφάσεων μετατοπίζεται προς το ευρωπαϊκό επίπεδο τόσο περισσότερο πρέπει να συνοδεύεται από δημοκρατικό έλεγχο.
Και αυτό δεν ισχύει απλώς επειδή η δημοκρατία αποτελεί βασική αξία της ΕΕ. Ισχύει επειδή η άσκηση πολιτικής χωρίς επαρκή αντιπροσώπευση και λογοδοσία δεν λειτουργεί. Επομένως είναι απαραίτητο να αποκτήσουμε μια βαθύτερη οικονομική και πολιτική ένωση. Κι αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ενισχυθούν οι δίαυλοι που εξασφαλίζουν γνήσια ευρωπαϊκή δημοκρατική νομιμοποίηση, όπως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Η ευρωπαϊκή δημοκρατία θα είναι αναπόφευκτα διαφορετική. Οι ψηφοφόροι σε κάθε χώρα μπορεί αρχικά να φοβηθούν ότι θα επηρεάζουν σε μικρότερο βαθμό τις αποφάσεις σε σχέση με σήμερα. Όμως είμαι πεπεισμένος – και σίγουρα αυτό συνέβη στον τομέα της νομισματικής πολιτικής – ότι με την απάρνηση ορισμένης τυπικής κυριαρχίας, οι άνθρωποι θα κερδίσουν σε ουσιαστική κυριαρχία.
Θα δώσουν δύναμη σε θεσμούς με αρμοδιότητες για το σύνολο της ζώνης του ευρώ, οι οποίοι θα μπορούν να αντιμετωπίσουν τα πιεστικά προβλήματα της απασχόλησης και της ανάπτυξης – και έτσι η ψήφος τους μπορεί στην ουσία να κάνει μεγαλύτερη διαφορά στη ζωή τους από ό,τι σήμερα.
Κατ' αυτόν τον τρόπο, πιστεύω, μπορούμε να συμβιβάσουμε όσους νιώθουν αποκλεισμένοι, μεταξύ των οποίων και πολλοί από τους διαδηλωτές που συγκεντρώθηκαν στη Φρανκφούρτη αυτή την εβδομάδα, με μια διαδικασία ολοκλήρωσης που έχει ήδη παραγάγει τόσα οφέλη σε τρεις γενιές Ευρωπαίων.
Επιτρέψτε μου να ολοκληρώσω.
Το κτίριο αυτό τιμά όλους όσοι εργάστηκαν για την επιτυχή ολοκλήρωσή του. Προσδίδει ιδιαίτερο χαρακτήρα στην πόλη της Φρανκφούρτης. Και αποτελεί για την ΕΚΤ μια εντυπωσιακή νέα βάση από όπου θα εκπληρώνει την αποστολή της.
Είναι όμως και ένα πανίσχυρο σύμβολο του πραγματικού νοήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Μας υπενθυμίζει από πού έχουμε έρθει και πού έχουμε φθάσει. Από τις φρικαλεότητες που μπορεί να φέρει η διάσπαση, στα άλματα προόδου που μπορούμε να επιτύχουμε με τη συνεργασία.
Ας μην αναστρέψουμε λοιπόν όλα όσα έχουμε επιτύχει. Ας μην νοσταλγούμε το παρελθόν. Ας βασιστούμε στο παρελθόν για να ενώσουμε τις δυνάμεις μας στο παρόν – για να χτίσουμε μια ολοκληρωμένη Ένωση η οποία θα μπορεί να διασφαλίσει τη σταθερότητα και την ευημερία που χρειαζόμαστε.
Εμείς, ως η κεντρική τράπεζα, θα αναλάβουμε τον ρόλο που μας αναλογεί σε αυτή τη διαδικασία, διαφυλάσσοντας την ακεραιότητα του ενιαίου νομίσματος. Το κοινό μας νόμισμα είναι το πιο απτό σύμβολο της εμπιστοσύνης που έχουμε ο ένας στον άλλον. Για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Wim Duisenberg, του πρώτου Προέδρου της ΕΚΤ, κατά την εισαγωγή του ευρώ πριν από 16 χρόνια:
«Το νόμισμα είναι κάτι παραπάνω από ένα απλό μέσο συναλλαγής... Το νόμισμα είναι μέρος της ταυτότητας των ανθρώπων. Αντιπροσωπεύει αυτό που όλοι μοιράζονται, στο παρόν και στο μέλλον.»
Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.