- ΤΟ ΙΣΤΟΛΌΓΙΟ ΤΗΣ ΕΚΤ
Γιατί προσαρμόσαμε τα επιτόκια
8 Ιουνίου 2024
Η ΕΚΤ μείωσε τα επιτόκια. Η Πρόεδρος Christine Lagarde εξηγεί γιατί και περιγράφει τι χρειάζεται να γίνει ακόμη για να επανέλθει ο πληθωρισμός στο 2% μεσοπρόθεσμα.
Πριν από δύο χρόνια, αρχίσαμε να αυξάνουμε τα επιτόκια επειδή ο πληθωρισμός ήταν υπερβολικά υψηλός. Σήμερα η κατάσταση έχει βελτιωθεί. Αν και κάποιες τιμές εξακολουθούν να αυξάνονται έντονα, ιδίως στον τομέα των υπηρεσιών, ο πληθωρισμός γενικά έχει υποχωρήσει πολύ. Επί του παρόντος βρίσκεται σε τροχιά επανόδου προς το 2% εντός του επόμενου έτους, προς το επίπεδο, δηλαδή, που έχουμε ορίσει ως στόχο κατά την επιδίωξη της σταθερότητας των τιμών.
Η μείωση του πληθωρισμού επιτρέπει στην ΕΚΤ να καθορίσει χαμηλότερα επιτόκια, και την Πέμπτη μειώσαμε το βασικό επιτόκιο πολιτικής μας κατά 0,25 της ποσοστιαίας μονάδας, σε σχέση με το επίπεδο του 4% όπου είχε παραμείνει για εννέα μήνες. Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι θα μπορούν να δανείζονται χρήματα και οι επιχειρήσεις να παίρνουν δάνεια για επενδύσεις φθηνότερα.
Η απόφασή μας σηματοδοτεί επίσης μια σημαντική στιγμή στον αγώνα μας για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού.
Τον Ιούλιο του 2022 αρχίσαμε να αυξάνουμε τα επιτόκια. Αυτό έγινε στο πλαίσιο μιας φάσης που οι ειδικοί αποκαλούν «συσταλτική μεταβολή» της νομισματικής πολιτικής. Αν κάνουμε έναν παραλληλισμό με την οδήγηση ενός αυτοκινήτου, είναι σαν να λέμε ότι ο οδηγός πατάει το φρένο. Αυξήσαμε τα επιτόκια με τον γρηγορότερο ρυθμό που έχουμε ακολουθήσει μέχρι σήμερα, κατά 4,5 ποσοστιαίες μονάδες σε χρονικό διάστημα ελάχιστα μεγαλύτερο του ενός έτους. Ενεργήσαμε αποφασιστικά επειδή ο πληθωρισμός είχε αυξηθεί υπερβολικά, με αποκορύφωμα το 10,6% τον Οκτώβριο του 2022.
Ένας λόγος για την απότομη άνοδο του πληθωρισμού ήταν η αδικαιολόγητη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η οποία εκτίναξε στα ύψη τις τιμές της ενέργειας και των ειδών διατροφής. Επιπλέον, πολλές επιχειρήσεις δυσκολεύονταν να βρουν τον εξοπλισμό, τα υλικά και τα ανταλλακτικά που χρειάζονταν, πράγμα που επιδείνωσε τα προβλήματα που είχαν ήδη εκδηλωθεί στη διάρκεια της πανδημίας.
Βρεθήκαμε όμως αντιμέτωποι και με τον αληθινό κίνδυνο οι άνθρωποι να πιστέψουν ότι ο υψηλός πληθωρισμός θα αποτελούσε τη νέα κανονικότητα. Αυτό θα σήμαινε ότι οι επιχειρήσεις θα τον χρησιμοποιούσαν ως τον κανόνα για τον καθορισμό των τιμών, το ίδιο και οι εργαζόμενοι για τις μισθολογικές διαπραγματεύσεις. Σε αυτήν την περίπτωση, ο υψηλός πληθωρισμός θα εδραιωνόταν για τα καλά στην οικονομία.
Γι’ αυτό, έπρεπε να κάνουμε ό,τι ήταν απαραίτητο για να αποτρέψουμε αυτόν τον κίνδυνο. Έχουμε το καθήκον απέναντι στους Ευρωπαίους να διατηρούμε τον πληθωρισμό χαμηλό και σταθερό. Έχουμε επίγνωση της πίεσης που προξένησαν η άνοδος του πληθωρισμού και οι επακόλουθες αυξήσεις των επιτοκίων σε κάποιους ανθρώπους και επιχειρήσεις. Το κόστος των επιχειρηματικών και των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων αυξήθηκε κατακόρυφα. Τα πάντα έγιναν πιο ακριβά αλλά τα εισοδήματα – μισθοί και συντάξεις – δεν είχαν την αντίστοιχη εξέλιξη, τουλάχιστον όχι σε πρώτη φάση.
Με τις αποφασιστικές μας ενέργειες, διασφαλίσαμε ότι ο υψηλός πληθωρισμός δεν είχε πολύ μεγάλη διάρκεια. Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2023, ο πληθωρισμός είχε υποχωρήσει σε 5,2%, σχεδόν κατά το ήμισυ σε σχέση με το ανώτατό του επίπεδο το προηγούμενο έτος. Επίσης, είχε σε μεγάλο βαθμό αποσοβηθεί ο κίνδυνος οι άνθρωποι να διαμορφώσουν προσδοκίες για υψηλό πληθωρισμό.
Αυτό μας επέτρεψε να περάσουμε στην επόμενη φάση της πολιτικής μας: τη φάση «διατήρησης» κατά την οποία κρατήσαμε τα επιτόκια σταθερά, χωρίς να πατάμε το φρένο πιο δυνατά αλλά ούτε και να χαλαρώνουμε την πίεση. Ενώ ήμασταν πεπεισμένοι ότι τα επιτόκια συντελούσαν στη μείωση του πληθωρισμού, αυτός εξακολουθούσε να είναι πολύ υψηλός για να μας δώσει άνεση ελιγμού. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν θα είχε θετικό αποτέλεσμα η απόπειρα να μειώσουμε τα επιτόκια πολύ νωρίς.
Σήμερα, ωστόσο, διαπιστώνουμε πρόοδο σε πολλά μέτωπα. Ο πληθωρισμός έχει μειωθεί σε 2,6%, κατά το ήμισυ και πάλι. Βρίσκεται επί του παρόντος σε τροχιά επανόδου προς το 2% κατά το τελευταίο μέρος του επόμενου έτους. Και η νομισματική πολιτική μας συμβάλλει σημαντικά στην επαναφορά του πληθωρισμού στον στόχο μας. Έτσι, με τη μείωση των επιτοκίων, αποφασίσαμε να μετριάσουμε τον βαθμό συσταλτικής μεταβολής της νομισματικής πολιτικής.
Έχουμε όμως ακόμη να διανύσουμε πολύ δρόμο μέχρις ότου η οικονομία να απαλλαγεί από τον πληθωρισμό. Η πορεία δεν θα είναι πάντα ομαλή. Απαιτείται επαγρύπνηση, προσήλωση και επιμονή.
Συνεπώς, τα επιτόκια θα πρέπει να παραμείνουν περιοριστικά για όσο χρονικό διάστημα κριθεί απαραίτητο προκειμένου να διασφαλιστεί η σταθερότητα των τιμών σε διαρκή βάση. Με άλλα λόγια, πρέπει να συνεχίσουμε να έχουμε το πόδι στο φρένο για κάποιο διάστημα, έστω και αν δεν το πατάμε με τόση δύναμη όσο προηγουμένως.
Οι μελλοντικές αποφάσεις μας για τη νομισματική πολιτική θα εξαρτηθούν από τρία πράγματα: από το αν συνεχίζουμε να διαπιστώνουμε ότι ο πληθωρισμός επανέρχεται στον στόχο μας εγκαίρως, από το αν θεωρούμε ότι οι πιέσεις στις τιμές εξασθενούν εντός της οικονομίας και από το αν εξακολουθούμε να κρίνουμε τη νομισματική πολιτική μας το ίδιο αποτελεσματική στην αντιμετώπιση του πληθωρισμού. Αυτοί οι παράγοντες θα προσδιορίσουν το πότε θα μπορέσουμε να αφήσουμε το φρένο.
Έχουμε σημειώσει μεγάλη πρόοδο, αλλά ο αγώνας μας κατά του πληθωρισμού δεν έχει λήξει. Ως θεματοφύλακες του ευρώ, έχουμε δεσμευτεί να διασφαλίσουμε χαμηλό και σταθερό πληθωρισμό προς όφελος όλων των Ευρωπαίων.
Η παρούσα ανάρτηση στο ιστολόγιο δημοσιεύθηκε επίσης ως άρθρο γνώμης σε διάφορα μέσα ενημέρωσης στις χώρες της ζώνης του ευρώ.
Διαβάστε το ιστολόγιο της ΕΚΤ και εγγραφείτε για να ενημερώνεστε σχετικά με μελλοντικές αναρτήσεις.