- Η θέσπιση του ενιαίου μηχανισμού εξυγίανσης θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί όταν η ΕΚΤ θα αναλάβει πλήρως εποπτικές αρμοδιότητες
- Το πεδίο εφαρμογής του ενιαίου μηχανισμού εξυγίανσης θα πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα πιστωτικά ιδρύματα στα κράτη μέλη της ΕΕ που συμμετέχουν στον ενιαίο εποπτικό μηχανισμό
- ΕΚΤ: τα ιδρύματα θα πρέπει να τίθενται σε εξυγίανση μόνο αφότου ο εποπτικός φορέας αξιολογεί ότι αυτά «βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης ή κινδυνεύουν να πτωχεύσουν»
- Η ΕΚΤ στηρίζει τη θέσπιση του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα (bail-in) πριν από το 2018
- ΕΚΤ: στην πρόταση κανονισμού εισάγονται τροποποιήσεις προκειμένου να διασφαλιστεί η δυνατότητα χρήσης του άρθρου 114 της Συνθήκης ως νομικής βάσης για τη δημιουργία του ενιαίου μηχανισμού εξυγίανσης
- Η ΕΚΤ σκοπεύει να συμμετέχει ως παρατηρητής σε όλες τις συνεδριάσεις της ολομέλειας και τις εκτελεστικές συνεδριάσεις του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) δημοσίευσε σήμερα τη νομική γνώμη της σχετικά με τον ενιαίο μηχανισμό εξυγίανσης [1]. Η γνώμη αυτή εκδόθηκε κατόπιν αιτήματος του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Η ΕΚΤ στηρίζει πλήρως τη δημιουργία ενιαίου μηχανισμού εξυγίανσης. Πιστεύει ότι η λήψη αποφάσεων για ζητήματα εξυγίανσης σε κεντρικό επίπεδο θα ενδυναμώσει τη σταθερότητα της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης και ότι ο μηχανισμός αυτός θα αποτελέσει απαραίτητο συμπλήρωμα του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού.
Η πρόταση κανονισμού για τη δημιουργία ενιαίου μηχανισμού εξυγίανσης προβλέπει τρεις βασικές προϋποθέσεις για την επίτευξη αποτελεσματικής εξυγίανσης:
- ένα ενιαίο σύστημα∙
- μια ενιαία αρχή με εξουσίες λήψης αποφάσεων∙
- ένα ενιαίο ταμείο το οποίο θα χρηματοδοτεί εκ των προτέρων ο τραπεζικός τομέας.
Η ΕΚΤ θεωρεί εξαιρετικά σημαντικό τον διαχωρισμό των αρμοδιοτήτων των αρχών εξυγίανσης από εκείνες των αρχών εποπτείας. Σύμφωνα με τον κανονισμό για τον ενιαίο εποπτικό μηχανισμό, η ΕΚΤ ή οι εθνικές αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι αποκλειστικά αρμόδιες να αξιολογούν κατά πόσο ένα πιστωτικό ίδρυμα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή κινδυνεύει να πτωχεύσει. Η εποπτική αξιολόγηση θα αποτελεί επομένως απαραίτητη προϋπόθεση της θέσης ενός ιδρύματος σε εξυγίανση.
Η ΕΚΤ χαιρετίζει την πρόσκληση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για υιοθέτηση της σκοπούμενης νομοθεσίας εντός της τρέχουσας νομοθετικής περιόδου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Επιπλέον, στηρίζει σθεναρά το προτεινόμενο χρονοδιάγραμμα για θέση σε ισχύ του ενιαίου μηχανισμού εξυγίανσης την 1η Ιανουαρίου 2015. Από τη στιγμή που ο ενιαίος εποπτικός μηχανισμός θα τεθεί σε λειτουργία και η εποπτεία θα ασκείται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το ίδιο θα πρέπει να συμβεί και για την εξυγίανση.
Η ΕΚΤ στηρίζει επίσης την έγκαιρη εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα (bail-in), το οποίο αποτελεί σημαντικό στοιχείο της οδηγίας για την εξυγίανση και την ανάκαμψη τραπεζών.
Η ΕΚΤ λαμβάνει υπόψη τις προσπάθειες που καταβάλλονται προκειμένου να εισαχθούν οι απαραίτητες αλλαγές που θα καταστήσουν δυνατή τη χρήση του άρθρου 114 («προσέγγιση των εθνικών διατάξεων») της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως νομικής βάσης. Αυτό θα επιτρέψει τη δημιουργία του ενιαίου μηχανισμού εξυγίανσης χωρίς τροποποίηση της Συνθήκης.
Σύμφωνα με τη γνώμη της ΕΚΤ, είναι καλύτερο να υπάρχει σαφής λειτουργικός διαχωρισμός της εποπτείας και της εξυγίανσης, έτσι ώστε να αποτρέπεται το ενδεχόμενο σύγκρουσης συμφερόντων. Η ΕΚΤ συνιστά τη συμμετοχή της ως παρατηρητή στις συνεδριάσεις της ολομέλειας και τις εκτελεστικές συνεδριάσεις του ενιαίου μηχανισμού εξυγίανσης.
Για ερωτήσεις σχετικά με θέματα Τύπου μπορείτε να επικοινωνείτε με την κυρία Uta Harnischfeger στο τηλ. +49 69 1344 6321 ή με τον κ. Peter Ehrlich στο τηλ. +49 69 1344 8320.
-
[1]Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση ενιαίων κανόνων και ενιαίας διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης τραπεζών και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.