Επιλογές αναζήτησης
Η ΕΚΤ Ενημέρωση Επεξηγήσεις Έρευνα & Εκδόσεις Στατιστικές Νομισματική πολιτική Το ευρώ Πληρωμές & Αγορές Θέσεις εργασίας
Προτάσεις
Εμφάνιση κατά
  • ΤΟ BLOG ΤΗΣ ΕΚΤ

Δοκιμάζοντας την ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα στην κλιματική αλλαγή

Άρθρο του Luis de Guindos, Αντιπροέδρου της ΕΚΤ

Φρανκφούρτη, 18 Μαρτίου 2021

Η κλιματική αλλαγή έχει τη δυνατότητα να διαταράξει σημαντικά τις οικονομίες, τις επιχειρήσεις και τα μέσα διαβίωσής μας τις επόμενες δεκαετίες. Ωστόσο, οι κίνδυνοι που σχετίζονται με αυτήν εξακολουθούν να μην είναι επαρκώς κατανοητοί, καθώς οι κλιματικές διαταραχές διαφέρουν από τις χρηματοπιστωτικές διαταραχές που παρατηρήθηκαν στη διάρκεια προηγούμενων κρίσεων. Η κλιματική αλλαγή λαμβάνει χώρα με αργό ρυθμό σε βάθος χρόνου και αυτό προκαλεί σημαντική αβεβαιότητα για το πώς τα ακραία καιρικά φαινόμενα θα εκδηλωθούν στο μέλλον. Τόσο οι δημόσιοι όσο και οι ιδιωτικοί φορείς έχουν να κάνουν πολλά ακόμη για να μπορούν να εντοπίζουν και να αξιολογούν αποτελεσματικά τις ενδεχόμενες επιπτώσεις αυτών των κινδύνων, δεδομένου ότι τα παραδοσιακά εργαλεία διαχείρισης κινδύνων ενδέχεται να μην αρκούν. Για αυτόν τον λόγο, η ΕΚΤ σχεδίασε την πρώτη άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test) που αφορά την κλιματική αλλαγή για το σύνολο της οικονομίας, με σκοπό να βοηθήσει τόσο τις αρχές όσο και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να αξιολογήσουν τον αντίκτυπο των κλιματικών κινδύνων στις επιχειρήσεις και τις τράπεζες τα επόμενα 30 χρόνια.

Κατά κανόνα, οι κίνδυνοι που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή διακρίνονται σε δύο ευρύτερες κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία αφορά τον φυσικό κίνδυνο, ο οποίος απορρέει από την αναμενόμενη αύξηση της συχνότητας και του μεγέθους των καταστροφών που προκαλούνται από ακραία φυσικά φαινόμενα. Οι επιχειρήσεις που βρίσκονται σε εκτεθειμένες περιοχές που κινδυνεύουν από πλημμύρες, για παράδειγμα κοντά σε ποτάμια ή σε ακτές, θα μπορούσαν να υποστούν σημαντικές ζημιές αν εκδηλωθεί κάποιο κλιματικό φαινόμενο. Αυτές οι ζημιές θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διακοπή της διαδικασίας παραγωγής βραχυπρόθεσμα και ενδεχομένως σε πτώχευση της επιχείρησης πιο μακροπρόθεσμα. Οι φυσικοί κίνδυνοι διαφέρουν μεταξύ χωρών και περιφερειών. Η νότια Ευρώπη είναι κατά μέσο όρο περισσότερο επιρρεπής σε υψηλές θερμοκρασίες και πυρκαγιές, ενώ η κεντρική και βόρεια Ευρώπη είναι περισσότερο ευάλωτη σε πλημμύρες.

Η δεύτερη κατηγορία αφορά τον κίνδυνο μετάβασης, στο πλαίσιο του οποίου η καθυστερημένη ή απότομη εφαρμογή κλιματικών πολιτικών με σκοπό τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2) θα μπορούσε να ασκήσει αρνητική επίδραση σε ορισμένες βιομηχανίες που εξαρτώνται περισσότερο από την ενέργεια και τον άνθρακα, όπως είναι οι εξορύξεις, η τσιμεντοβιομηχανία ή η βιομηχανία χάλυβα. Οι υψηλότεροι φορολογικοί συντελεστές για τη χρήση άνθρακα θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να αυξήσουν το κόστος παραγωγής και να μειώσουν την κερδοφορία.

Τόσο ο φυσικός κίνδυνος όσο και ο κίνδυνος μετάβασης μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα εάν τα τραπεζικά ή άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι εκτεθειμένα σε δάνεια και περιουσιακά στοιχεία επιχειρήσεων που αδυνατούν να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους. Ενώ όμως συνηθίζεται να γίνεται διάκριση μεταξύ των δύο ειδών κινδύνου, στην πραγματικότητα αυτοί είναι αλληλένδετοι. Η λήψη περισσότερων μέτρων κλιματικής πολιτικής μπορεί να αυξήσει τον αντίκτυπο των κινδύνων μετάβασης στο προσεχές μέλλον, θα μειώσει όμως ταυτόχρονα τη συχνότητα εμφάνισης φυσικών κινδύνων στις μελλοντικές δεκαετίες. Η προσομοίωση ακραίων καταστάσεων της ΕΚΤ για το κλίμα αποτυπώνει και προσδιορίζει ποσοτικά αυτήν τη δυνητική σχέση αντιστάθμισης χρησιμοποιώντας ένα χρονοδιάγραμμα 30 ετών ούτως ώστε να ληφθεί υπόψη ο μακροπρόθεσμος αντίκτυπος.

Η προσομοίωση της ΕΚΤ εξετάζει την ανθεκτικότητα των επιχειρήσεων και των τραπεζών σε μια σειρά σεναρίων για το κλίμα. Τα σενάρια αυτά αναπαριστούν μελλοντικές κλιματικές συνθήκες με εύλογο τρόπο, ενώ παράλληλα συνυπολογίζουν την επίδραση που ασκούν στις επιχειρήσεις τα μέτρα για τον περιορισμό της έκτασης της κλιματικής αλλαγής, όπως οι φόροι άνθρακα. Τα σενάρια της ΕΚΤ βασίζονται στα σενάρια που παρέχει το δίκτυο για την ενσωμάτωση της οικολογικής διάστασης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα (Network for Greening the Financial System), αλλά έχουν προσαρμοστεί ώστε να αποτυπώνουν λεπτομερέστερα τη σχέση μεταξύ του κινδύνου μετάβασης και του φυσικού κινδύνου.

Το σενάριο συντεταγμένης μετάβασης εξετάζει την έγκαιρη και αποτελεσματική εφαρμογή κλιματικών πολιτικών που περιορίζουν επιτυχώς την αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη. Το σενάριο του «παγκόσμιου θερμοκηπίου» εξετάζει τον αντίκτυπο που θα έχει η μη εφαρμογή νέων κλιματικών πολιτικών και συνδέεται με μια πολύ σημαντική αύξηση του φυσικού κινδύνου σε μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Το σενάριο άτακτης μετάβασης εξετάζει τον αντίκτυπο μιας καθυστερημένης και απότομης εφαρμογής κλιματικών πολιτικών.

Αυτά τα σενάρια, μαζί με ένα μοναδικό σύνολο δεδομένων που εντοπίζει και υπολογίζει την έκθεση σε κίνδυνο μετάβασης και σε φυσικό κίνδυνο για εκατομμύρια επιχειρήσεις παγκοσμίως, παρέχουν το υπόβαθρο για την ανάλυση του αντίκτυπου της κλιματικής αλλαγής στις επιχειρήσεις και τις τράπεζες.

Σύμφωνα με τα προκαταρκτικά αποτελέσματα, χωρίς περαιτέρω κλιματικές πολιτικές το κόστος που προκύπτει για τις επιχειρήσεις από ακραία φαινόμενα αυξάνεται σημαντικά. Επίσης, τα αποτελέσματα καταδεικνύουν σαφώς τα οφέλη της έγκαιρης ανάληψης δράσης: το βραχυπρόθεσμο κόστος της προσαρμογής σε πράσινες πολιτικές είναι σημαντικά χαμηλότερο από το δυνητικά πολύ υψηλότερο κόστος που προκύπτει από φυσικές καταστροφές μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Επομένως, η κλιματική αλλαγή αποτελεί σημαντική πηγή συστημικού κινδύνου, ιδίως για τις τράπεζες των οποίων τα χαρτοφυλάκια επικεντρώνονται σε συγκεκριμένους οικονομικούς τομείς και γεωγραφικές περιοχές.

Τα αποτελέσματα αυτά υπογραμμίζουν την κρίσιμη και επείγουσα ανάγκη μετάβασης σε μια πιο πράσινη οικονομία, όχι μόνο για την επίτευξη των στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού, αλλά και για τον περιορισμό της μακροπρόθεσμης διατάραξης των οικονομιών, των επιχειρήσεων και των μέσων διαβίωσής μας.

Το παρόν δημοσιεύθηκε επίσης ως άρθρο γνώμης στις ακόλουθες εφημερίδες και περιοδικά: De Tijd (Βέλγιο), Stockwatch.com.cy (Κύπρος), Kauppalehti (Φινλανδία), L’Agefi (Γαλλία), Börsen-Zeitung (Γερμανία), Καθημερινή (Ελλάδα), Il Sole 24 Ore (Ιταλία), El Economista (Ισπανία).