EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 32002O0010

Κατευθυντήρια γραμμή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 5ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με το νομικό πλαίσιο για τη λογιστική παρακολούθηση και την υποβολή χρηματοοικονομικών εκθέσεων στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΚΤ/2002/10)

ΕΕ L 58 της 3.3.2003, σ. 1 έως 37 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)
Ειδική έκδοση στη τσεχική γλώσσα: Κεφάλαιο 10 τόμος 003 σ. 209 - 245
Ειδική έκδοση στην εσθονική γλώσσα: Κεφάλαιο 10 τόμος 003 σ. 209 - 245
Ειδική έκδοση στη λεττονική γλώσσα: Κεφάλαιο 10 τόμος 003 σ. 209 - 245
Ειδική έκδοση στη λιθουανική γλώσσα: Κεφάλαιο 10 τόμος 003 σ. 209 - 245
Ειδική έκδοση στην ουγγρική γλώσσα Κεφάλαιο 10 τόμος 003 σ. 209 - 245
Ειδική έκδοση στη μαλτέζικη γλώσσα: Κεφάλαιο 10 τόμος 003 σ. 209 - 245
Ειδική έκδοση στην πολωνική γλώσσα: Κεφάλαιο 10 τόμος 003 σ. 209 - 245
Ειδική έκδοση στη σλοβακική γλώσσα: Κεφάλαιο 10 τόμος 003 σ. 209 - 245
Ειδική έκδοση στη σλοβενική γλώσσα: Κεφάλαιο 10 τόμος 003 σ. 209 - 245
Ειδική έκδοση στη βουλγαρική γλώσσα: Κεφάλαιο 10 τόμος 005 σ. 146 - 182
Ειδική έκδοση στη ρουμανική γλώσσα: Κεφάλαιο 10 τόμος 005 σ. 146 - 182

Νομικό καθεστώς του εγγράφου Δεν ισχύει πλέον, Ημερομηνία λήξης ισχύος: 31/12/2006; καταργήθηκε από 32006O0016

ELI: http://data.europa.eu/eli/guideline/2003/131/oj

32002O0010

Κατευθυντήρια γραμμή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 5ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με το νομικό πλαίσιο για τη λογιστική παρακολούθηση και την υποβολή χρηματοοικονομικών εκθέσεων στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΚΤ/2002/10)

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 058 της 03/03/2003 σ. 0001 - 0037


Κατευθυντήρια γραμμή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

της 5ης Δεκεμβρίου 2002

σχετικά με το νομικό πλαίσιο για τη λογιστική παρακολούθηση και την υποβολή χρηματοοικονομικών εκθέσεων στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών

(ΕΚΤ/2002/10)

(2003/131/ΕΚ)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη:

το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και ιδίως τα άρθρα 12.1, 14.3 και 26.4,

τη συμβολή του γενικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), σύμφωνα με τη δεύτερη και την τρίτη περίπτωση του άρθρου 47.2 του καταστατικού,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Σύμφωνα με το άρθρο 15 του καταστατικού, θεσπίζονται υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ).

(2) Σύμφωνα με το άρθρο 26.3 του καταστατικού, η εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ καταρτίζει ενοποιημένο ισολογισμό του ΕΣΚΤ για αναλυτικούς και λειτουργικούς σκοπούς.

(3) Σύμφωνα με το άρθρο 26.4 του καταστατικού, το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ θεσπίζει τους αναγκαίους κανόνες για την τυποποίηση της λογιστικής παρακολούθησης και την υποβολή χρηματοοικονομικών εκθέσεων σχετικά με τις πράξεις των εθνικών κεντρικών τραπεζών (ΕθνΚΤ) των συμμετεχόντων κρατών μελών, ενόψει της εφαρμογής του άρθρου 26 του καταστατικού.

(4) Σύμφωνα με τους μεταβατικούς κανόνες της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2000/18, της 1ης Δεκεμβρίου 1998, σχετικά με τη λογιστική παρακολούθηση και την υποβολή εκθέσεων στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών, όπως τροποποιήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1999 και στις 14 Δεκεμβρίου 2000(1), η αξία όλων των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού στο κλείσιμο των εργασιών της 31ης Δεκεμβρίου 1998 έπρεπε να αναπροσαρμοστεί την 1η Ιανουαρίου 1999. Μη πραγματοποιηθέντα κέρδη που προέκυψαν πριν από ή την 1η Ιανουαρίου 1999 έπρεπε να διαχωριστούν από τα μη πραγματοποιηθέντα κέρδη από αναπροσαρμογή που ενδεχομένως προέκυψαν μετά την 1η Ιανουαρίου 1999 και έπρεπε να παραμείνουν στις ΕθνΚΤ. Οι αγοραίες τιμές και ισοτιμίες που εφήρμοσαν η ΕΚΤ και οι ΕθνΚΤ στους εναρκτήριους ισολογισμούς την 1η Ιανουαρίου 1999, αποτέλεσαν το νέο μέσο κόστος στην έναρξη της μεταβατικής περιόδου. Είχε συστηθεί, μη πραγματοποιηθέντα κέρδη που είχαν προκύψει πριν από ή την 1η Ιανουαρίου 1999 να μην θεωρούνται διανεμητέα κατά το χρόνο της μετάβασης και να αντιμετωπίζονται ως πραγματοποιηθέντα/διανεμητέα μόνο στο πλαίσιο συναλλαγών πραγματοποιούμενων μετά την έναρξη της μεταβατικής περιόδου. Τα κέρδη και οι ζημίες σε ξένο νόμισμα και σε χρυσό, καθώς και κέρδη και ζημίες από μεταβολή στις τιμές, λόγω της μεταβίβασης στοιχείων του ενεργητικού από τις ΕθνΚΤ προς την ΕΚΤ, έπρεπε να θεωρούνται πραγματοποιηθέντα.

(5) Σε ό,τι αφορά την αποκάλυψη σχετικά με τα κυκλοφορούντα τραπεζογραμμάτια ευρώ, τον τοκισμό των καθαρών απαιτήσεων/υποχρεώσεων εντός του Ευρωσυστήματος που προκύπτουν λόγω της κατανομής των τραπεζογραμματίων ευρώ εντός του Ευρωσυστήματος, και το νομισματικό εισόδημα, θα πρέπει να υπάρξει εναρμόνιση στους δημοσιευόμενους ετήσιους ισολογισμούς, λογαριασμούς αποτελεσμάτων χρήσεως και σημειώσεις επί των ετήσιων λογαριασμών των ΕθνΚΤ. Τα προς εναρμόνιση στοιχεία σημειώνονται με αστερίσκο στα παραρτήματα IV, VIII και IX.

(6) Έχει αποδοθεί η δέουσα σημασία στο προπαρασκευαστικό έργο που διεξήγαγε το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ίδρυμα (ΕΝΙ).

(7) Σήμερα, το περιεχόμενο της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2000/18 τροποποιείται ουσιωδώς. Για λόγους σαφήνειας ενδείκνυται η αναμόρφωση των σχετικών διατάξεων και η τοποθέτησή τους σε ενιαίο κείμενο.

(8) Η ΕΚΤ αποδίδει μεγάλη σημασία στην ενίσχυση της διαφάνειας του κανονιστικού πλαισίου του ΕΣΚΤ, ακόμη και στην περίπτωση που δεν υφίσταται σχετική υποχρέωση βάσει της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Στο πνεύμα αυτό, η ΕΚΤ αποφάσισε να προβεί στη δημοσίευση της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής.

(9) Σύμφωνα με τα άρθρα 12.1 και 14.3 του καταστατικού, οι κατευθυντήριες γραμμές της ΕΚΤ αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του κοινοτικού δικαίου,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΑ ΓΡΑΜΜΗ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Ορισμοί

1. Για τους σκοπούς της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής:

- με τον όρο "κλείδα κατανομής τραπεζογραμματίων": νοούνται τα ποσοστά που διαμορφώνονται αφού ληφθεί υπόψη το μερίδιο της ΕΚΤ στη συνολική έκδοση τραπεζογραμματίων ευρώ και εφαρμοσθεί η κλείδα κατανομής στο εγγεγραμμένο κεφάλαιο επί του μεριδίου των ΕθνΚΤ στο εν λόγω σύνολο, βάσει της απόφασης ΕΚΤ/2001/15, της 6ης Δεκεμβρίου 2001, σχετικά με την έκδοση τραπεζογραμματίων ευρώ(2),

- με τον όρο "ενοποίηση": νοείται η λογιστική διαδικασία, σύμφωνα με την οποία τα χρηματοοικονομικά στοιχεία διαφόρων μεμονωμένων νομικών προσώπων παρουσιάζονται συγκεντρωτικά, ως στοιχεία ενός μοναδικού νομικού προσώπου,

- με τον όρο "σκοποί λογιστικής παρακολούθησης και υποβολής χρηματοοικονομικών εκθέσεων του ΕΣΚΤ": νοούνται οι σκοποί, για τους οποίους η ΕΚΤ καταρτίζει τις λογιστικές καταστάσεις που αναφέρονται στο παράρτημα Ι, σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 26 του καταστατικού,

- με τον όρο "εθνικές κεντρικές τράπεζες" (ΕθνΚΤ): νοούνται οι ΕθνΚΤ των συμμετεχόντων κρατών μελών,

- με τον όρο "συμμετέχοντα κράτη μέλη": νοούνται τα κράτη μέλη που έχουν υιοθετήσει το ευρώ, σύμφωνα με τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

- με τον όρο "μη συμμετέχοντα κράτη μέλη": νοούνται τα κράτη μέλη που δεν έχουν υιοθετήσει το ευρώ, σύμφωνα με τη συνθήκη,

- με τον όρο "Ευρωσύστημα": νοούνται οι ΕθνΚΤ και η ΕΚΤ,

- με τον όρο "μεταβατική περίοδος": νοείται η περίοδος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 1999 και λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2001,

- με τον όρο "ημερομηνία τριμηνιαίας αναπροσαρμογής": νοείται η ημερομηνία που αντιστοιχεί στην τελευταία ημερολογιακή ημέρα ορισμένου τριμήνου.

2. Περαιτέρω ορισμοί των τεχνικών όρων που χρησιμοποιούνται στην παρούσα κατευθυντήρια γραμμή περιλαμβάνονται στο γλωσσάριο που προσαρτάται σε αυτή ως παράρτημα II.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1. Οι κανόνες που θεσπίζονται στην παρούσα κατευθυντήρια γραμμή εφαρμόζονται στην ΕΚΤ και στις ΕθνΚΤ, για τους σκοπούς της λογιστικής παρακολούθησης και υποβολής χρηματοοικονομικών εκθέσεων του ΕΣΚΤ.

2. Το πεδίο εφαρμογής της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής περιορίζεται στο καθεστώς λογιστικής παρακολούθησης και υποβολής χρηματοοικονομικών εκθέσεων του ΕΣΚΤ, σύμφωνα με τις επιταγές του καταστατικού, και επομένως δεν εισάγει δεσμευτικούς κανόνες όσον αφορά τις εθνικές εκθέσεις και τους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς των ΕθνΚΤ. Για λόγους συνέπειας και συγκρισιμότητας του καθεστώτος του ΕΣΚΤ με τα αντίστοιχα εθνικά, συνιστάται στις ΕθνΚΤ να ακολουθούν, κατά την κατάρτιση των εθνικών εκθέσεων και χρηματοοικονομικών λογαριασμών τους, στο βαθμό που είναι δυνατόν, τους προβλεπόμενους στην παρούσα κατευθυντήρια γραμμή κανόνες.

Άρθρο 3

Βασικές λογιστικές παραδοχές

Ισχύουν οι ακόλουθες βασικές λογιστικές παραδοχές:

α) πραγματική οικονομική κατάσταση και διαφάνεια: οι λογιστικές μέθοδοι και η υποβολή χρηματοοικονομικών στοιχείων αντανακλούν την πραγματική οικονομική κατάσταση και χαρακτηρίζονται από διαφάνεια, η δε ποιότητα των υποβαλλόμενων στοιχείων προάγει την ευκολία στην κατανόηση, τη συνάφεια, την αξιοπιστία και τη συγκρισιμότητά τους. Οι συναλλαγές λογιστικοποιούνται και παρουσιάζονται με κριτήριο το ουσιαστικό τους περιεχόμενο και την πραγματική οικονομική κατάσταση και όχι απλώς με κριτήριο το νομικό τους τύπο·

β) συντηρητικότητα: η αποτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού και η αναγνώριση των εσόδων διεξάγονται με σύνεση. Στο πλαίσιο της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής αυτό συνεπάγεται ότι τα μη πραγματοποιηθέντα κέρδη δε λογίζονται ως έσοδα στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως, αλλά μεταφέρονται απευθείας σε λογαριασμό αναπροσαρμογής. Πάντως, η αρχή της συντηρητικότητας δεν επιτρέπει τη δημιουργία αφανών αποθεματικών ή την από πρόθεση ανακριβή αναγραφή στοιχείων στον ισολογισμό και στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως·

γ) λήψη υπόψη των μεταγενέστερων του ισολογισμού γεγονότων: στην περίπτωση γεγονότων που λαμβάνουν χώρα στο διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κλεισίματος του ετήσιου ισολογισμού και της ημερομηνίας έγκρισης των οικονομικών καταστάσεων από τα αρμόδια όργανα, πραγματοποιείται διόρθωση των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού, εφόσον τα εν λόγω γεγονότα επηρεάζουν την κατάσταση των ως άνω στοιχείων την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού. Στην περίπτωση γεγονότων που λαμβάνουν χώρα μετά την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού δεν πραγματοποιείται προσαρμογή των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού, αλλά γίνεται αποκάλυψη των εν λόγω γεγονότων, εφόσον δεν επηρεάζουν μεν την κατάσταση των ως άνω στοιχείων την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού, αλλά η σπουδαιότητά τους είναι τέτοια, ώστε η μη αποκάλυψή τους θα επηρέαζε τη δυνατότητα των χρηστών των οικονομικών καταστάσεων να διατυπώνουν ορθές εκτιμήσεις και να λαμβάνουν ορθές αποφάσεις·

δ) ουσιώδες των λογιστικών γεγονότων: δεν επιτρέπονται παρεκκλίσεις από τους λογιστικούς κανόνες, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων που επηρεάζουν τον υπολογισμό των αποτελεσμάτων χρήσεως των ΕθνΚΤ και της ΕΚΤ, εκτός εάν αφορούν λογιστικά γεγονότα που εύλογα κρίνονται επουσιώδη στο γενικό πλαίσιο και στην παρουσίαση των χρηματοοικονομικών λογαριασμών του ιδρύματος που υποβάλλει στοιχεία·

ε) συνεχιζόμενη δραστηριότητα: οι λογαριασμοί καταρτίζονται με βάση την αρχή της συνεχιζόμενης δραστηριότητας·

στ) πραγματοποίηση των εσόδων/εξόδων (αρχή του δεδουλευμένου): τα έσοδα και έξοδα αναγνωρίζονται εντός της χρήσεως κατά την οποία πραγματοποιούνται, ανεξάρτητα από το χρόνο της είσπραξης ή πληρωμής τους, αντίστοιχα·

ζ) συνέπεια και συγκρισιμότητα: τα κριτήρια αποτίμησης του ισολογισμού και αναγνώρισης των εσόδων εφαρμόζονται με συνέπεια, σύμφωνα με μία ομοιογενή και συνεχή προσέγγιση εντός του ΕΣΚΤ, προκειμένου να διασφαλίζεται η συγκρισιμότητα των στοιχείων στις οικονομικές καταστάσεις.

Άρθρο 4

Αναγνώριση των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού

Ένα χρηματοοικονομικό ή άλλο στοιχείο του ενεργητικού/παθητικού αναγνωρίζεται στον ισολογισμό του φορέα παροχής των σχετικών στοιχείων μόνο όταν:

α) είναι πιθανό ότι κάθε μελλοντικό οικονομικό όφελος που συνδέεται με το εν λόγω στοιχείο του ενεργητικού ή του παθητικού θα εισρεύσει στο φορέα παροχής των σχετικών στοιχείων ή θα εκρεύσει από αυτόν·

β) ουσιαστικά, οι κίνδυνοι και τα οφέλη που συνδέονται με το εν λόγω στοιχείο του ενεργητικού ή του παθητικού έχουν μεταβεί στο φορέα παροχής των σχετικών στοιχείων·

γ) είναι δυνατή για το φορέα παροχής των σχετικών στοιχείων η αξιόπιστη μέτρηση του κόστους ή της αξίας του στοιχείου του ενεργητικού ή του ύψους της υποχρέωσης.

Άρθρο 5

Η προσέγγιση της ταμειακής τακτοποίησης και η οικονομική προσέγγιση

1. Ως βάση για την καταγραφή στοιχείων στα λογιστικά συστήματα του Ευρωσυστήματος έως την 31η Δεκεμβρίου 2006 λαμβάνεται η προσέγγιση της ταμειακής τακτοποίησης.

2. Η οικονομική προσέγγιση, όπως αυτή περιγράφεται στο παράρτημα III, λαμβάνεται από 1ης Ιανουαρίου 2007 ως βάση για την καταγραφή στα λογιστικά συστήματα του Ευρωσυστήματος στοιχείων σχετικά με τις πράξεις συναλλάγματος και των δεδουλευμένων στοιχείων που είναι εκφρασμένα σε ξένα νομίσματα. Οι συναλλαγές επί χρεογράφων είναι δυνατό να εξακολουθήσουν να καταγράφονται με βάση την προσέγγιση της ταμειακής τακτοποίησης.

3. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι ΕθνΚΤ μπορούν να εφαρμόζουν την οικονομική προσέγγιση πριν από την 1η Ιανουαρίου 2007.

4. Τα ποσά που εμφανίζονται στο πλαίσιο της ημερήσιας υποβολής χρηματοοικονομικών εκθέσεων για τους οικείους σκοπούς του Ευρωσυστήματος απεικονίζουν ταμειακές ροές των στοιχείων του ισολογισμού, εκτός από εκείνα που εμφανίζονται υπό τα "Λοιπά στοιχεία του ενεργητικού" και τις "Λοιπές υποχρεώσεις", με εξαίρεση τα στοιχεία λογιστικών προσαρμογών του τέλους τριμήνου ή του τέλους χρήσεως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗΣ ΤΟΥ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

Άρθρο 6

Σύνθεση του ισολογισμού

Η σύνθεση του ισολογισμού της ΕΚΤ/των ΕθνΚΤ, για τους σκοπούς της υποβολής χρηματοοικονομικών εκθέσεων του ΕΣΚΤ, βασίζεται στη διάρθρωση του πίνακα που παρουσιάζεται στο παράρτημα IV.

Άρθρο 7

Κανόνες αποτίμησης του ισολογισμού

1. Για τους σκοπούς αποτίμησης του ισολογισμού χρησιμοποιούνται οι τρέχουσες αγοραίες τιμές και ισοτιμίες, εκτός εάν άλλως ορίζεται στο παράρτημα IV.

2. Ο χρυσός, τα χρηματοδοτικά μέσα σε ξένο νόμισμα, τα χρεόγραφα και τα χρηματοδοτικά μέσα (τόσο τα εγγραφόμενα σε λογαριασμούς του ισολογισμού όσο και τα εκτός ισολογισμού) υπόκεινται σε αναπροσαρμογή της αξίας τους με βάση τις μέσες αγοραίες ισοτιμίες και τιμές την ημερομηνία της τριμηνιαίας αναπροσαρμογής. Αυτό δεν εμποδίζει την ΕΚΤ/τις ΕθνΚΤ να προβαίνουν σε συχνότερη αναπροσαρμογή της αξίας των χαρτοφυλακίων τους για εσωτερικούς σκοπούς, υπό την προϋπόθεση ότι στη διάρκεια του τριμήνου υποβάλλονται μόνο στοιχεία στην αξία συναλλαγής.

3. Όσον αφορά το χρυσό δεν γίνεται διάκριση μεταξύ των διαφορών από αναπροσαρμογή της τιμής και της συναλλαγματικής ισοτιμίας: λογιστικοποιείται μόνο η διαφορά από αναπροσαρμογή της αξίας του χρυσού βάσει της τιμής καθορισμένης μονάδας βάρους του χρυσού σε ευρώ, όπως αυτή προκύπτει από τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ/δολαρίου ΗΠΑ την ημερομηνία της τριμηνιαίας αναπροσαρμογής. Η αναπροσαρμογή της αξίας όσον αφορά το συνάλλαγμα (συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών που εγγράφονται στον ισολογισμό και των συναλλαγών εκτός ισολογισμού) γίνεται κατά νόμισμα, ενώ στην περίπτωση των χρεογράφων γίνεται κατά κωδικό (βάσει του διεθνούς αριθμού αναγνώρισης χρεογράφου-ISIN/τύπου χρεογράφου), με εξαίρεση τα χρεόγραφα που εμπίπτουν στο στοιχείο "Λοιπά χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού", τα οποία αντιμετωπίζονται ως ξεχωριστά διαθέσιμα.

4. Οι εγγραφές αναπροσαρμογής αντιλογίζονται στο τέλος του επόμενου τριμήνου, εκτός από τις μη πραγματοποιηθείσες ζημίες που έχουν μεταφερθεί στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως στο τέλος της χρήσεως· στη διάρκεια του τριμήνου, οι συναλλαγές καταχωρίζονται με τις τιμές και τις ισοτιμίες συναλλαγής.

Άρθρο 8

Συμφωνίες επαναγοράς

1. Ορισμένη αντιστρεπτέα πράξη διενεργούμενη βάσει συμφωνίας επαναγοράς καταγράφεται στο παθητικό σκέλος του ισολογισμού ως εισερχόμενη κατάθεση καλυπτόμενη από ασφάλεια, ενώ το στοιχείο που δίδεται ως ασφάλεια παραμένει στο ενεργητικό σκέλος του ισολογισμού. Τα πωλούμενα χρεόγραφα, τα οποία πρόκειται να αποτελέσουν αντικείμενο επαναγοράς βάσει συμφωνιών επαναγοράς, εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται από την υποχρεούμενη σε επαναγορά τους ΕΚΤ/ΕθνΚΤ ως τμήμα του χαρτοφυλακίου προελεύσεώς τους.

2. Ορισμένη αντιστρεπτέα πράξη διενεργούμενη βάσει συμφωνίας επαναπώλησης καταγράφεται στο ενεργητικό σκέλος του ισολογισμού ως εξερχόμενο δάνειο καλυπτόμενο από ασφάλεια για το ποσό του δανείου. Χρεόγραφα που αποκτώνται στο πλαίσιο συμφωνιών επαναπώλησης δεν υπόκεινται σε αναπροσαρμογή της αξίας τους, κανένα δε κέρδος ή ζημία που απορρέει από αυτές δεν μεταφέρεται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως από το δανειστή των κεφαλαίων.

3. Οι αντιστρεπτέες πράξεις επί χρεογράφων εκφρασμένων σε ξένα νομίσματα δεν επηρεάζουν το μέσο κόστος της θέσης στο αντίστοιχο νόμισμα.

4. Στην περίπτωση συναλλαγών δανεισμού χρεογράφων, τα χρεόγραφα παραμένουν στον ισολογισμό του μεταβιβάζοντος. Οι εν λόγω συναλλαγές λογιστικοποιούνται με τον ίδιο τρόπο που προβλέπεται επί των πράξεων επαναγοράς. Εάν, πάντως, τα χρεόγραφα που μεταβιβάζονται στην ΕΚΤ ή σε ορισμένη ΕθνΚΤ στο πλαίσιο συναλλαγής δανεισμού δεν βρίσκονται στην κατοχή της στο τέλος της χρήσεως, ο προς ον η μεταβίβαση προβαίνει στο σχηματισμό προβλέψεως για ζημίες, εάν η αγοραία αξία των υποκειμένων χρεογράφων έχει αυξηθεί από την ημερομηνία σύναψης της σχετικής σύμβασης, και στην εμφάνιση υποχρέωσης (προς αναμεταβίβαση των χρεογράφων), εάν έχει εν τω μεταξύ πωλήσει τα χρεόγραφα.

5. Οι συναλλαγές επί χρυσού που καλύπτονται από ασφάλεια αντιμετωπίζονται ως συμφωνίες επαναγοράς. Οι ροές χρυσού που σχετίζονται με τις εν λόγω συναλλαγές δεν καταγράφονται στις οικονομικές καταστάσεις, ο δε λογιστικός χειρισμός της διαφοράς μεταξύ της άμεσης (spot) και της προθεσμιακής (forward) τιμής της συναλλαγής βασίζεται στην αρχή της πραγματοποιήσεως των εσόδων/εξόδων.

6. Οι αντιστρεπτέες πράξεις, συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών δανεισμού χρεογράφων, οι οποίες διενεργούνται βάσει προγράμματος αυτόματου δανεισμού χρεογράφων, καταγράφονται στον ισολογισμό μόνο εφόσον παρέχεται ασφάλεια με τη μορφή μετρητών για τη συνολική διάρκεια της πράξης.

Άρθρο 9

Διαπραγματεύσιμοι μετοχικοί τίτλοι

1. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται επί διαπραγματεύσιμων μετοχικών τίτλων (μετοχών ή τίτλων μετοχικών αμοιβαίων κεφαλαίων), ανεξαρτήτως του εάν οι σχετικές συναλλαγές διενεργούνται απευθείας από κάποια ΕθνΚΤ ή την ΕΚΤ ή από αντιπρόσωπο, εξαιρουμένων των συναλλαγών με αντικείμενο κεφάλαια συνταξιοδοτικών ταμείων, συμμετοχές, επενδύσεις σε θυγατρικές, σημαντικές συμμετοχές ή πάγια χρηματοοικονομικά στοιχεία του ενεργητικού.

2. Μετοχικοί τίτλοι εκφρασμένοι σε ξένα νομίσματα δεν αποτελούν μέρος της συνολικής συναλλαγματικής θέσης αλλά χωριστών διαθεσίμων νομίσματος. Συνιστάται ο υπολογισμός των συναφών συναλλαγματικών κερδών και ζημιών είτε με βάση τη μέθοδο του καθαρού μέσου κόστους είτε (εναλλακτικά) με βάση τη μέθοδο του μέσου κόστους.

3. Συνιστάται η σε συμφωνία με τους ακόλουθους κανόνες αντιμετώπιση των μετοχικών τίτλων:

α) τα χαρτοφυλάκια μετοχών υπόκεινται σε αναπροσαρμογή της αξίας τους σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 παράγραφος 2. Η αναπροσαρμογή διενεργείται ανά στοιχείο. Η αναπροσαρμογή της αξίας όσον αφορά τίτλους μετοχικών αμοιβαίων κεφαλαίων διενεργείται σε καθαρή βάση και όχι μεμονωμένα, ανά μετοχή. Δεν πραγματοποιείται συμψηφισμός μεταξύ διαφορετικών μετοχών ή διαφορετικών τίτλων μετοχικών αμοιβαίων κεφαλαίων·

β) οι συναλλαγές καταγράφονται στον ισολογισμό με την αξία συναλλαγής·

γ) η προμήθεια μεσιτείας καταγράφεται είτε ως έξοδο συναλλαγής, περιληπτέο στο κόστος του στοιχείου του ενεργητικού, είτε ως δαπάνη στο λογαριασμό κερδών και ζημιών·

δ) το ποσό του αγοραζόμενου μερίσματος περιλαμβάνεται στο κόστος του μετοχικού τίτλου. Μετά την ημερομηνία, από την οποία καθίσταται δυνατή η διαπραγμάτευση του μετοχικού τίτλου χωρίς το μέρισμα (ex-dividend date) και ενώ η πληρωμή του μερίσματος δεν έχει εισπραχθεί, το ως άνω ποσό είναι δυνατό να αντιμετωπίζεται ως χωριστό στοιχείο·

ε) τα δεδουλευμένα μερίσματα δε λογίζονται στο τέλος της περιόδου, καθώς περικλείονται ήδη στην αγοραία τιμή των μετοχικών τίτλων, με εξαίρεση τις μετοχές, η διαπραγμάτευση των οποίων είναι δυνατή χωρίς το μέρισμα·

στ) τα δικαιώματα προτιμήσεως (rights issues) αντιμετωπίζονται ως χωριστά στοιχεία του ενεργητικού από τη σύστασή τους. Το κόστος κτήσεως υπολογίζεται με βάση το παλαιό μέσο κόστος των μετοχών, την τιμή εξασκήσεως του δικαιώματος προτιμήσεως επί των νέων μετοχών και την αναλογία μεταξύ παλαιών και νέων μετοχών. Εναλλακτικά, η τιμή του δικαιώματος είναι δυνατό να βασίζεται στην αξία του δικαιώματος στην αγορά, στο παλαιό μέσο κόστος της μετοχής και στην αγοραία τιμή της μετοχής πριν από τη σύσταση του εν λόγω δικαιώματος. Ο λογιστικός χειρισμός των δικαιωμάτων προτιμήσεως συνάδει προς τους λογιστικούς κανόνες του Ευρωσυστήματος.

Άρθρο 10

Τραπεζογραμμάτια

Το ποσό των λογιστικών καταστάσεων των ΕθνΚΤ που αντιστοιχεί στα "τραπεζογραμμάτια σε κυκλοφορία" συνίσταται από τα δύο ακόλουθα στοιχεία:

α) το μη διορθωμένο ποσό των τραπεζογραμματίων ευρώ σε κυκλοφορία, το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με μία από τις δύο ακόλουθες μεθόδους:

Μέθοδος A: BC = BP - BD - S

Μέθοδος B: BC = BI - BR

Όπου:

BC= το ποσό που αντιστοιχεί στα τραπεζογραμμάτια ευρώ σε κυκλοφορία

BP= η αξία των τραπεζογραμματίων ευρώ που παρήχθησαν ή ελήφθησαν από το εκτυπωτικό ίδρυμα ή άλλες ΕθνΚΤ

BV= η αξία των τραπεζογραμματίων ευρώ που καταστράφηκαν

BI= η αξία των τραπεζογραμματίων ευρώ που τέθηκαν σε κυκλοφορία

BR= η αξία των εισπραχθέντων τραπεζογραμματίων ευρώ

S= η αξία των τραπεζογραμματίων ευρώ στα ταμεία/θησαυροφυλάκια·

β) συν/μείον το ποσό των διορθώσεων που προκύπτει από την εφαρμογή της κλείδας κατανομής τραπεζογραμματίων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΕΣΟΔΩΝ

Άρθρο 11

Αναγνώριση εσόδων

1. Σχετικά με την αναγνώριση των εσόδων ισχύουν οι ακόλουθοι κανόνες:

α) τα πραγματοποιηθέντα κέρδη και οι πραγματοποιηθείσες ζημίες μεταφέρονται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως·

β) τα μη πραγματοποιηθέντα κέρδη δεν αναγνωρίζονται ως έσοδα, αλλά μεταφέρονται απευθείας σε λογαριασμό αναπροσαρμογής·

γ) οι μη πραγματοποιηθείσες ζημίες μεταφέρονται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως, όταν υπερβαίνουν προηγούμενα κέρδη από αναπροσαρμογή, τα οποία έχουν καταγραφεί στον αντίστοιχο λογαριασμό αναπροσαρμογής·

δ) οι μη πραγματοποιηθείσες ζημίες που μεταφέρονται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως δεν αντιλογίζονται έναντι νέων μη πραγματοποιηθέντων κερδών επόμενων χρήσεων·

ε) οι μη πραγματοποιηθείσες ζημίες που καταγράφονται επί οποιουδήποτε χρεογράφου ή νομίσματος ή επί των διαθεσίμων χρυσού δεν συμψηφίζονται με μη πραγματοποιηθέντα κέρδη από άλλα χρεόγραφα ή νομίσματα ή χρυσό.

2. Οι διαφορές υπέρ το άρτιο (premiums) ή υπό το άρτιο (discounts), οι οποίες προκύπτουν από την έκδοση και αγορά χρεογράφων, υπολογίζονται και εμφανίζονται ως τμήμα των εσόδων από τόκους, η δε απόσβεσή τους πραγματοποιείται στην εναπομένουσα διάρκεια ζωής των χρεογράφων, είτε βάσει της μεθόδου της σταθερής απόσβεσης είτε βάσει της μεθόδου του εσωτερικού βαθμού απόδοσης. Πάντως, η μέθοδος του εσωτερικού βαθμού απόδοσης εφαρμόζεται υποχρεωτικά επί των χρεογράφων υπό το άρτιο (discount securities) με εναπομένουσα διάρκεια ζωής άνω του έτους από την αγορά τους.

3. Το δεδουλευμένο μέρος των χρηματοοικονομικών στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού (π.χ. πληρωτέοι τόκοι και αποσβεσθείσες διαφορές υπέρ/υπό το άρτιο) υπολογίζονται και καταγράφονται/εγγράφονται στους λογαριασμούς σε τριμηνιαία τουλάχιστον βάση. Το δεδουλευμένο μέρος άλλων στοιχείων υπολογίζεται και καταγράφεται/εγγράφεται στους λογαριασμούς σε ετήσια τουλάχιστον βάση.

4. Η ΕΚΤ ή οι ΕθνΚΤ έχουν τη δυνατότητα να διενεργούν συχνότερους και λεπτομερέστερους υπολογισμούς των δεδουλευμένων στοιχείων, υπό την προϋπόθεση ότι στη διάρκεια του τριμήνου υποβάλλονται μόνο στοιχεία στην αξία συναλλαγής.

5. Τα δεδουλευμένα στοιχεία που είναι εκφρασμένα σε ξένα νομίσματα μετατρέπονται με τη μέση αγοραία ισοτιμία του τέλους του τριμήνου και αντιλογίζονται με βάση την ίδια ισοτιμία.

6. Κατά γενικό κανόνα, για τον υπολογισμό των δεδουλευμένων στοιχείων κατά τη διάρκεια του έτους είναι δυνατή η εφαρμογή των τοπικών πρακτικών (ήτοι ο υπολογισμός τους είτε έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα είτε έως την τελευταία ημερολογιακή ημέρα του τριμήνου). Πάντως, στο τέλος της χρήσεως, η τελευταία ημερολογιακή ημέρα του τριμήνου (δηλαδή η 31η Δεκεμβρίου) αποτελεί την υποχρεωτική ημερομηνία αναφοράς.

7. Μόνο οι συναλλαγές που συνεπάγονται μεταβολή των διαθεσίμων ορισμένου νομίσματος είναι δυνατό να οδηγήσουν στη δημιουργία πραγματοποιηθέντων συναλλαγματικών κερδών ή ζημιών.

Άρθρο 12

Κόστος συναλλαγών

1. Σχετικά με το κόστος συναλλαγών ισχύουν οι ακόλουθοι γενικοί κανόνες:

α) όσον αφορά το χρυσό, τα χρηματοδοτικά μέσα σε ξένο νόμισμα και τα χρεόγραφα, και προκειμένου να υπολογιστεί το κόστος κτήσεως των πωλούμενων στοιχείων, χρησιμοποιείται σε ημερήσια βάση η μέθοδος του μέσου κόστους, λαμβανομένης υπόψη και της επίδρασης των διακυμάνσεων των συναλλαγματικών ισοτιμιών ή/και των τιμών·

β) η τιμή/ισοτιμία μέσου κόστους του στοιχείου του ενεργητικού/παθητικού μειώνεται/αυξάνεται λόγω μεταφοράς μη πραγματοποιηθεισών ζημιών στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως στο τέλος της χρήσεως·

γ) στην περίπτωση απόκτησης χρεογράφων με τοκομερίδια, το ποσό των αγοραζόμενων εσόδων από τοκομερίδια αντιμετωπίζεται ως μεμονωμένο στοιχείο. Στην περίπτωση χρεογράφων εκφρασμένων σε ξένο νόμισμα, το εν λόγω ποσό περιλαμβάνεται στα διαθέσιμα του νομίσματος αυτού, όχι όμως στο κόστος ή στην τιμή του στοιχείου του ενεργητικού, προκειμένου να προσδιοριστεί η μέση τιμή.

2. Σχετικά με τα χρεόγραφα ισχύουν οι ακόλουθοι ειδικοί κανόνες:

α) οι συναλλαγές καταγράφονται με την τιμή συναλλαγής και εγγράφονται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς με την καθαρή τιμή·

β) οι αμοιβές φύλαξης και διαχείρισης, τα έξοδα τήρησης τρεχούμενων λογαριασμών και άλλα έμμεσα έξοδα δεν αντιμετωπίζονται ως κόστος συναλλαγής και περιλαμβάνονται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως. Δεν αντιμετωπίζονται ως τμήμα του μέσου κόστους συγκεκριμένου στοιχείου του ενεργητικού·

γ) τα έσοδα καταγράφονται μικτά, με χωριστή λογιστικοποίηση του παρακρατούμενου αποδοτέου φόρου και των λοιπών φόρων·

δ) προκειμένου να υπολογιστεί το μέσο κόστος αγοράς ενός χρεογράφου, είτε i) όλες οι αγορές που πραγματοποιούνται στη διάρκεια της ημέρας προστίθενται, με την τιμή κόστους, στα διαθέσιμα της προηγούμενης ημέρας, παράγοντας μια νέα σταθμισμένη μέση τιμή, πριν από το λογισμό των πωλήσεων της ίδιας ημέρας, είτε ii) οι μεμονωμένες αγορές και πωλήσεις χρεογράφων λογίζονται κατά τη σειρά πραγματοποίησής τους στη διάρκεια της ημέρας, προκειμένου να υπολογιστεί η αναθεωρημένη μέση τιμή.

3. Σχετικά με το χρυσό και το συνάλλαγμα ισχύουν οι ακόλουθοι ειδικοί κανόνες:

α) οι συναλλαγές επί συγκεκριμένου ξένου νομίσματος, οι οποίες δεν συνεπάγονται μεταβολή των διαθεσίμων του νομίσματος αυτού, μετατρέπονται σε ευρώ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία της ημερομηνίας συναλλαγής ή διακανονισμού και δεν επηρεάζουν το κόστος κτήσεως των εν λόγω διαθεσίμων·

β) οι συναλλαγές επί συγκεκριμένου ξένου νομίσματος, οι οποίες συνεπάγονται μεταβολή των διαθεσίμων του νομίσματος αυτού, μετατρέπονται σε ευρώ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία της ημερομηνίας συναλλαγής ή διακανονισμού·

γ) οι πραγματικές ταμειακές εισπράξεις και πληρωμές αποτιμώνται με τη μέση αγοραία συναλλαγματική ισοτιμία την ημέρα του διακανονισμού·

δ) οι πραγματοποιούμενες στη διάρκεια της ημέρας καθαρές αγορές νομισμάτων και χρυσού προστίθενται στα διαθέσιμα της προηγούμενης ημέρας με το μέσο κόστος των αγορών της ημέρας για κάθε νόμισμα και για το χρυσό, παράγοντας μια νέα σταθμισμένη μέση ισοτιμία/τιμή χρυσού. Στην περίπτωση των καθαρών πωλήσεων, ο υπολογισμός του πραγματοποιηθέντος κέρδους ή της πραγματοποιηθείσας ζημίας βασίζεται στο μέσο κόστος του οικείου νομίσματος ή των διαθεσίμων χρυσού της προηγούμενης ημέρας, έτσι ώστε το μέσο κόστος να παραμένει αμετάβλητο. Οι διαφορές στη μέση ισοτιμία/τιμή χρυσού μεταξύ των εισροών και των εκροών που σημειώνονται στη διάρκεια της ημέρας οδηγούν επίσης στη δημιουργία πραγματοποιηθέντων κερδών ή ζημιών. Σε περίπτωση αρνητικής θέσης σε σχέση με ορισμένο ξένο νόμισμα ή το χρυσό, η προαναφερθείσα προσέγγιση αντιστρέφεται. Επομένως, το μέσο κόστος της αρνητικής θέσης επηρεάζεται από τις καθαρές πωλήσεις, ενώ οι καθαρές αγορές μειώνουν τη θέση στην υπάρχουσα σταθμισμένη μέση ισοτιμία/τιμή χρυσού·

ε) τα έξοδα των πράξεων συναλλάγματος και άλλα γενικά έξοδα εγγράφονται στο λογαριασμό των αποτελεσμάτων χρήσεως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΠΙ ΠΡΑΞΕΩΝ ΕΚΤΟΣ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

Άρθρο 13

Γενικοί κανόνες

1. Οι προθεσμιακές πράξεις συναλλάγματος, τα προθεσμιακά σκέλη των πράξεων ανταλλαγής νομισμάτων και άλλες πράξεις επί νομισμάτων, οι οποίες συνεπάγονται την ανταλλαγή ορισμένου νομίσματος έναντι άλλου σε μελλοντική ημερομηνία, περιλαμβάνονται στις καθαρές συναλλαγματικές θέσεις, ενόψει του υπολογισμού των συναλλαγματικών κερδών και ζημιών.

2. Η λογιστικοποίηση και η αναπροσαρμογή της αξίας πράξεων ανταλλαγής επιτοκίων, συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης, προθεσμιακών συμφωνιών επιτοκίων και λοιπών πράξεων επί επιτοκίων γίνονται κατά στοιχείο. Οι πράξεις αυτές αντιμετωπίζονται χωριστά από τα στοιχεία του ισολογισμού.

3. Η αναγνώριση και μεταχείριση των κερδών και ζημιών που απορρέουν από πράξεις εκτός ισολογισμού πραγματοποιούνται με τρόπο όμοιο με τον ακολουθούμενο επί των πράξεων που καταγράφονται στον ισολογισμό.

Άρθρο 14

Προθεσμιακές πράξεις συναλλάγματος

1. Οι προθεσμιακές αγορές και πωλήσεις εγγράφονται σε λογαριασμούς εκτός ισολογισμού για το διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας συναλλαγής και της ημερομηνίας διακανονισμού, με την άμεση (spot) ισοτιμία της προθεσμιακής πράξης. Τα κέρδη και οι ζημίες επί των πωλήσεων υπολογίζονται με βάση το μέσο κόστος της συναλλαγματικής θέσης την ημερομηνία συναλλαγής, συν δύο ή τρεις εργάσιμες ημέρες, σύμφωνα με την ημερήσια διαδικασία συμψηφισμού για τις αγορές και πωλήσεις. Τα κέρδη και οι ζημίες αντιμετωπίζονται ως μη πραγματοποιηθέντα έως την ημερομηνία διακανονισμού και ο λογιστικός τους χειρισμός πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 παράγραφος 1.

2. Η διαφορά μεταξύ της άμεσης και της προθεσμιακής (forward) ισοτιμίας αντιμετωπίζεται ως τόκος πληρωτέος ή εισπρακτέος βάσει της αρχής της πραγματοποιήσεως των εσόδων/εξόδων, τόσο για τις αγορές όσο και για τις πωλήσεις.

3. Την ημερομηνία διακανονισμού αντιλογίζονται οι εγγραφές των λογαριασμών εκτός ισολογισμού και τυχόν υπόλοιπο στο λογαριασμό αναπροσαρμογής εγγράφεται σε πίστωση του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσεως στο τέλος του τριμήνου.

4. Το μέσο κόστος της συναλλαγματικής θέσης επηρεάζεται από προθεσμιακές αγορές αναγόμενες στην ημερομηνία συναλλαγής και τις επόμενες δύο ή τρεις εργάσιμες ημέρες, ανάλογα με τις πρακτικές της αγοράς που αφορούν το διακανονισμό άμεσων συναλλαγών με την άμεση ισοτιμία αγοράς.

5. Η αποτίμηση των προθεσμιακών θέσεων πραγματοποιείται σε συσχετισμό με την άμεση θέση του ιδίου νομίσματος, αντισταθμίζοντας τυχόν διαφορές που προκύπτουν εντός της θέσης του ιδίου νομίσματος. Μία καθαρή ζημία εγγράφεται σε χρέωση του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσεως, όταν υπερβαίνει προηγούμενα κέρδη από αναπροσαρμογή, τα οποία έχουν καταγραφεί στο λογαριασμό αναπροσαρμογής, ενώ ένα καθαρό κέρδος εγγράφεται σε πίστωση του λογαριασμού αναπροσαρμογής.

Άρθρο 15

Πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων

1. Οι άμεσες αγορές και πωλήσεις εγγράφονται σε λογαριασμούς του ισολογισμού την ημερομηνία του διακανονισμού.

2. Οι προθεσμιακές αγορές και πωλήσεις εγγράφονται σε λογαριασμούς εκτός ισολογισμού για το διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας συναλλαγής και της ημερομηνίας διακανονισμού, με την άμεση ισοτιμία των προθεσμιακών συναλλαγών.

3. Καθώς οι πωλήσεις εγγράφονται με την άμεση ισοτιμία της συναλλαγής, δεν προκύπτουν κέρδη ή ζημίες.

4. Η διαφορά μεταξύ της άμεσης και της προθεσμιακής ισοτιμίας αντιμετωπίζεται ως τόκος πληρωτέος ή εισπρακτέος βάσει της αρχής της πραγματοποιήσεως των εσόδων/εξόδων, τόσο για τις αγορές όσο και για τις πωλήσεις.

5. Οι εγγραφές των λογαριασμών εκτός ισολογισμού αντιλογίζονται την ημερομηνία του διακανονισμού.

6. Το μέσος κόστος της συναλλαγματικής θέσης παραμένει αμετάβλητο.

7. Η προθεσμιακή θέση αποτιμάται σε συσχετισμό με την άμεση θέση.

Άρθρο 16

Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επιτοκίων

1. Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επιτοκίων εγγράφονται σε λογαριασμούς εκτός ισολογισμού την ημερομηνία συναλλαγής.

2. Το αρχικό περιθώριο καταγράφεται ως ξεχωριστό στοιχείο του ενεργητικού, όταν η κατάθεση γίνεται σε μετρητά. Όταν αυτή γίνεται με τη μορφή χρεογράφων, παραμένει αμετάβλητο στον ισολογισμό.

3. Οι ημερήσιες μεταβολές στα περιθώρια διακύμανσης καταγράφονται σε ξεχωριστό λογαριασμό του ισολογισμού, είτε ως στοιχείο του ενεργητικού είτε ως στοιχείο του παθητικού, ανάλογα με την εξέλιξη των τιμών του συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης. Η ίδια διαδικασία εφαρμόζεται την ημέρα κλεισίματος της ανοιχτής θέσης. Αμέσως μετά, ο ξεχωριστός λογαριασμός ακυρώνεται και το συνολικό αποτέλεσμα της συναλλαγής καταγράφεται ως κέρδος ή ζημία, είτε πραγματοποιείται παράδοση είτε όχι. Όταν πραγματοποιείται παράδοση, η εγγραφή της αγοράς ή της πώλησης γίνεται με την αγοραία τιμή.

4. Τα τέλη-έξοδα μεταφέρονται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως.

5. Η μετατροπή σε ευρώ, εφόσον συντρέχει περίπτωση, λαμβάνει χώρα την ημερομηνία εκκαθάρισης της σύμβασης, με την αγοραία ισοτιμία της ημέρας αυτής. Η εισροή ξένου νομίσματος επηρεάζει το μέσο κόστος της θέσης στο συγκεκριμένο νόμισμα την ημερομηνία της πρόωρης εκκαθάρισης.

6. Λόγω της ημερήσιας αναπροσαρμογής της αξίας, τα κέρδη και οι ζημίες εγγράφονται σε καθορισμένους, ξεχωριστούς λογαριασμούς. Ένας λογαριασμός στο ενεργητικό σκέλος του ισολογισμού αντιπροσωπεύει ζημία και ένας ξεχωριστός λογαριασμός στο παθητικό σκέλος αντιπροσωπεύει κέρδος. Οι μη πραγματοποιηθείσες ζημίες εγγράφονται σε χρέωση του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσεως και τα εν λόγω ποσά εγγράφονται σε πίστωση λογαριασμού του παθητικού, ως λοιπές υποχρεώσεις.

7. Οι μη πραγματοποιηθείσες ζημίες που μεταφέρονται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως στο τέλος της χρήσεως δεν αντιλογίζονται έναντι μη πραγματοποιηθέντων κερδών επόμενων χρήσεων, εκτός εάν η σχετική σύμβαση εκκαθαριστεί πρόωρα ή λήξει. Στην περίπτωση κέρδους, πραγματοποιείται χρεωστική εγγραφή σε εκκρεμή λογαριασμό, υπό τα λοιπά στοιχεία ενεργητικού, και πιστωτική εγγραφή στο λογαριασμό αναπροσαρμογής.

Άρθρο 17

Πράξεις ανταλλαγής επιτοκίων

1. Οι πράξεις ανταλλαγής επιτοκίων εγγράφονται σε λογαριασμούς εκτός ισολογισμού την ημερομηνία συναλλαγής.

2. Οι εισπραχθέντες ή καταβληθέντες τόκοι καταγράφονται με βάση την αρχή της πραγματοποιήσεως των εσόδων/εξόδων. Επιτρέπεται ο συμψηφισμός πληρωμών από τόκους στο πλαίσιο της ίδιας πράξης ανταλλαγής επιτοκίων.

3. Το μέσο κόστος της συναλλαγματικής θέσης επηρεάζεται από πράξεις ανταλλαγής επιτοκίων σε ορισμένο ξένο νόμισμα, όταν υπάρχει διαφορά μεταξύ εισπραχθέντων και καταβληθέντων ποσών. Τυχόν υπόλοιπο πληρωμής που οδηγεί σε εισροή επηρεάζει το μέσο κόστος του νομίσματος την ημερομηνία στην οποία καθίσταται απαιτητή η πληρωμή.

4. Κάθε πράξη ανταλλαγής επιτοκίων αποτιμάται με τιμές της αγοράς και, εφόσον είναι αναγκαίο, μετατρέπεται σε ευρώ με βάση την άμεση ισοτιμία του νομίσματος. Οι μη πραγματοποιηθείσες ζημίες που μεταφέρονται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως στο τέλος της χρήσεως δεν αντιλογίζονται έναντι μη πραγματοποιηθέντων κερδών επόμενων χρήσεων, εκτός εάν η πράξη εκκαθαριστεί πρόωρα ή λήξει. Τα μη πραγματοποιηθέντα κέρδη από αναπροσαρμογή εγγράφονται σε πίστωση λογαριασμού αναπροσαρμογής.

5. Τα τέλη-έξοδα μεταφέρονται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως.

Άρθρο 18

Προθεσμιακές συμφωνίες επιτοκίων

1. Οι προθεσμιακές συμφωνίες επιτοκίων εγγράφονται σε λογαριασμούς εκτός ισολογισμού κατά το χρόνο της συναλλαγής.

2. Η αποζημίωση που ορισμένος συμβαλλόμενος υποχρεούται να καταβάλει στον αντισυμβαλλόμενο κατά την ημερομηνία του διακανονισμού εγγράφεται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως την ημερομηνία του διακανονισμού. Όσον αφορά την καταγραφή των καταβαλλόμενων ποσών δεν εφαρμόζεται η αρχή της πραγματοποιήσεως των εσόδων/εξόδων.

3. Τυχόν προθεσμιακές συμφωνίες επιτοκίων σε ορισμένο ξένο νόμισμα επηρεάζουν το μέσο κόστος της θέσης στο αντίστοιχο νόμισμα όσον αφορά την καταβολή της αποζημίωσης. Η αποζημίωση μετατρέπεται σε ευρώ με βάση την άμεση συναλλαγματική ισοτιμία την ημερομηνία του διακανονισμού. Τυχόν υπόλοιπο πληρωμής που οδηγεί σε εισροή επηρεάζει το μέσο κόστος του νομίσματος κατά το χρόνο στον οποίο η πληρωμή καθίσταται απαιτητή.

4. Κάθε προθεσμιακή συμφωνία επιτοκίων αποτιμάται με τις τιμές της αγοράς και, εφόσον είναι αναγκαίο, μετατρέπεται σε ευρώ με βάση την άμεση ισοτιμία του νομίσματος. Οι μη πραγματοποιηθείσες ζημίες που μεταφέρονται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως στο τέλος της χρήσεως δεν αντιλογίζονται έναντι μη πραγματοποιηθέντων κερδών επόμενων χρήσεων, εκτός εάν η πράξη εκκαθαριστεί πρόωρα ή λήξει. Τα μη πραγματοποιηθέντα κέρδη από αναπροσαρμογή εγγράφονται σε πίστωση λογαριασμού αναπροσαρμογής.

5. Τα τέλη-έξοδα μεταφέρονται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως.

Άρθρο 19

Προθεσμιακές πράξεις επί χρεογράφων

Η λογιστικοποίηση των προθεσμιακών πράξεων επί χρεογράφων είναι δυνατή με βάση τις δύο ακόλουθες μεθόδους:

Μέθοδος A:

α) οι προθεσμιακές πράξεις επί χρεογράφων εγγράφονται σε λογαριασμούς εκτός ισολογισμού για το διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας συναλλαγής και της ημερομηνίας διακανονισμού, με την προθεσμιακή τιμή τους·

β) το μέσο κόστος του χρεογράφου της συναλλαγής δεν επηρεάζεται έως το διακανονισμό αυτής· τα κέρδη και οι ζημίες που απορρέουν από προθεσμιακές πράξεις πώλησης υπολογίζονται την ημερομηνία διακανονισμού·

γ) οι εγγραφές των λογαριασμών εκτός ισολογισμού αντιλογίζονται και τυχόν υπόλοιπο του λογαριασμού αναπροσαρμογής εγγράφεται σε πίστωση του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσεως την ημερομηνία του διακανονισμού. Η λογιστικοποίηση του αγορασθέντος χρεογράφου γίνεται με βάση την άμεση τιμή της ημερομηνίας λήξης του (τρέχουσα τιμή αγοράς), ενώ η διαφορά αυτής έναντι της αρχικής προθεσμιακής τιμής αναγνωρίζεται ως πραγματοποιηθέν κέρδος ή ως πραγματοποιηθείσα ζημία·

δ) στην περίπτωση χρεογράφων εκφρασμένων σε ορισμένο ξένο νόμισμα, το μέσο κόστος της καθαρής θέσης του νομίσματος δεν επηρεάζεται, εάν η ΕΚΤ διαθέτει ήδη θέση στο νόμισμα αυτό. Εάν το ομόλογο που έχει αγοραστεί με προθεσμιακή συμφωνία είναι εκφρασμένο σε νόμισμα, στο οποίο η ΕΚΤ δεν διαθέτει θέση, με αποτέλεσμα να καθίσταται αναγκαία η αγορά του σχετικού νομίσματος, εφαρμόζονται οι κανόνες σχετικά με την αγορά ξένων νομισμάτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 παράγραφος 3 στοιχείο δ)·

ε) οι προθεσμιακές θέσεις αποτιμώνται μεμονωμένα, με βάση την προθεσμιακή τιμή αγοράς, για την εναπομένουσα διάρκεια της πράξης. Τυχόν ζημία από αναπροσαρμογή στο τέλος της χρήσεως εγγράφεται σε χρέωση του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσεως και τυχόν κέρδος από αναπροσαρμογή εγγράφεται σε πίστωση του λογαριασμού αναπροσαρμογής. Μη πραγματοποιηθείσες ζημίες που αναγνωρίζονται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως στο τέλος της χρήσεως δεν αντιλογίζονται έναντι μη πραγματοποιηθέντων κερδών επόμενων χρήσεων, εκτός εάν η πράξη εκκαθαριστεί πρόωρα ή λήξει.

Μέθοδος B:

α) οι προθεσμιακές πράξεις επί χρεογράφων εγγράφονται σε λογαριασμούς εκτός ισολογισμού για το διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας συναλλαγής και της ημερομηνίας διακανονισμού, με την προθεσμιακή τιμή τους. Οι εγγραφές των λογαριασμών εκτός ισολογισμού αντιλογίζονται την ημερομηνία του διακανονισμού·

β) η αναπροσαρμογή της αξίας ορισμένου χρεογράφου στο τέλος του τριμήνου διενεργείται βάσει της καθαρής θέσης που προκύπτει από τον ισολογισμό και από τις πωλήσεις του ιδίου χρεογράφου, οι οποίες καταγράφηκαν στους λογαριασμούς εκτός ισολογισμού. Το ποσό της αναπροσαρμογής ισούται με τη διαφορά μεταξύ της καθαρής αυτής θέσης, αποτιμώμενης με την τιμή αναπροσαρμογής, και της ίδιας θέσης, αποτιμώμενης με το μέσο κόστος της θέσης του ισολογισμού. Στο τέλος του τριμήνου οι προθεσμιακές αγορές υποβάλλονται στην περιγραφόμενη στο άρθρο 7 διαδικασία αναπροσαρμογής της αξίας. Το αποτέλεσμα της αναπροσαρμογής ισούται με τη διαφορά μεταξύ της άμεσης τιμής και του μέσου κόστους των υποχρεώσεων αγοράς·

γ) το αποτέλεσμα ορισμένης προθεσμιακής πώλησης καταγράφεται στο οικονομικό έτος, εντός του οποίου ανελήφθη η σχετική υποχρέωση, και ισούται με τη διαφορά μεταξύ της αρχικής προθεσμιακής τιμής και του μέσου κόστους της θέσης του ισολογισμού ή, εάν η θέση του ισολογισμού δεν επαρκεί, του μέσου κόστους των υποχρεώσεων αγοράς εκτός ισολογισμού, κατά το χρόνο της πώλησης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΕΚΘΕΣΕΩΝ

Άρθρο 20

Μορφές εμφάνισης των εκθέσεων

1. Οι ΕθνΚΤ υποβάλλουν στην ΕΚΤ στοιχεία για τους σκοπούς υποβολής χρηματοοικονομικών εκθέσεων του Ευρωσυστήματος, σύμφωνα με τους όρους που θεσπίζει το διοικητικό συμβούλιο.

2. Οι μορφές εμφάνισης που χρησιμοποιούνται για την υποβολή εκθέσεων του Ευρωσυστήματος συνάδουν προς το περιεχόμενο της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής και περιέχουν όλα τα στοιχεία που καθορίζονται στο παράρτημα IV. Στο παράρτημα IV περιγράφεται επίσης το περιεχόμενο των στοιχείων των περιληπτέων στις διάφορες μορφές εμφάνισης του ισολογισμού.

3. Οι μορφές εμφάνισης των δημοσιευόμενων λογιστικών καταστάσεων περιγράφονται στα ακόλουθα παραρτήματα:

α) της ενοποιημένης εβδομαδιαίας λογιστικής κατάστασης του Ευρωσυστήματος που δημοσιεύεται μετά το τέλος του τριμήνου, στο παράρτημα V·

β) της ενοποιημένης εβδομαδιαίας λογιστικής κατάστασης του Ευρωσυστήματος που δημοσιεύεται στη διάρκεια του τριμήνου, στο παράρτημα VI·

γ) του ενοποιημένου ετήσιου ισολογισμού του Ευρωσυστήματος, στο παράρτημα VII.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΕΤΗΣΙΟΙ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΜΕΝΟΙ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΧΡΗΣΕΩΣ

Άρθρο 21

Δημοσιευόμενοι ισολογισμοί και λογαριασμοί αποτελεσμάτων χρήσεως

Συνιστάται στις ΕθνΚΤ να παρουσιάζουν τους ετήσιους ισολογισμούς και τους λογαριασμούς αποτελεσμάτων χρήσεως που δημοσιεύουν, σύμφωνα με τα παραρτήματα VIII και IX, αντίστοιχα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗΣ

Άρθρο 22

Γενικοί κανόνες ενοποίησης

1. Οι ενοποιημένοι ισολογισμοί του Ευρωσυστήματος περιλαμβάνουν όλα τα στοιχεία των ισολογισμών της ΕΚΤ και των ΕθνΚΤ.

2. Η ΕΚΤ καταρτίζει τους ενοποιημένους ισολογισμούς του Ευρωσυστήματος, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη διασφάλισης ομοιόμορφων λογιστικών αρχών και πρακτικών, την ανάγκη ύπαρξης συγχρονισμένων οικονομικών περιόδων στο πλαίσιο του Ευρωσυστήματος και διενέργειας προσαρμογών για τους σκοπούς της ενοποίησης, όπως προκύπτουν βάσει των συναλλαγών και θέσεων εντός του Ευρωσυστήματος και βάσει των μεταβολών στη σύνθεση του Ευρωσυστήματος.

3. Τα επιμέρους στοιχεία του ισολογισμού, εκτός των υπολοίπων των ΕθνΚΤ και της ΕΚΤ εντός του Ευρωσυστήματος, συγκεντρώνονται για τους σκοπούς της ενοποίησης.

4. Τα υπόλοιπα των ΕθνΚΤ και της ΕΚΤ έναντι τρίτων μερών καταγράφονται ακαθάριστα στη διαδικασία ενοποίησης.

5. Τα υπόλοιπα εντός του Ευρωσυστήματος εμφανίζονται στους ισολογισμούς της ΕΚΤ και των ΕθνΚΤ, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο παράρτημα IV.

6. Στη διαδικασία ενοποίησης, το σύνολο των εκθέσεων είναι απαραίτητο να χαρακτηρίζεται από συνέπεια. Όλες οι λογιστικές καταστάσεις του Ευρωσυστήματος καταρτίζονται με παρόμοιο τρόπο, με εφαρμογή των ίδιων τεχνικών και διαδικασιών ενοποίησης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 23

Παραγωγή, εφαρμογή και ερμηνεία των κανόνων

1. Η Επιτροπή Λογιστικής και Νομισματικού Εισοδήματος (ΕΛΝΕ) παρέχει συμβουλές στο διοικητικό συμβούλιο, διαμέσου της εκτελεστικής επιτροπής, σχετικά με την παραγωγή και εφαρμογή των κανόνων λογιστικής παρακολούθησης και υποβολής εκθέσεων του ΕΣΚΤ.

2. Για την ερμηνεία της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής λαμβάνονται υπόψη το προπαρασκευαστικό έργο, οι εναρμονισμένες βάσει του κοινοτικού δικαίου λογιστικές αρχές και τα γενικώς αποδεκτά διεθνή λογιστικά πρότυπα.

Άρθρο 24

Κατάργηση

Η κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2000/18 καταργείται. Κάθε αναφορά στην καταργούμενη κατευθυντήρια γραμμή θεωρείται ότι γίνεται στην παρούσα κατευθυντήρια γραμμή.

Άρθρο 25

Τελικές διατάξεις

1. Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή αρχίζει να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2003.

2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου, το πεδίο εφαρμογής της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής καλύπτει τόσο τη μορφή εμφάνισης του ενοποιημένου ετήσιου ισολογισμού του Ευρωσυστήματος της 31ης Δεκεμβρίου 2002, όσο και την προτεινόμενη μορφή εμφάνισης των ετήσιων ισολογισμών των ΕθνΚΤ της 31ης Δεκεμβρίου 2002, με τον όρο ότι τα κυκλοφορούντα την 31η Δεκεμβρίου 2002 εθνικά τραπεζογραμμάτια καταγράφονται στον ισολογισμό υπό το στοιχείο "τραπεζογραμμάτια σε κυκλοφορία". Το πεδίο εφαρμογής της καλύπτει επίσης τους κανόνες περί δημοσιοποίησης των στοιχείων σχετικά με τα κυκλοφορούντα τραπεζογραμμάτια ευρώ, τον τοκισμό των καθαρών απαιτήσεων/υποχρεώσεων εντός του Ευρωσυστήματος, που προκύπτουν από την κατανομή των τραπεζογραμματίων ευρώ εντός του Ευρωσυστήματος, καθώς και το νομισματικό εισόδημα.

3. Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή απευθύνεται στις ΕθνΚΤ.

Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Φρανκφούρτη, 5 Δεκεμβρίου 2002.

Για το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ

Ο Πρόεδρος

Willem F. Duisenberg

(1) ΕΕ L 33 της 2.2.2001, σ. 21.

(2) ΕΕ L 337 της 20.12.2001, σ. 52.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΛΟΓΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

Αγοραία τιμή: τιμή που διαμορφώνεται σε οργανωμένη ή μη οργανωμένη αγορά, π.χ. σε χρηματιστήριο ή σε αγορά εκτός κύκλου συναλλαγών, αντίστοιχα, όσον αφορά το χρυσό, τα χρηματοδοτικά μέσα σε ξένο νόμισμα ή τα χρεόγραφα, χωρίς να περιλαμβάνεται συνήθως σε αυτή δεδουλευμένος ή προεξοφλητικός τόκος.

Αντιστρεπτέα πράξη: πράξη με την οποία η κεντρική τράπεζα αγοράζει (συμφωνία επαναπώλησης) ή πωλεί (συμφωνία επαναγοράς) στοιχεία του ενεργητικού βάσει συμφωνίας επαναγοράς ή επαναπώλησης ή εκτελεί πιστοδοτικές πράξεις έναντι ασφάλειας.

Αποθεματικά: δεσμευόμενο ποσό εκ των διανεμητέων κερδών, το οποίο δεν προορίζεται για την κάλυψη συγκεκριμένης υποχρέωσης, έκτακτου γεγονότος ή αναμενόμενης μείωσης της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού που είναι γνωστό ότι υπάρχουν την ημερομηνία του ισολογισμού.

Απόσβεση: η εντός δεδομένης χρονικής περιόδου, συστηματική μείωση τυχόν διαφοράς υπέρ το άρτιο/διαφοράς υπό το άρτιο ή της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού στους λογαριασμούς.

Διακανονισμός: πράξη η οποία ελευθερώνει από υποχρεώσεις που απορρέουν από τη μεταβίβαση κεφαλαίων ή στοιχείων του ενεργητικού μεταξύ δύο ή περισσοτέρων συμβαλλομένων. Στο πλαίσιο των συναλλαγών εντός του Ευρωσυστήματος, ο διακανονισμός αναφέρεται στην εξάλειψη των καθαρών υπολοίπων που προκύπτουν από τις συναλλαγές εντός του Ευρωσυστήματος και προϋποθέτει τη μεταβίβαση στοιχείων του ενεργητικού.

Διαφορά υπέρ το άρτιο: διαφορά μεταξύ της ονομαστικής αξίας και της τιμής ορισμένου χρεογράφου, όταν η δεύτερη είναι υψηλότερη από την πρώτη.

Διαφορά υπό το άρτιο: διαφορά ανάμεσα στην ονομαστική αξία και στην τιμή ορισμένου χρεογράφου, όταν η δεύτερη είναι χαμηλότερη από την πρώτη.

Διεθνής αριθμός αναγνώρισης χρεογράφων (ISIN): αριθμός τον οποίο εκδίδει η αρμόδια αρχή έκδοσης.

Εσωτερικός βαθμός απόδοσης: αναφέρεται στο προεξοφλητικό επιτόκιο, κατ' εφαρμογή του οποίου η λογιστική αξία ενός χρεογράφου εξισώνεται με την παρούσα αξία μελλοντικής ταμειακής ροής.

Ημερομηνία διακανονισμού: η ημερομηνία καταγραφής της οριστικής και αμετάκλητης μεταβίβασης ορισμένης αξίας στα βιβλία του αρμόδιου οργανισμού διακανονισμού. Ο διακανονισμός μπορεί να είναι άμεσος (σε πραγματικό χρόνο), να πραγματοποιείται αυθημερόν (στο τέλος της ημέρας) ή σε συμφωνούμενη ημερομηνία που έπεται της ημερομηνίας συνομολόγησης της σχετικής υποχρέωσης.

Ημερομηνία λήξης: ημερομηνία στην οποία η ονομαστική/κεφαλαιακή αξία καθίσταται απαιτητή και πληρωτέα στο ακέραιο στο δικαιούχο της.

Καθαρή τιμή: τιμή συναλλαγής, στην οποία δεν περιλαμβάνεται τυχόν προεξοφλητικός/δεδουλευμένος τόκος, αλλά περιλαμβάνεται το κόστος της συναλλαγής που αποτελεί μέρος της τιμής.

Κόστος συναλλαγής: έξοδα αναγνωριζόμενα ως συνδεόμενα με συγκεκριμένη συναλλαγή.

Λογαριασμοί αναπροσαρμογής: λογαριασμοί του ισολογισμού που προορίζονται για την καταγραφή της διαφοράς, όσον αφορά την αξία ορισμένου στοιχείου του ενεργητικού ή του παθητικού, μεταξύ του προσαρμοσμένου κόστους κτήσεώς του και της αποτίμησής του με συγκεκριμένη αγοραία τιμή στο τέλος της χρήσεως, όταν αυτή είναι υψηλότερη από το ως άνω κόστος, προκειμένου για στοιχεία του ενεργητικού, και χαμηλότερη από αυτό, προκειμένου για στοιχεία του παθητικού. Στους λογαριασμούς αυτούς συμπεριλαμβάνονται διαφορές που προκύπτουν από μεταβολή των αγοραίων τιμών ή/και συναλλαγματικών ισοτιμιών.

Μέθοδος του μέσου κόστους: η μέθοδος του συνεχούς ή σταθμικού μέσου κόστους, βάσει της οποίας το κόστος κάθε αγοράς προστίθεται στην τρέχουσα λογιστική αξία, παράγοντας ένα νέο σταθμικό μέσο κόστος.

Μέση αγοραία τιμή: μέσο σημείο μεταξύ της τιμής ζήτησης και της τιμής προσφοράς ορισμένου χρεογράφου, όπως προκύπτει με βάση τη διαμόρφωση των τιμών, επί συναλλαγών πραγματοποιούμενων σε κανονικές συνθήκες αγοράς, από αναγνωρισμένους βασικούς φορείς της αγοράς ή στο πλαίσιο της λειτουργίας αναγνωρισμένων χρηματιστηρίων αξιών· χρησιμοποιείται στη διαδικασία της τριμηνιαίας αναπροσαρμογής.

Μέσο επιτόκιο της αγοράς: επιτόκιο που η ΕΚΤ εφαρμόζει στη διαδικασία της τριμηνιαίας αναπροσαρμογής, όπως διαμορφώνεται στις 2.15 μ.μ., στο πλαίσιο της ημερήσιας διαδικασίας συνεννόησης.

Μετοχικοί τίτλοι: τίτλοι που αποφέρουν μέρισμα (μετοχές εταιρειών και τίτλοι που τεκμηριώνουν επένδυση σε μετοχικό αμοιβαίο κεφάλαιο).

Μη πραγματοποιηθέντα κέρδη/μη πραγματοποιηθείσες ζημίες: κέρδη/ζημίες που προκύπτουν από την αναπροσαρμογή της αξίας στοιχείων του ενεργητικού σε σύγκριση με το προσαρμοσμένο κόστος κτήσεώς τους.

Μηχανισμός Διασύνδεσης: τεχνική υποδομή, σχεδιαστικά χαρακτηριστικά και διαδικασίες, που εφαρμόζονται στο πλαίσιο κάθε εθνικού ΣΔΣΧ ή αποτελούν προσαρμογή αυτού, και του μηχανισμού πληρωμών της ΕΚΤ, με σκοπό την επεξεργασία διασυνοριακών πληρωμών εντός του συστήματος TARGET.

Οικονομική προσέγγιση: η λογιστική προσέγγιση, κατά την οποία οι πράξεις καταγράφονται την ημερομηνία της συναλλαγής.

Πραγματοποιηθέντα κέρδη/πραγματοποιηθείσες ζημίες: κέρδη/ζημίες που προκύπτουν από τη διαφορά μεταξύ της τιμής πώλησης ορισμένου στοιχείου του ισολογισμού και του προσαρμοσμένου κόστους του.

Πράξη ανταλλαγής επιτοκίων (σε διαφορετικά νομίσματα): σύμβαση, βάσει της οποίας συμφωνείται με τον αντισυμβαλλόμενο η ανταλλαγή ταμειακών ροών που αντιπροσωπεύουν ροές περιοδικά καταβαλλόμενου τόκου, στο ίδιο ή σε δύο διαφορετικά νομίσματα.

Πράξη ανταλλαγής νομισμάτων: ταυτόχρονη άμεση αγορά/πώληση ενός νομίσματος έναντι άλλου (άμεσο σκέλος) και προθεσμιακή πώληση/αγορά του ίδιου ποσού του συγκεκριμένου νομίσματος έναντι του πρώτου νομίσματος (προθεσμιακό σκέλος).

Προβλέψεις: ποσά που δεσμεύονται, προτού μεταφερθούν στα αποτελέσματα χρήσεως, με σκοπό την κάλυψη κάθε γνωστής ή αναμενόμενης υποχρέωσης ή κινδύνου, το κόστος των οποίων δεν μπορεί να προβλεφθεί με ακρίβεια (βλέπε "Αποθεματικά"). Δεν επιτρέπεται η χρησιμοποίηση των προβλέψεων για μελλοντικές υποχρεώσεις και επιβαρύνσεις ενόψει της προσαρμογής της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού.

Πρόγραμμα αυτόματου δανεισμού χρεογράφων (ΠΑΔΧ): χρηματοοικονομική πράξη, η οποία συνδυάζει πράξεις επαναγοράς και πράξεις επαναπώλησης, με παροχή ειδικής έναντι γενικής ασφάλειας. Οι δανειοδοτικές και δανειοληπτικές αυτές πράξεις οδηγούν στη δημιουργία εσόδων μέσω των διαφορετικών επιτοκίων επαναγοράς που εφαρμόζονται στα δύο είδη πράξεων (δηλαδή εισπραττόμενο περιθώριο). Η πράξη είναι δυνατό να διενεργείται στο πλαίσιο προγράμματος άμεσης εκτέλεσης (principal-based), όταν η τράπεζα που προσφέρει το εν λόγω πρόγραμμα θεωρείται και ο τελικός αντισυμβαλλόμενος, ή στο πλαίσιο προγράμματος έμμεσης εκτέλεσης (agency-based), όταν η τράπεζα που προσφέρει το εν λόγω πρόγραμμα ενεργεί απλώς ως αντιπρόσωπος, ενώ τελικός αντισυμβαλλόμενος είναι ο οργανισμός με τον οποίο διενεργούνται στην πράξη οι συναλλαγές δανεισμού χρεογράφων.

Προθεσμιακές πράξεις επί χρεογράφων: συμβάσεις της εξωχρηματιστηριακής αγοράς, βάσει των οποίων συμφωνείται την ημερομηνία σύναψης της σύμβασης η αγορά ή πώληση χρηματοδοτικού μέσου (συνήθως ομολόγου ή γραμματίου) σε μελλοντική ημερομηνία και προκαθορισμένη τιμή.

Προθεσμιακή πράξη συναλλάγματος: σύμβαση, βάσει της οποίας συμφωνείται σε καθορισμένη ημερομηνία η άμεση (outright) αγορά ή πώληση ορισμένου ποσού, εκφρασμένου σε ξένο νόμισμα, έναντι άλλου, συνήθως του εγχώριου νομίσματος, και η παράδοση του ως άνω ποσού σε συγκεκριμένη μελλοντική ημερομηνία, απέχουσα από την ημερομηνία συναλλαγής περισσότερες από δύο εργάσιμες ημέρες, και σε προκαθορισμένη τιμή. Αυτή η προθεσμιακή (forward) τιμή συναλλάγματος συνίσταται στην εκάστοτε ισχύουσα άμεση τιμή, συν/μείον ορισμένη συμφωνούμενη διαφορά υπέρ/υπό το άρτιο.

Προθεσμιακή συμφωνία επιτοκίων: σύμβαση, βάσει της οποίας δύο μέρη συμφωνούν την εφαρμογή επιτοκίου επί ονομαστικής κατάθεσης ορισμένης διάρκειας και την εξ αυτού καταβολή τόκου σε συγκεκριμένη μελλοντική ημερομηνία. Βάσει της διαφοράς μεταξύ του συμφωνηθέντος επιτοκίου και του επιτοκίου της αγοράς, όπως αυτό ισχύει την ημερομηνία του διακανονισμού, ορισμένο εκ των συμβαλλομένων μερών υποχρεούται σε καταβολή αποζημίωσης προς το άλλο την ημερομηνία του διακανονισμού.

Σταθερή απόσβεση: η πραγματοποιούμενη εντός δεδομένης χρονικής περιόδου απόσβεση, η οποία προσδιορίζεται με διαίρεση του κόστους του στοιχείου του ενεργητικού, μείον την εκτιμώμενη υπολειμματική αξία του, με την εκτιμώμενη ωφέλιμη ζωή του pro rata temporis.

Στοιχείο του ενεργητικού: ελεγχόμενος από την επιχείρηση πόρος, ο οποίος προκύπτει από παρελθόντα γεγονότα και δυνάμει του οποίου αναμένεται η εισροή μελλοντικών οικονομικών οφελών στην επιχείρηση.

Στοιχείο του παθητικού (υποχρέωση): τρέχουσα υποχρέωση της επιχείρησης, η οποία προκύπτει από παρελθόντα γεγονότα και της οποίας ο διακανονισμός αναμένεται να προκαλέσει εκροή από την επιχείρηση πόρων που εμπεριέχουν οικονομικά οφέλη.

Συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης επιτοκίων: προθεσμιακή σύμβαση διαπραγματεύσιμη στη χρηματιστηριακή αγορά. Με τις εν λόγω συμβάσεις συμφωνείται η αγορά ή πώληση ορισμένου χρηματοδοτικού μέσου, π.χ. ομολόγου, την ημερομηνία σύναψης της σύμβασης, με παράδοση σε μελλοντική ημερομηνία και προκαθορισμένη τιμή. Συνήθως δεν λαμβάνει χώρα παράδοση, διότι η σύμβαση εκκαθαρίζεται πριν από τη συμφωνηθείσα ημερομηνία λήξης.

Συμφωνία επαναπώλησης (reverse repo): σύμβαση, βάσει της οποίας ο κάτοχος μετρητών συμφωνεί να αγοράσει ορισμένο στοιχείο του ενεργητικού και, ταυτόχρονα, συμφωνεί να το επαναπωλήσει σε προκαθορισμένη τιμή, σε πρώτη ζήτηση ή με την παρέλευση ορισμένου χρονικού διαστήματος ή με την επέλευση συγκεκριμένου έκτακτου γεγονότος. Ενίοτε, ορισμένη συμφωνία επαναγοράς συνάπτεται μέσω τρίτου ("τριμερής συμφωνία επαναγοράς").

Συναλλαγματικά διαθέσιμα: η καθαρή θέση στο αντίστοιχο νόμισμα. Για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού, τα ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα (ΕΤΔ) θεωρούνται ξεχωριστό νόμισμα.

Ταμειακή τακτοποίηση: λογιστική προσέγγιση, βάσει της οποίας τα λογιστικά γεγονότα καταγράφονται την ημερομηνία του διακανονισμού.

TARGET: Διευρωπαϊκό Αυτοματοποιημένο Σύστημα Ταχείας Μεταφοράς Κεφαλαίων σε Συνεχή Χρόνο, αποτελούμενο από το Σύστημα Διακανονισμού σε Συνεχή Χρόνο (ΣΔΣΧ) κάθε ΕθνΚΤ, από το Μηχανισμό Πληρωμών της ΕΚΤ και από το Μηχανισμό Διασύνδεσης.

Τιμή συναλλαγής: τιμή που συμφωνείται κατά τη σύναψη ορισμένης σύμβασης μεταξύ των συμβαλλομένων μερών.

Χρεόγραφο υπό το άρτιο: μη τοκοφόρο στοιχείο του ενεργητικού, η απόδοση του οποίου εξασφαλίζεται με ανατίμηση του κεφαλαίου λόγω της έκδοσης ή αγοράς του εν λόγω στοιχείου υπό το άρτιο.

Χρηματοοικονομικό στοιχείο του ενεργητικού: κάθε στοιχείο του ενεργητικού, το οποίο μπορεί να συνίσταται σε: i) μετρητά ή ii) διά συμβάσεως καθοριζόμενο δικαίωμα λήψης μετρητών ή άλλου χρηματοδοτικού μέσου από άλλη επιχείρηση ή iii) διά συμβάσεως καθοριζόμενο δικαίωμα ανταλλαγής χρηματοδοτικών μέσων με άλλη επιχείρηση υπό όρους δυνητικά επωφελείς ή iv) μετοχικό τίτλο άλλης επιχείρησης.

Χρηματοοικονομικό στοιχείο του παθητικού: κάθε στοιχείο του παθητικού, το οποίο συνιστά νομική υποχρέωση προς παράδοση μετρητών ή άλλου χρηματοδοτικού μέσου σε άλλη επιχείρηση, ή προς ανταλλαγή χρηματοδοτικών μέσων με άλλη επιχείρηση υπό όρους δυνητικά επαχθείς.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ

1. Λογιστικές εγγραφές i) για πράξεις συναλλάγματος και ii) για αγορές και πωλήσεις χρεογράφων την ημερομηνία της συναλλαγής ("συμβατική μέθοδος")

Οι συναλλαγές καταχωρίζονται σε λογαριασμούς εκτός ισολογισμού την ημερομηνία της συναλλαγής. Την ημερομηνία διακανονισμού οι εγγραφές των λογαριασμών εκτός ισολογισμού αντιλογίζονται και οι συναλλαγές εγγράφονται αντίστοιχα σε λογαριασμούς του ισολογισμού.

Η συναλλαγματική θέση ή/και η θέση σε χρεόγραφα επηρεάζονται την ημερομηνία συναλλαγής. Συνεπώς, τυχόν πραγματοποιηθέντα κέρδη και πραγματοποιηθείσες ζημίες από καθαρές πωλήσεις υπολογίζονται και εγγράφονται επίσης την ημερομηνία της συναλλαγής. Οι καθαρές αγορές συναλλάγματος επηρεάζουν το μέσο κόστος των διαθεσίμων του νομίσματος και η αγορά ορισμένου χρεογράφου επηρεάζει τη μέση τιμή του εν λόγω χρεογράφου την ημερομηνία της συναλλαγής.

2. Εγγραφή των δεδουλευμένων τόκων σε ημερήσια βάση, συμπεριλαμβανομένων των διαφορών υπέρ και υπό το άρτιο

Δεδουλευμένοι τόκοι και διαφορές υπέρ ή υπό το άρτιο σχετικά με χρηματοδοτικά μέσα εκφρασμένα σε ξένο νόμισμα υπολογίζονται και εγγράφονται σε ημερήσια βάση, ανεξάρτητα από τις πραγματικές ταμειακές ροές. Αυτό σημαίνει ότι η συναλλαγματική θέση επηρεάζεται με τη λογιστική εγγραφή των δεδουλευμένων τόκων και όχι με την είσπραξη ή την καταβολή τους(1).

Αναφορικά με το σημείο 1 (λογιστικές εγγραφές την ημερομηνία της συναλλαγής):

Για την πραγματοποίηση λογιστικών εγγραφών την ημερομηνία της συναλλαγής προβλέπονται δύο διαφορετικές μέθοδοι:

- η "συμβατική μέθοδος" και

- η "εναλλακτική μέθοδος".

Η "εναλλακτική μέθοδος" εμφανίζει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: σε αντίθεση με τη "συμβατική μέθοδο", όσες συναλλαγές διακανονίζονται σε ημερομηνία μεταγενέστερη της ημερομηνίας σύναψής τους δεν εγγράφονται σε λογαριασμούς εκτός ισολογισμού σε ημερήσια βάση. Η αναγνώριση πραγματοποιηθέντων εσόδων και ο υπολογισμός ενός νέου μέσου κόστους (στην περίπτωση αγοράς συναλλάγματος) και μίας νέας μέσης τιμής (στην περίπτωση αγοράς χρεογράφων) διενεργούνται την ημερομηνία διακανονισμού(2).

Η αναγνώριση εσόδων από συναλλαγές που λήγουν σε έτος μεταγενέστερο του έτους σύναψής τους διενεργείται με βάση τη "συμβατική μέθοδο". Αυτό σημαίνει ότι τα πραγματοποιηθέντα αποτελέσματα από πωλήσεις επηρεάζουν τους λογαριασμούς αποτελεσμάτων χρήσεως του έτους σύναψης της συναλλαγής και ότι οι αγορές μεταβάλλουν τη μέση ισοτιμία/τιμή ορισμένων διαθεσίμων κατά το έτος σύναψης της συναλλαγής. Πάντως, δεν είναι αναγκαίες οι εγγραφές εκτός ισολογισμού.

Ο ακόλουθος πίνακας απεικονίζει τα βασικά χαρακτηριστικά των δύο μεθόδων που εκπονήθηκαν όσον αφορά τα επιμέρους χρηματοδοτικά μέσα σε συνάλλαγμα και τα χρεόγραφα.

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Αναφορικά με το σημείο 2 (εγγραφή των δεδουλευμένων τόκων/διαφορών υπό ή υπέρ το άρτιο σε ημερήσια βάση):

Στον ακόλουθο πίνακα παρουσιάζεται η επίδραση των ημερήσιων εγγραφών των δεδουλευμένων στοιχείων στα συναλλαγματικά διαθέσιμα (π.χ. των πληρωτέων τόκων και των αποσβεσθεισών διαφορών υπέρ/υπό το άρτιο):

ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΔΕΔΟΥΛΕΥΜΕΝΩΝ ΤΟΚΩΝ ΣΕ ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΒΑΣΗ (ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ)

Οι δεδουλευμένοι τόκοι χρηματοδοτικών μέσων σε ξένο νόμισμα υπολογίζονται και καταγράφονται σε ημερήσια βάση με τη μέση αγοραία συναλλαγματική ισοτιμία της ημέρας.

Επίδραση στα συναλλαγματικά διαθέσιμα

Τα δεδουλευμένα στοιχεία επηρεάζουν τη συναλλαγματική θέση κατά το χρόνο εγγραφής τους και δεν αντιλογίζονται μετέπειτα, ενώ εκκαθαρίζονται με την είσπραξη ή καταβολή των μετρητών. Επομένως, δεν επηρεάζεται η συναλλαγματική θέση κατά την ημερομηνία διακανονισμού, αφού ο δεδουλευμένος τόκος περιλαμβάνεται στη θέση που αναπροσαρμόζεται κατά την περιοδική αναπροσαρμογή.

(1) Έχουν προβλεφθεί δύο δυνατές μέθοδοι καταχώρισης των δεδουλευμένων στοιχείων. Η πρώτη μέθοδος είναι η "μέθοδος της ημερολογιακής ημέρας", σύμφωνα με την οποία τα δεδουλευμένα στοιχεία εγγράφονται κάθε ημερολογιακή ημέρα, ανεξάρτητα από το εάν πρόκειται για Σάββατο, Κυριακή, τραπεζική αργία ή εργάσιμη ημέρα. Η δεύτερη μέθοδος είναι η "μέθοδος της εργάσιμης ημέρας", σύμφωνα με την οποία τα δεδουλευμένα στοιχεία εγγράφονται αποκλειστικά σε εργάσιμες ημέρες. Δεν τίθεται ζήτημα πρόκρισης της μίας ή της άλλης μεθόδου. Πάντως, εάν η τελευταία ημέρα του έτους δεν είναι εργάσιμη, είναι απαραίτητο να συμπεριλαμβάνεται στον υπολογισμό των δεδουλευμένων στοιχείων, ανεξαρτήτως της επιλεχθείσας μεθόδου.

(2) Στην περίπτωση προθεσμιακών πράξεων συναλλάγματος, τα διαθέσιμα κάθε νομίσματος επηρεάζονται κατά την ημερομηνία spot (δηλαδή συνήθως την ημερομηνία συναλλαγής + δύο ημέρες).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗΣ ΤΟΥ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

ΠΑΘΗΤΙΚΟ

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

Ενοποιημένη εβδομαδιαία λογιστική κατάσταση του Ευρωσυστήματος: μορφή εμφάνισης προοριζόμενη για δημοσίευση στοιχείων μετά το τέλος του τριμήνουΤα γενικά/μερικά σύνολα ενδέχεται να μην αντιστοιχούν στο ακριβές άθροισμα λόγω στρογγυλοποίησης των σχετικών ποσών.

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

Ενοποιημένη εβδομαδιαία λογιστική κατάσταση του Ευρωσυστήματος: μορφή εμφάνισης προοριζόμενη για δημοσίευση στοιχείων στη διάρκεια του τριμήνουΤα γενικά/μερικά σύνολα ενδέχεται να μην αντιστοιχούν στο ακριβές άθροισμα λόγω στρογγυλοποίησης των σχετικών ποσών.

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII

Ενοποιημένος ετήσιος ισολογισμός του ΕυρωσυστήματοςΤα γενικά/μερικά σύνολα ενδέχεται να μην αντιστοιχούν στο ακριβές άθροισμα λόγω στρογγυλοποίησης των σχετικών ποσών.

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII

Ετήσιος ισολογισμός κεντρικής τράπεζας

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IX

Δημοσιευόμενος λογαριασμός αποτελεσμάτων χρήσεως κεντρικής τράπεζας((Ο λογαριασμός αποτελεσμάτων χρήσεως της ΕΚΤ λαμβάνει ελαφρώς διαφορετική μορφή - βλέπε το παράρτημα IV της απόφασης ΕΚΤ/2002/11 της 5ης Δεκεμβρίου 2002 (βλέπε σελίδα 18 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).))

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Επάνω