EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 31999R2157

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2157/1999 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 23ης Σεπτεμβρίου 1999, σχετικά με τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την επιβολή κυρώσεων (ΕΚΤ/1999/4)

ΕΕ L 264 της 12.10.1999, σ. 21 έως 26 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)
Ειδική έκδοση στη τσεχική γλώσσα: Κεφάλαιο 01 τόμος 003 σ. 139 - 144
Ειδική έκδοση στην εσθονική γλώσσα: Κεφάλαιο 01 τόμος 003 σ. 139 - 144
Ειδική έκδοση στη λεττονική γλώσσα: Κεφάλαιο 01 τόμος 003 σ. 139 - 144
Ειδική έκδοση στη λιθουανική γλώσσα: Κεφάλαιο 01 τόμος 003 σ. 139 - 144
Ειδική έκδοση στην ουγγρική γλώσσα Κεφάλαιο 01 τόμος 003 σ. 139 - 144
Ειδική έκδοση στη μαλτέζικη γλώσσα: Κεφάλαιο 01 τόμος 003 σ. 139 - 144
Ειδική έκδοση στην πολωνική γλώσσα: Κεφάλαιο 01 τόμος 003 σ. 139 - 144
Ειδική έκδοση στη σλοβακική γλώσσα: Κεφάλαιο 01 τόμος 003 σ. 139 - 144
Ειδική έκδοση στη σλοβενική γλώσσα: Κεφάλαιο 01 τόμος 003 σ. 139 - 144
Ειδική έκδοση στη βουλγαρική γλώσσα: Κεφάλαιο 10 τόμος 005 σ. 5 - 10
Ειδική έκδοση στη ρουμανική γλώσσα: Κεφάλαιο 10 τόμος 005 σ. 5 - 10
Ειδική έκδοση στην κροατική γλώσσα: Κεφάλαιο 01 τόμος 008 σ. 3 - 8

Νομικό καθεστώς του εγγράφου Ισχύει: Η πράξη αυτή έχει τροποποιηθεί. Τρέχουσα ενοποιημένη έκδοση: 26/06/2023

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/1999/2157/oj

31999R2157

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2157/1999 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 23ης Σεπτεμβρίου 1999, σχετικά με τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την επιβολή κυρώσεων (ΕΚΤ/1999/4)

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 264 της 12/10/1999 σ. 0021 - 0026


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 2157/1999 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

της 23ης Σεπτεμβρίου 1999

σχετικά με τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την επιβολή κυρώσεων

(ΕΚΤ/1999/4)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (εφεξής καλούμενη "συνθήκη"), και ιδίως το άρθρο 110 παράγραφος 3 το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (εφεξής καλούμενο "καταστατικό", και ιδίως τα άρθρα 34.3 και 19.1, καθώς και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2532/98 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για επιβολή κυρώσεων(1) (εφεξής καλούμενο "κανονισμός του Συμβουλίου"), και ιδίως το άρθρο 6 παράγραφος 2,

Εκτιμώντας:

(1) ότι, σύμφωνα με το άρθρο 34.3 του καταστατικού, σε συνδυασμό με το άρθρο 43.1 του καταστατικού, την παράγραφο 8 του πρωτοκόλλου αριθ. 25 σχετικά με ορισμένες διατάξεις που αφορούν το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας και την παράγραφο 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 26 σχετικά με ορισμένες διατάξεις που αφορούν τη Δανία, ο παρών κανονισμός δεν παρέχει κανένα δικαίωμα και δεν επιβάλλει καμία υποχρέωση σε μη συμμετέχον κράτος μέλος·

(2) ότι ο κανονισμός του Συμβουλίου ορίζει τα όρια και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) δικαιούται να επιβάλλει πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές σε επιχειρήσεις λόγω μη συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τους κανονισμούς και τις αποφάσεις της·

(3) ότι το άρθρο 6 παράγραφος 2 του κανονισμού του Συμβουλίου παρέχει στην ΕΚΤ την κανονιστική εξουσία να καθορίζει τους όρους εφαρμογής των κυρώσεων σύμφωνα με τον κανονισμό του Συμβουλίου·

(4) ότι άλλοι κανονισμοί του Συμβουλίου ή της ΕΚΤ μπορεί να προβλέπουν ειδικές κυρώσεις σε ειδικούς τομείς και να παραπέμπουν στον παρόντα κανονισμό για τις αρχές και τις διαδικασίες που αφορούν την επιβολή των εν λόγω κυρώσεων·

(5) ότι, κατά την εκτέλεση της διαδικασίας καθορισμού της εφαρμοστέας κύρωσης, η ΕΚΤ πρέπει να εξασφαλίζει τη μεγαλύτερη δυνατή τήρηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης των τρίτων μερών, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου και τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ιδιαίτερα την υπάρχουσα νομολογία όσον αφορά τις εξουσίες διερεύνησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στον τομέα του ανταγωνισμού·

(6) ότι δεν υπάρχουν νομικά κωλύματα στις ανταλλαγές πληροφοριών στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) σχετικά με τον εντοπισμό παραβάσεων των κανονισμών καν των αποφάσεων της ΕΚΤ·

(7) ότι η αρχή "ne bis in idem" πρέπει να τηρείται όσον αφορά την κίνηση διαδικασιών σε περίπτωση παραβάσεων·

(8) ότι οι κανόνες που διέπουν τις εξουσίες της ΕΚΤ και της αρμόδιας εθνικής κεντρικής τράπεζας στο πλαίσιο της διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων, πρέπει να εξασφαλίζουν την αποτελεσματική διεξαγωγή διεξοδικής εξέτασης της εικαζόμενης παράβασης και παράλληλα να προβλέπουν υψηλό επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων υπεράσπισης της ενδιαφερόμενης επιχείρησης, καθώς και τον εμπιστευτικό χαρακτήρα της διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων·

(9) ότι μπορεί να χρειαστεί η συνδρομή των αρχών των κρατών μελών, προκειμιένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική άσκηση των εξουσιών της ΕΚΤ και της αρμόδιας εθνικής κεντρικής τράπεζας για την εκτέλεση της διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων·

(10) ότι η ενδιαφερόμενη επιχείρηση έχει το δικαίωμα να αναπτύξει προφορικά τις απόψεις της αφού ολοκληρωθεί το στάδιο διερεύνησης της διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων, εφόσον αυτό πραγματοποιείται, και αφού έχει λάβει τα αποτελέσματα της διερεύνησης σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά και την κοινοποίηση των ενστάσεων·

(11) ότι η διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεων εκτελείται βάσει των αρχών του εμπιστευτικού χαρακτήρα και του επαγγελματικού απορρήτου· ότι ο εμπιστευτικός χαρακτήρας ή το επαγγελματικό απόρρητο δεν θίγουν τα δικαιώματα υπεράσπισης της ενδιαφερόμενης επιχείρησης·

(12) ότι μία απόφαση σχετικά με παράβαση μπορεί να υπόκειται σε περαιτέρω έλεγχο από το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ· ότι πρέπει να οριστούν οι διαδικαστικές συνθήκες υπό τις οποίες θα πραγματοποιείται ο εν λόγω περαιτέρω έλεγχος·

(13) ότι η ΕΚΤ, αποσκοπώντας στην ενίσχυση της διαφάνειας και της αποτελεσματικότητας των εξουσιών της για επιβολή κυρώσεων, δύναται να αποφασίσει να δημοσιεύσει τις τελικές της αποφάσεις σχετικά με τις κυρώσεις ή κάθε σχετική πληροφορία· ότι, ενόψει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των χρηματοπιστωτικών αγορών, η δημοσίευση μίας απόφασης για την επιβολή κύρωσης είναι ένα εξαιρετικό μέτρο το οποίο λαμβάνει η ΕΚΤ μόνο αφού εξετάσει δεόντως τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, τις ενδεχόμενες επιπτώσεις μίας τέτοιας απόφασης στη φήμη της ενδιαφερόμενης επιχείρησης και τα νόμιμα επιχειρηματικά συμφέροντα της τελευταίας· ότι μία τέτοια απόφαση δημοσίευσης πρέπει να τηρεί την αρχή της μη διακρίσεως και να εγγυάται την παροχή ίσων όρων· ότι, στο πλαίσιο αυτό, είναι επιθυμητό να πραγματοποιούνται διαβουλεύσεις με τις αρμόδιες εποπτικές αρχές πριν από τη λήψη απόφασης για δημοσίεση· ότι η δημοσίευση μίας απόφασης για την επιβολή κύρωσης δεν αποκαλύπτει, σε καμία περίπτωση, πληροφορίες εμπιστευτικού χαρακτήρα·

(14) ότι κάθε απόφαση που επιβάλλει χρηματικές υποχρεώσεις πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο 256 της συνθήκης· ότι οι εθνικές κεντρικές τράπεζες δύνανται να εξουσιοδοτούνται να λάβουν κάθε μέτρο που κρίνεται αναγκαίο για το σκοπό αυτό·

(15) ότι, προκειμένου να εξασφαλίζεται η χρηστή και αποτελεσματική διαχείριση, κρίνεται σκόπιμο να προβλεφθεί απλοποιημένη διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεων για την επιβολή κυρώσεων όσον αφορά παραβάσεις ήσσονος σημασίας·

(16) ότι ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στην περίπτωση μη συμμόρφωσης που προβλέπεται από το άρθρο 7 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2531/98 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με την εφαρμογή ελάχιστων αποθεματικών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα(2) (εφεξής καλούμενου "κανονισμός του Συμβουλίου για τα ελάχιστα αποθεματικά") εντός των ορίων και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο ίδιο άρθρο 7 παράγραφος 2· ότι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περίπτωσης μη συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις περί ελάχιστων αποθεματικών, όπως ορίζεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 του κανονισμού του Συμβουλίου για τα ελάχιστα αποθεματικά, δικαιολογούν τη θέσπιση ειδικού νομικού καθεστώτος που προβλέπει την εκτέλεση ταχείας διαδικασίας για την επιβολή κυρώσεων, χωρίς ταυτόχρονα να παραβιάζονται τα δικαιώματα υπεράσπισης της ενδιαφερόμενης επιχείρησης·

(17) ότι η ΕΚΤ, κατά την άσκηση των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2533/98 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με τη συλλογή στατιστικών πληροφοριών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα(3) ενεργεί σύμφωνα με τον κανονισμό του Συμβουλίου και τον παρόντα κανονισμό,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ο όρος "αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα" έχει την έννοια της εθνικής κεντρικής τράπεζας του κράτους μέλους στη δικαιοδοσία του οποίου εμπίπτει η εικαζόμενη παράβαση. Οι υπόλοιποι χρησιμοποιούμενοι όροι έχουν την ίδια έννοια με αυτήν που ορίζεται στο άρθρο 1 του κανονισμού του Συμβουλίου.

Άρθρο 2

Κίνηση της διαδικασίας σε περίπτωση παραβιάσεων

1. Κατά της ίδιας επιχείρησης και με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά κινείται μία και μόνον διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεων. Για το σκοπό αυτό, καμία απόφαση κίνησης ή όχι διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων δεν λαμβάνεται από την εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ ή από την αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα, έως ότου ολοκληρωθεί η μεταξύ τους ενημέρωση και διαβούλευση.

2. Πριν ληφθεί απόφαση για την κίνηση διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων, η ΕΚΤ ή/και η αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα δύνανται να ζητούν από την ενδιαφερόμενη επιχείρηση κάθε πληροφορία σχετικά με την εικαζόμενη παράβαση.

3. Η εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ ή η αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, έχουν το δικαίωμα, εάν ζητηθεί, μεταξύ τους συνδρομής και συνεργασίας κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων, διαβιβάζοντας ιδίως κάθε πληροφορία που μπορεί να κριθεί χρήσιμη.

4. Εκτός εάν συμφωνηθεί διαφορετικά μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, κάθε επικοινωνία μεταξύ της ΕΚΤ ή της αρμόδιας εθνικής κεντρικής τράπεζας, ανάλογα με την περίπτωση, και της ενδιαφερόμενης επιχείρησης πραγματοποιείται στην επίσημη κοινοτική γλώσσα (ή σε μία από τις επίσημες κοινοτικές γλώσσες) του κράτους μέλους στη δικαιοδοσία του οποίου εμπίπτει η εικαζόμενη παράβαση.

Άρθρο 3

Εξουσίες της ΕΚΤ και της αρμόδιας εθνικής κεντρικής τράπεζας

1. Οι εξουσίες που εκχωρεί ο κανονισμός του Συμβουλίου στην ΕΚΤ και στην αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα για τη διεξαγωγή διερεύνησης, περιλαμβάνουν, για το σκοπό της συγκέντρωσης κάθε πληροφορίας που σχετίζεται με την εικαζόμενη παράβαση, το δικαίωμα αναζήτησης στοιχείων και το δικαίωμα διεξαγωγής έρευνας χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση.

2. Οι υπάλληλοι της ΕΚΤ ή της αρμόδιας εθνικής κεντρικής τράπεζας, ανάλογα με την περίπτωση, οι οποίοι είναι εξουσιοδοτημένοι, σύμφωνα με τους αντίστοιχους εσωτερικούς κανονισμούς, να διεξάγουν έρευνες στις εγκαταστάσεις της ενδιαφερόμενης επιχείρησης, ασκούν τις αρμοδιότητές τους κατόπιν επίδειξης επίσημης έγγραφης άδειας που έχει εκδοθεί σύμφωνα με τους εν λόγω εσωτερικούς κανονισμούς.

3. Σε κάθε αίτημα που υποβάλλεται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση με βάση τις εξουσίες που έχουν εκχωρηθεί στην ΕΚΤ ή στην αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, προσδιορίζεται το αντικείμενο και ο σκοπός της εξέτασης.

Άρθρο 4

Συνδρομή από τις αρχές των κρατών μελών

1. Η συνδρομή των αρχών των κρατών μελών δύναται να ζητηθεί από την ΕΚΤ ή την αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, ως προληπτικό μέτρο.

2. Καμία αρχή κράτους μέλους δεν δύναται να υποκαθιστά την ΕΚΤ ή την αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, όσον αφορά την εκτίμηση της ανάγκης για διενέργεια εξέτασης.

Άρθρο 5

Κοινοποίηση των ενστάσεων

1. Η ΕΚΤ ή η αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, κοινοποιεί γραπτώς στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση τα αποτελέσματα των διεξαχθεισών διερευνήσεων ως προς τα πραγματικά περιστατικά, καθώς και τις ενστάσεις που προβάλλονται κατά της ενδιαφερόμενης επιχείρησης, πριν ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση για την επιβολή κύρωσης.

2. Η ΕΚΤ ή η αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, κατά την κοινοποίηση των ενστάσεων, ορίζει προθεσμία εντός της οποίας η ενδιαφερόμενη επιχείρηση μπορεί να γνωστοποιήσει γραπτώς στην ΕΚΤ ή την αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, τις απόψεις της σχετικά με τις προβληθείσες ενστάσεις, με την επιφύλαξη της δυνατότητας να αναπτύξει τις απόψεις αυτές στο πλαίσιο ακρόασης, εάν αυτό ζητηθεί στις γραπτές της παρατηρήσεις. Η προθεσμία αυτή είναι τουλάχιστον 30 εργάσιμων ημερών και αρχίζει να ισχύει από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ανωτέρω.

3. Έπειτα από την απάντηση που λαμβάνει από την ενδιαφερόμενη επιχείρηση, η ΕΚΤ ή η αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, αποφασίζει εάν είναι αναγκαία η διεξαγωγή πρόσθετων διερευνήσεων, προκειμένου να διευκρινιστούν άλλα εκκρεμή ζητήματα. Μία συμπληρωματική κοινοποίηση ενστάσεων, σύμφωνα με την παράγραφο 1 ανωτέρω, αποστέλλεται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση μόνο εάν τα αποτελέσματα της περαιτέρω διερεύνησης της ΕΚΤ ή της αρμόδιας εθνικής κεντρικής τράπεζας, ανάλογα με την περίπτωση, φέρουν στο φως νέα πραγματικά περιστατικά σε βάρος της ενδιαφερόμενης επιχείρησης ή τροποποιούν τα αποδεικτικά στοιχεία των αμφισβητούμενων παραβάσεων.

4. Η ΕΚΤ, στην απόφασή της να επιβάλει κύρωση, λαμβάνει υπόψη μόνον τις ενστάσεις που έχουν κοινοποιηθεί κατά τον τρόπο που περιγράφεται στην παράγραφο 1 ανωτέρω και σχετικά με τις οποίες έχει δοθεί στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση η ευκαιρία να γνωστοποιήσει τις απόψεις της.

Άρθρο 6

Δικαιώματα και υποχρεώσεις της ενδιαφερόμενης επιχείρησης

1. Η ενδιαφερόμενη επιχείρηση συνεργάζεται με την ΕΚΤ ή την αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, κατά το στάδιο διερεύνησης της διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων. Η ενδιαφερόμενη επιχείρηση έχει συγκεκριμένα το δικαίωμα να υποβάλει κάθε έγγραφο, βιβλίο ή μητρώο, ή αντίγραφα ή αποσπάσματα αυτών, και να παράσχει κάθε γραπτή ή προφορική εξήγηση.

2. Η παρακώλυση, η μη συμμόρφωση ή η μη εκτέλεση από την ενδιαφερόμενη επιχείρηση καθηκόντων που επιβάλλει η ΕΚΤ ή η αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, κατά την άσκηση των εξουσιών της στο πλαίσιο της διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων, δύνανται να συνιστούν επαρκείς λόγους για την κίνηση διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού και να συνεπάγονται την επιβολή περιοδικών χρηματικών ποινών.

3. Η ενδιαφερόμενη επιχείρηση έχει το δικαίωμα νομίμου εκπροσώπησης καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων.

4. Η ενδιαφερόμενη επιχείρηση, αφού ενημερωθεί σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 ανωτέρω, έχει το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα και στο λοιπό υλικό που έχει συγκεντρωθεί από την ΕΚΤ ή την αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, που χρησιμοποιούνται ως βάση για την απόδειξη της εικαζόμενης παράβασης.

5. Εάν η ενδιαφερόμενη επιχείρηση ζητήσει στις γραπτές της παρατηρήσεις να αναπτύξει τις απόψεις της και κατά τη διάρκεια ακρόασης, αυτό πραγματοποιείται, στην καθορισμένη ημερομηνία, από πρόσωπα που ορίζονται για το σκοπό αυτό από την ΕΚΤ ή την αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση. Οι ακροάσεις πραγματοποιούνται στις εγκαταστάσεις της ΕΚΤ ή της αρμόδιας εθνικής κεντρικής τράπεζας. Οι ακροάσεις δεν είναι δημόσιες. Τα πρόσωπα εξετάζονται χωριστά ή παρουσία άλλων προσώπων τα οποία έχουν κληθεί να παραστούν. Η ενδιαφερόμενη επιχείρηση δύναται να προτείνει, σε λογικά πλαίσια, να προβεί η ΕΚΤ ή η αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, σε ακρόαση προσώπων που μπορούν να επιβεβαιώσουν οποιαδήποτε πτυχή των γραπτών της παρατηρήσεων.

6. Τα ουσιώδη στοιχεία των δηλώσεων που γίνονται από κάθε πρόσωπο που εξετάζεται καταγράφονται σε πρακτικά, τα οποία το πρόσωπο αυτό διαβάζει και εγκρίνει μόνο εφόσον το περιεχόμενό τους αφορά τις δηλώσεις του.

7. Πληροφορίες και αιτήσεις για παράσταση σε ακρόαση από την ΕΚΤ ή την αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, διαβιβάζονται στους αποδέκτες με συστημένη επιστολή με αποδεικτικό παραλαβής ή παραδίδονται ιδιοχείρως έναντι απόδειξης παραλαβής.

Άρθρο 7

Εμπιστευτικός χαρακτήρας της διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων

1. Η διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεων εκτελείται βάσει των αρχών του εμπιστευτικού χαρακτήρα και του επαγγελματικού απορρήτου.

2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 6 παράγραφος 4 ανωτέρω, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση δεν έχει πρόσβαση σε έγγραφα ή σε άλλο υλικό της ΕΚΤ ή της αρμόδιας εθνικής κεντρικής τράπεζας που θεωρούνται εμπιστευτικά σε σχέση με τρίτους ή την ΕΚΤ ή την αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα. Στα ανωτέρω περιλαμβάνονται ιδίως έγγραφα ή άλλο υλικό που περιέχει πληροφορίες σχετικά με τα επιχειρηματικά συμφέροντα άλλων επιχειρήσεων, ή εσωτερικά έγγραφα της ΕΚΤ, της αρμόδιας εθνικής κεντρικής τράπεζας, άλλων κοινοτικών οργάνων ή φορέων, ή άλλων εθνικών κεντρικών τραπεζών, όπως σημειώματα, σχέδια εγγράφων και άλλα έγγραφα εργασίας.

Άρθρο 8

Έλεγχος της απόφασης από το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ

1. Το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ δύναται να ζητεί από την ενδιαφερόμενη επιχείρηση, την εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ ή/και την αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα να παράσχουν πρόσθετες πληροφορίες, προκειμένου να ελεγχθεί η απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ.

2. Το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ ορίζει προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να παρασχεθούν οι πληροφορίες, η οποία είναι τουλάχιστον δέκα εργάσιμων ημερών.

Άρθρο 9

Εκτέλεση της απόφασης

1. Από τη στιγμή που η απόφαση για την επιβολή κύρωσης καθίσταται οριστική, το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ, έπειτα από διαβουλεύσεις με τις αρμόδιες εθνικές εποπτικές αρχές, δύναται να αποφασίσει να δημοσιεύσει την απόφαση ή τις σχετικές πληροφορίες στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Σε κάθε απόφαση δημοσίευσης λαμβάνεται υπόψη το νόμιμο συμφέρον της ενδιαφερόμενης επιχείρησης να προστατεύει τα επιχειρηματικά της συμφέροντα, καθώς και κάθε άλλο ατομικό συμφέρον.

2. Η απόφαση της ΕΚΤ προσδιορίζει τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να γίνει η πληρωμή του ποσού της κύρωσης.

3. Η ΕΚΤ δύναται να ζητεί από την εθνική κεντρική τράπεζα του κράτους μέλους στη δικαιοδοσία του οποίου πρόκειται να εκτελεστεί η κύρωση, να θεσπίσει όλα τα απαραίτητα μέτρα για το σκοπό αυτό.

4. Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες υποβάλλουν αναφορά στην ΕΚΤ σχετικά με την εκτέλεση της κύρωσης.

5. Η ΕΚΤ φυλάσσει κάθε πληροφορία σχετικά με τον καθορισμό και την εκτέλεση της κύρωσης σε αρχείο που τηρείται για πέντε έτη τουλάχιστον από την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση για την επιβολή της κύρωσης καθίσταται οριστική. Για να εκπληρώσει η ΕΚΤ αυτή την υποχρέωση, η αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα διαβιβάζει στην ΕΚΤ όλα τα πρωτότυπα έγγραφα και το υλικό που έχει στην κατοχή της σχετικά με τη διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεων.

Άρθρο 10

Απλοποιημένη διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεων ήσσονος σημασίας

1. Στην περίπτωση παράβασης ήσσονος σημασίας, η εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ δύναται να αποφασίσει να εφαρμόσει απλοποιημένη διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεων. Η επιβαλλόμενη ποινή σύμφωνα με τη διαδικασία αυτή δεν υπερβαίνει τα 25000 ευρώ.

2. Η απλοποιημένη διαδικασία συνίσταται στα εξής στάδια:

α) η εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ κοινοποιεί στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση την εικαζόμενη παράβαση·

β) η κοινοποίηση περιλαμβάνει όλα τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν αποδεικτικά στοιχεία της εικαζόμενης παράβασης και την αντίστοιχη κύρωση·

γ) η κοινοποίηση ενημερώνει την ενδιαφερόμενη επιχείρηση για το γεγονός ότι εφαρμόζεται η απλοποιημένη διαδικασία και για το δικαίωμά της να ασκήσει ένσταση κατά της διαδικασίας αυτής εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης, και

δ) εάν η ένσταση ασκηθεί εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο στοιχείο γ) ανωτέρω, θεωρείται ότι κινείται η διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεων και αρχίζει, με την εκπνοή της προθεσμίας που ορίζεται στο στοιχείο γ) ανωτέρω, η προθεσμία των 30 εργάσιμων ημερών εντός της οποίας η ενδιαφερόμενη επιχείρηση δύναται να ασκήσει το δικαίωμα να αναπτύξει προφορικά τις απόψεις της. Εάν δεν ασκηθεί ένσταση εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο στοιχείο γ) ανωτέρω, η απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ για την επιβολή κύρωσης καθίσταται οριστική.

3. Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της διαδικασίας που προβλέπεται στην περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις περί ελάχιστων αποθεματικών, όπως ορίζεται στο άρθρο 11 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 11

Διαδικασία σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις περί ελάχιστων αποθεματικών

1. Στην περίπτωση μη συμμόρφωσης όπως προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 του κανονισμού του Συμβουλίου για τα ελάχιστα αποθεματικά, το άρθρο 2 παράγραφοι 1 και 3, τα άρθρα 3, 4 και 5 και το άρθρο 6, εξαιρουμένης της παραγράφου 3, του παρόντος κανονισμού δεν εφαρμόζονται. Η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 μειώνεται σε πέντε εργάσιμες ημέρες.

2. Η εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ δύναται να καθορίζει και να δημοσιοποιεί τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία θα εφαρμόσει τις κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 του κανονισμού του Συμβουλίου για τα ελάχιστα αποθεματικά. Αυτά τα κριτήρια δύνανται να δημοσιεύονται με ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

3. Προτού επιβληθεί οποιαδήποτε κύρωση σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 του κανονισμού του Συμβουλίου για τα ελάχιστα αποθεματικά, η εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ ή, εξ ονόματος αυτής, η αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα κοινοποιεί στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση την εικαζόμενη μη συμμόρφωση και την αντίστοιχη κύρωση. Η κοινοποίηση περιέχει όλα τα πραγματικά περιστατικά που αφορούν την εικαζόμενη μη συμμόρφωση και ενημερώνει επίσης την ενδιαφερόμενη επιχείρηση ότι, εκτός εάν υποβάλει ενστάσεις, η κύρωση θεωρείται ότι επιβάλλεται με απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ.

4. Από την παραλαβή της κοινοποίησης, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση διαθέτει πέντε εργάσιμες ημέρες προκειμένου:

- να αναγνωρίσει την εικαζόμενη μη συμμόρφωση και να συμφωνήσει να καταβάλει το ποσό της επιβληθείσας κύρωσης, οπότε θεωρείται ότι η διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεων έχει ολοκληρωθεί, ή

- να υποβάλει οιαδήποτε γραπτή πληροφορία, εξήγηση ή ένσταση μπορεί να θεωρηθεί σημαντική για τη λήψη απόφασης σχετικά με την επιβολή ή όχι της κύρωσης. Η ενδιαφερόμενη επιχείρηση δύναται επίσης να επισυνάψει κάθε σχετικό έγγραφο ως απόδειξη του περιεχομένου της απάντησής της. Η αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα διαβιβάζει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, το φάκελο στην εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ, η οποία αποφασίζει στη συνέχεια εάν θα επιβάλει ή όχι κυρώσεις.

5. Εάν δεν υποβληθούν γραπτές ενστάσεις από την ενδιαφερόμενη επιχείρηση εντός της ορισθείσας προθεσμίας, θεωρείται ότι η κύρωση επιβάλλεται με απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ. Από τη στιγμή που η απόφαση καθίσταται οριστική σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού του Συμβουλίου, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση επιβαρύνεται με το ποσό της κύρωσης που ορίζεται στην κοινοποίηση.

6. Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 4, πρώτη περίπτωση και στην παράγραφο 5 ανωτέρω, η ΕΚΤ ή η αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα, εξ ονόματος της ΕΚΤ, ανάλογα με την περίπτωση, ενημερώνει γραπτώς τις αρμόδιες εποπτικές αρχές.

Άρθρο 12

Προθεσμίες

1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 4 του κανονισμού του Συμβουλίου, οι προθεσμίες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό αρχίζουν να ισχύουν από την ημέρα που έπεται της παραλαβής της κοινοποίησης ή της παράδοσής της ιδιοχείρως. Οποιαδήποτε κοινοποίηση από την ενδιαφερόμενη επιχείρηση πρέπει να έχει παραληφθεί από τον αποδέκτη ή να έχει αποσταλεί με συστημένη επιστολή πριν από τη λήξη της σχετικής προθεσμίας.

2. Σε περίπτωση που η προθεσμία εκπνέει Σάββατο, Κυριακή ή αργία, παρατείνεται έως το τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας.

3. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, οι αργίες για την ΕΚΤ είναι αυτές που καθορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού, ενώ οι αργίες που αφορούν τις εθνικές κεντρικές τράπεζες είναι εκείνες που καθορίζονται από τη νομοθεσία του εκάστοτε κράτους μέλους, στο οποίο είναι εγκατεστημένη η ενδιαφερόμενη επιχείρηση. Ο όρος "εργάσιμη ημέρα" ερμηνεύεται αναλόγως. Η ΕΚΤ ενημερώνει το παράρτημα του παρόντος κανονισμού κάθε φορά που αυτό είναι απαραίτητο.

Φραγκφούρτη επί Μάιν, 23 Σεπτεμβρίου 1999.

Για το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ

Willem F. DUISENBERG

Πρόεδρος

(1) ΕΕ L 318 της 27.11.1998, σ. 4.

(2) ΕΕ L 318 της 27.11.1998, σ. 1.

(3) ΕΕ L 318 της 27.11.1998, σ. 8.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (Ενδεικτικό)

Κατάλογος των αργιών (όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 12)

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Επάνω