EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 51998HB0806(03)

Σύσταση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για κανονισμό (ΕΚ) του Συμβουλίου σχετικά με τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για επιβολή κυρώσεων

ΕΕ C 246 της 6.8.1998, σ. 9 έως 12 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

31998Y0806(03)

Σύσταση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για κανονισμό (ΕΚ) του Συμβουλίου σχετικά με τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για επιβολή κυρώσεων

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 246 της 06/08/1998 σ. 0009 - 0012


Σύσταση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για κανονισμό (ΕΚ) του Συμβουλίου σχετικά με τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για επιβολή κυρώσεων (98/C 246/07)

(Υποβλήθηκε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις 7 Ιουλίου 1998)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (εφεξής η «συνθήκη»), και συγκεκριμένα το άρθρο 108 Α παράγραφος 3, καθώς και το άρθρο 34.3 του καταστατικού του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (εφεξής το «καταστατικό»),

τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (εφεξής η «ΕΚΤ»),

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

τη γνώμη της Επιτροπής,

Σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 106 παράγραφος 6 της συνθήκης και στο άρθρο 42 του καταστατικού,

Εκτιμώντας:

(1) ότι ο παρών κανονισμός, σύμφωνα με το άρθρο 34.3 του καταστατικού, σε συνδυασμό με το άρθρο 43.1 του καταστατικού, την παράγραφο 8 του πρωτοκόλλου (αριθ. 11) για ορισμένες διατάξεις που αφορούν το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας και την παράγραφο 2 του πρωτοκόλλου (αριθ. 12) σχετικά με ορισμένες διατάξεις που αφορούν τη Δανία, δεν δημιουργεί δικαιώματα ή υποχρεώσεις σε μη συμμετέχοντα κράτη μέλη 7

(2) ότι το άρθρο 34.3 του καταστατικού απαιτεί από το Συμβούλιο να καθορίσει τα όρια και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η ΕΚΤ δικαιούται να επιβάλλει πρόστιμα και περιοδικές χρηματικές ποινές στις επιχειρήσεις λόγω μη συμμόρφωσης με υποχρεώσεις που απορρέουν από τους κανονισμούς και τις αποφάσεις της 7

(3) ότι παραβάσεις των υποχρεώσεων που απορρέουν από τους κανονισμούς και τις αποφάσεις της ΕΚΤ είναι δυνατόν να σημειωθούν σε διάφορους τομείς που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες της ΕΚΤ 7

(4) ότι κρίνεται σκόπιμο, προκειμένου να εξασφαλιστεί ομοιόμορφη προσέγγιση όσον αφορά την επιβολή των κυρώσεων στους διάφορους τομείς αρμοδιότητας της ΕΚΤ, να περιληφθούν σε έναν και μόνο κανονισμό του Συμβουλίου όλες οι γενικές και διαδικαστικές διατάξεις για την επιβολή αυτών των κυρώσεων 7 ότι άλλοι κανονισμοί του Συμβουλίου προβλέπουν ειδικές κυρώσεις για συγκεκριμένους τομείς και παραπέμπουν στον παρόντα κανονισμό για τις αρχές και τις διαδικασίες που αφορούν την επιβολή των εν λόγω κυρώσεων 7

(5) ότι, προκειμένου να υπάρξει ένα αποτελεσματικό σύστημα διαχείρισης των κυρώσεων, ο παρών κανονισμός πρέπει να παρέχει στην ΕΚΤ κάποια διακριτική ευχέρεια, τόσο όσον αφορά τις σχετικές διαδικασίες όσο και την εφαρμογή τους εντός των ορίων και υπό τις προϋποθέσεις που θεσπίζονται από τον εν λόγω κανονισμό 7 ότι οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού μπορούν να εφαρμοστούν με αποτελεσματικό τρόπο, μόνον εφόσον, τα συμμετέχοντα κράτη μέλη λάβουν τα απαραίτητα μέτρα με σκοπό να εξασφαλίσουν ότι οι αρχές τους διαθέτουν την εξουσία που είναι αναγκαία για να συνεργαστούν πλήρως με την ΕΚΤ και να τη διευκολύνουν κατά την εφαρμογή της διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων, όπως απαιτείται από τον παρόντα κανονισμό, σύμφωνα με το άρθρο 5 της συνθήκης 7

(6) ότι η ΕΚΤ προσφεύγει στις εθνικές τράπεζες προς εκπλήρωση των καθηκόντων του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών (εφεξής το «ΕΣΚΤ») στο βαθμό που αυτό κρίνεται δυνατό και σκόπιμο 7

(7) ότι οι αποφάσεις που, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, επιβάλλουν οικονομικές υποχρεώσεις είναι τίτλοι εκτελεστοί σύμφωνα με το άρθρο 192 της συνθήκης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού:

1. με τον όρο συμμετέχον κράτος μέλος νοείται ένα κράτος μέλος το οποίο έχει υιοθετήσει το ενιαίο νόμισμα σύμφωνα με τη συνθήκη 7

2. με τον όρο εθνική κεντρική τράπεζα νοείται η κεντρική τράπεζα του συμμετέχοντος κράτους μέλους 7

3. με τον όρο επιχειρήσεις νοούνται εκείνα τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού η δημοσίου δικαίου, εξαιρουμένων των δημόσιων προσώπων στο πλαίσιο της άσκησης των δημόσιων εξουσιών τους, σε ένα συμμετέχον κράτος μέλος, τα οποία υπόκεινται στις υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από τους κανονισμούς και τις αποφάσεις της ΕΚΤ και περιλαμβάνουν υποκαταστήματα ή άλλα μονίμως εγκατεστημένα ιδρύματα σε συμμετέχον κράτος μέλος, των οποίων το κεντρικό γραφείο ή η καταστατική έδρα δεν βρίσκεται σε συμμετέχον κράτος μέλος 7

4. με τον όρο παράβαση νοείται οποιαδήποτε περίπτωση κατά την οποία μια επιχείρηση δεν συμμορφώνεται με υποχρέωση που απορρέει από τους κανονισμούς ή τις αποφάσεις της ΕΚΤ 7

5. με τον όρο πρόστιμο νοείται ένα κατ' αποκοπή χρηματικό ποσό που μια επιχείρηση υποχρεούται να καταβάλει ως κύρωση 7

6. με τον όρο περιοδικές χρηματικές ποινές νοούνται τα χρηματικά ποσά, τα οποία, σε περίπτωση διαρκούς παράβασης, μια επιχείρηση υποχρεούται να καταβάλλει περιοδικά ως κύρωση και τα οποία υπολογίζονται για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης μετά την κοινοποίηση στην επιχείρηση της λήψης απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 3.1 παράγραφος 2, του παρόντος κανονισμού, που απαιτεί τη διακοπή της παράβασης 7

7. με τον όρο κυρώσεις νοούνται τα πρόστιμα και οι περιοδικές χρηματικές ποινές που επιβάλλονται ως συνέπεια μίας παράβασης.

Άρθρο 2

Κυρώσεις

1. Τα όρια εντός των οποίων η ΕΚΤ μπορεί να επιβάλλει πρόστιμα και περιοδικές χρηματικές ποινές σε επιχειρήσεις, εκτός από τις περιπτώσεις όπου προβλέπεται διαφορετικά από ειδικούς κανονισμούς του Συμβουλίου, είναι τα ακόλουθα:

α) πρόστιμα: το ανώτατο όριο ορίζεται σε [500 000] ευρώ και

β) περιοδικές χρηματικές ποινές: το ανώτατο όριο ορίζεται σε [10 000] ευρώ για κάθε ημέρα παράβασης. Περιοδικές χρηματικές ποινές είναι δυνατόν να επιβάλλονται για μέγιστο διάστημα έξι μηνών μετά την κοινοποίηση στην επιχείρηση της απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού.

2. Κατά τον καθορισμό της αναγκαιότητας ή μη επιβολής κύρωσης, καθώς και κατά τον καθορισμό της κατάλληλης κύρωσης, η ΕΚΤ ενεργεί βάσει της αρχής της αναλογικότητας.

3. Η ΕΚΤ λαμβάνει υπόψη της, όπου αυτό κρίνεται σκόπιμο, τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, όπως:

α) αφενός, την καλή πίστη και το βαθμό ειλικρίνειας της επιχείρησης όσον αφορά την ερμηνεία και την πλήρωση της υποχρέωσης που απορρέει από κανονισμό η απόφαση της ΕΚΤ, καθώς επίσης και το βαθμό προθυμίας και συνεργασίας που έχει επιδείξει η επιχείρηση ή αφετέρου, οποιαδήποτε ένδειξη εσκεμμένης απάτης εκ μέρους των υπευθύνων της επιχείρησης 7

β) τη σοβαρότητα των συνεπειών της παράβασης 7

γ) την επανάληψη, συχνότητα ή διάρκεια της παράβασης αυτής της επιχείρησης 7

δ) τα οφέλη που απέφερε η παράβαση στην επιχείρηση 7

ε) το οικονομικό μέγεθος της επιχείρησης και

στ) προηγούμενες κυρώσεις που έχουν επιβληθεί από άλλες αρχές στην ίδια επιχείρηση, με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά.

4. Σε κάθε περίπτωση που η παράβαση συνίσταται σε παράλειψη καθήκοντος, η εφαρμογή της κύρωσης δεν απαλλάσσει την επιχείρηση από την υποχρέωση εκτέλεσής του, εκτός εάν η απόφαση που ελήφθη σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 4 του παρόντος κανονισμού ορίζει ρητά το αντίθετο.

Άρθρο 3

Διαδικαστικοί κανόνες

1. Η απόφαση για την κίνηση ή μη της διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων λαμβάνεται από την εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ, η οποία ενεργεί με ίδια πρωτοβουλία ή κατόπιν σχετικής προτάσεως της εθνικής κεντρικής τράπεζας του κράτους μέλους στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του οποίου εμπίπτει η εικαζόμενη παράβαση. Η ίδια απόφαση μπορεί επίσης να ληφθεί με ίδια πρωτοβουλία ή κατόπιν σχετικής προτάσεως της ΕΚΤ, από την εθνική κεντρική τράπεζα του κράτους μέλους στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του οποίου εμπίπτει η εικαζόμενη παράβαση.

Η απόφαση για κίνηση της διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων κοινοποιείται γραπτώς στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση, την αρμόδια εποπτική αρχή και την εθνική κεντρική τράπεζα του κράτους μέλους στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του οποίου εμπίπτει η εικαζόμενη παράβαση ή στην ΕΚΤ. Στην κοινοποίηση αναφέρονται λεπτομερώς οι ισχυρισμοί κατά της επιχείρησης και τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων βασίζονται οι τελευταίοι. Στις περιπτώσεις που κρίνεται σκόπιμο, η απόφαση απαιτεί τη διακοπή της εικαζόμενης παράβασης και ειδοποιεί την ενδιαφερόμενη επιχείρηση για το ενδεχόμενο επιβολής περιοδικής χρηματικής ποινής.

2. Είναι πιθανόν με την απόφαση η επιχείρηση να παραπέμπεται σε διαδικασία για την περίπτωση παραβάσεων. Στο πλαίσιο της εφαρμογής αυτής της διαδικασίας, η ΕΚΤ ή η εθνική κεντρική τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, έχει το δικαίωμα:

α) να απαιτεί την προσκόμιση εγγράφων 7

β) να εξετάζει τα βιβλία και τα μητρώα της επιχείρησης 7

γ) να λαμβάνει αντίγραφα ή αποσπάσματα των βιβλίων και μητρώων και

δ) να λαμβάνει γραπτές ή προφορικές εξηγήσεις.

Σε περίπτωση που μια επιχείρηση παρακωλύει τη διεξαγωγή της διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων, το συμμετέχον κράτος μέλος όπου βρίσκονται οι σχετικές εγκαταστάσεις παρέχει την αναγκαία συνδρομή, συμπεριλαμβανομένης της εξασφάλισης της πρόσβασης της ΕΚΤ ή της εθνικής κεντρικής τράπεζας στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης, προκειμένου να καταστεί δυνατή ή άσκηση των προαναφερθέντων δικαιωμάτων.

3. Η ενδιαφερόμενη επιχείρηση διατηρεί το δικαίωμα να αναπτύξει τις απόψεις της ενώπιον της ΕΚΤ ή της εθνικής κεντρικής τράπεζας, ανάλογα με την περίπτωση. Στην επιχείρηση θα δίδεται προθεσμία τουλάχιστον τριάντα ημερών προκειμένου να παρουσιάσει την υπεράσπισή της.

4. Η εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ, αμέσως μετά από την παραλαβή της σχετικής αίτησης από την εθνική κεντρική τράπεζα με την οποία κινείται η διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεων, ή μετά από διαβουλεύσεις με την εθνική κεντρική τράπεζα του κράτους μέλους στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του οποίου εμπίπτει η εικαζόμενη παράβαση, εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση κρίνοντας κατά πόσο η επιχείρηση έχει διαπράξει παράβαση και ορίζει, ενδεχομένως, την κύρωση που πρέπει να επιβληθεί. Η απόφαση κοινοποιείται γραπτώς στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση, η οποία ενημερώνεται για το δικαίωμα αναθεώρησης που αναφέρεται στην παράγραφο που ακολουθεί. Η απόφαση κοινοποιείται επίσης στις αρμόδιες εποπτικές αρχές και την εθνική κεντρική τράπεζα του κράτους μέλους στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του οποίου εμπίπτει η παράβαση.

5. Η ενδιαφερόμενη επιχείρηση διατηρεί το δικαίωμα να ζητήσει αναθεώρηση της απόφασης της εκτελεστικής επιτροπής από το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ. Η αίτηση αυτή πρέπει να υποβληθεί εντός τριάντα ημερών από τη λήψη της κοινοποίησης της απόφασης και να περιλαμβάνει όλες τις σχετικές πληροφορίες και τους ισχυρισμούς. Η αίτηση πρέπει να απευθύνεται γραπτώς στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ.

6. Η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, η οποία εκδίδεται ως απάντηση σε αίτηση που υποβλήθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 5 ανωτέρω, περιλαμβάνει τους λόγους της απόφασης και κοινοποιείται γραπτώς στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση, την αρμόδια εποπτική αρχή της εν λόγω επιχείρησης και την εθνική κεντρική τράπεζα του κράτους μέλους στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του οποίου εμπίπτει η παράβαση. Με την κοινοποίηση η επιχείρηση ενημερώνεται για το δικαίωμά της δικαστικού ελέγχου. Αν δεν ληφθεί απόφαση από το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ σε διάστημα δύο μηνών από την υποβολή της αίτησης, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση έχει το δικαίωμα να ζητήσει δικαστικό έλεγχο της απόφασης της εκτελεστικής επιτροπής, σύμφωνα με τη συνθήκη.

7. Η απόφαση για την επιβολή κυρώσεων κατά της επιχείρησης δεν εκτελείται προτού αυτή καταστεί οριστική, είτε:

α) μετά την παρέλευση της προθεσμίας των τριάντα ημερών η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 5 ανωτέρω, χωρίς η ενδιαφερόμενη επιχείρηση να υποβάλει αίτηση δικαστικού ελέγχου στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ είτε

β) μετά την κοινοποίηση της απόφασης του διοικητικού συμβουλίου στην επιχείρηση, ή αν παρέλθει η προθεσμία των τριάντα ημερών, η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 6 ανωτέρω, και το διοικητικό συμβούλιο δεν έχει λάβει σχετική απόφαση.

8. Τα έσοδα από τις κυρώσεις που επιβάλλονται από την ΕΚΤ ανήκουν στην ΕΚΤ.

9. Σε περίπτωση που μια παράβαση αφορά αποκλειστικά καθήκον που έχει ανατεθεί στο ΕΣΚΤ σύμφωνα με τη συνθήκη και το καταστατικό, η διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεων μπορεί να κινηθεί μόνο βάσει του παρόντος κανονισμού, ανεξαρτήτως της ύπαρξης οποιουδήποτε εθνικού νόμου ή κανονισμού που ενδεχομένως προβλέπει ξεχωριστή διαδικασία. Εάν μια παράβαση αφορά επίσης έναν ή περισσότερους τομείς εκτός της σφαίρας των αρμοδιοτήτων του ΕΣΚΤ, το δικαίωμα κίνησης της διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων βάσει του παρόντος κανονισμού είναι ανεξάρτητο από οποιοδήποτε δικαίωμα αρμόδιας εθνικής αρχής να κινήσει ξεχωριστές διαδικασίες στους τομείς που δεν εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιοτήτων του ΕΣΚΤ. Αυτή η διάταξη ισχύει υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής του ποινικού δικαίου και των αρμοδιοτήτων προληπτικής εποπτείας στα συμμετέχοντα κράτη μέλη.

10. Τα έξοδα της διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων βαρύνουν την επιχείρηση, εάν κριθεί ότι αυτή έχει διαπράξει παράβαση.

Άρθρο 4

Προθεσμίες

1. Το δικαίωμα λήψης απόφασης για κίνηση διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων, όπως προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό, αποσβέννυται μετά την παρέλευση έτους αφότου καταστεί καταρχάς γνωστή η ύπαρξη της εικαζόμενης παράβασης είτε στην ΕΚΤ, είτε σε εθνική κεντρική τράπεζα του κράτους μέλους, στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του οποίου εμπίπτει η εικαζόμενη παράβαση, και, σε κάθε περίπτωση, πέντε έτη αφότου σημειώθηκε η παράβαση ή σε περίπτωση διαρκούς παράβασης, πέντε έτη μετά το τέλος της παράβασης.

2. Το δικαίωμα λήψης απόφασης για επιβολή κύρωσης για παράβαση, όπως προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό, αποσβέννυται μετά την παρέλευση έτους από τη λήψη της απόφασης για κίνηση της διαδικασίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1.

3. Το δικαίωμα κίνησης της διαδικασίας εκτέλεσης αποσβέννυται έξι μήνες αφότου η απόφαση καταστεί εκτελεστή σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 7.

Άρθρο 5

Δικαστικός έλεγχος

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας διαθέτει απεριόριστη δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 172 της συνθήκης όσον αφορά τον έλεγχο οριστικών αποφάσεων, με τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις.

Άρθρο 6

Γενικές διατάξεις

1. Σε περίπτωση σύγκρουσης των διατάξεων του παρόντος κανονισμού με τις διατάξεις άλλων κανονισμών του Συμβουλίου που παρέχουν στην ΕΚΤ το δικαίωμα επιβολής κυρώσεων, κατισχύουν οι διατάξεις των τελευταίων.

2. Με την επιφύλαξη των ορίων και των προϋποθέσεων που θεσπίζονται στον παρόντα κανονισμό, η ΕΚΤ μπορεί να εκδίδει κανονισμούς προκειμένου να καθορίσει περαιτέρω τους όρους εφαρμογής των κυρώσεων σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, καθώς και να θεσπίζει κατευθυντήριες γραμμές για το συντονισμό και την εναρμόνιση των διαδικασιών όσον αφορά την εφαρμογή της διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων.

Άρθρο 7

Τελικές διατάξεις

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 1999.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός στο σύνολό του και ισχύει άμεσα σε όλα τα κράτη μέλη.

Επάνω