EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 52004XB0731(01)

Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σχετικά με την επιβολή κυρώσεων για παραβάσεις των υποχρεώσεων παροχής στατιστικών στοιχείων της λογιστικής κατάστασης

ΕΕ C 195 της 31.7.2004, σ. 8 έως 9 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)

31.7.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 195/8


ΑΝΑΚΟΊΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ ΣΧΕΤΙΚΆ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΒΟΛΉ ΚΥΡΏΣΕΩΝ ΓΙΑ ΠΑΡΑΒΆΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΧΡΕΏΣΕΩΝ ΠΑΡΟΧΉΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΏΝ ΣΤΟΙΧΕΊΩΝ ΤΗΣ ΛΟΓΙΣΤΙΚΉΣ ΚΑΤΆΣΤΑΣΗΣ

(2004/C 195/10)

1.   Εισαγωγή

Το άρθρο 7 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2533/98 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με τη συλλογή στατιστικών πληροφοριών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (1) ορίζει ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έχει την εξουσία να επιβάλλει κυρώσεις στις μονάδες παροχής στοιχείων που έχουν την υποχρέωση να υποβάλλουν στοιχεία, είναι κάτοικοι ενός συμμετέχοντος κράτους μέλους και δεν συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον εν λόγω κανονισμό ή από τους κανονισμούς ή τις αποφάσεις της ΕΚΤ που καθορίζουν και επιβάλλουν τις υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων στην ΕΚΤ.

Το άρθρο 7 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2533/98 αναφέρει τις μέγιστες κυρώσεις που η ΕΚΤ μπορεί να επιβάλλει στις μονάδες παροχής στοιχείων: στην περίπτωση παράβασης της υποχρέωσης τήρησης των προθεσμιών, χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα 10 000 ευρώ ημερησίως, ενώ το συνολικό πρόστιμο δεν υπερβαίνει τα 100 000 ευρώ· στην περίπτωση που η παρεχόμενη στατιστική πληροφορία είναι λανθασμένη, ελλιπής ή κατά κάποιο τρόπο δεν πληροί την υποχρέωση, πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα 200 000 ευρώ· και στην περίπτωση παράβασης της υποχρέωσης να επιτρέπεται στην ΕΚΤ ή στις εθνικές κεντρικές τράπεζες (ΕθνΚΤ) να προβαίνουν σε επαλήθευση της ακρίβειας και της ποιότητας των παρεχόμενων στατιστικών πληροφοριών, πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα 200 000 ευρώ.

Εντός των ανωτέρω ορίων και προκειμένου να διασφαλίζεται η διαφάνεια της πολιτικής επιβολής κυρώσεων της ΕΚΤ, η παρούσα ανακοίνωση επεξηγεί τις αρχές που θα ακολουθεί η ΕΚΤ, από την περίοδο αναφοράς Δεκεμβρίου 2004 για τις υποχρεώσεις μηνιαίας παροχής στοιχείων και τέταρτου τριμήνου 2004 για τις υποχρεώσεις τριμηνιαίας παροχής στοιχείων, κατά την επιβολή κυρώσεων για παραβάσεις των υποχρεώσεων παροχής στατιστικών στοιχείων της λογιστικής κατάστασης, λόγω μη συμμόρφωσης με τα ελάχιστα πρότυπα που καθορίζονται στο παράρτημα IV του κανονισμού ΕΚΤ/2001/13, της 22ας Νοεμβρίου 2001, σχετικά με την ενοποιημένη λογιστική κατάσταση του τομέα των νομισματικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (2).

2.   Γενικές αρχές

Κυρώσεις μπορούν να επιβάλλονται σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τα ελάχιστα πρότυπα διαβίβασης, συμπεριλαμβανομένων αυτών της τήρησης των προθεσμιών [βλέπε άρθρο 7 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2533/98 και τμήμα 1 του παραρτήματος IV του κανονισμού ΕΚΤ/2001/13], και τα ελάχιστα πρότυπα ακρίβειας και εννοιολογικής συμβατότητας [βλέπε άρθρο 7 παράγραφος 2 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2533/98 και τμήματα 2 έως 4 του παραρτήματος IV του κανονισμού ΕΚΤ/2001/13].

Μια μονάδα παροχής στοιχείων συμμορφώνεται με τα ελάχιστα πρότυπα τήρησης των προθεσμιών εάν υποβάλλει τα στοιχεία της λογιστικής της κατάστασης εντός της προθεσμίας που ορίζει η οικεία ΕθνΚΤ [βλέπε παράρτημα IV τμήμα 1 στοιχείο α)]. Η επαλήθευση της συμμόρφωσης με τα ελάχιστα πρότυπα τήρησης των προθεσμιών θα πραγματοποιείται μόνο εάν η λογιστική κατάσταση πληροί τις τεχνικές προϋποθέσεις παροχής στοιχείων που καθορίζει η ΕθνΚΤ (π.χ. ως προς το μορφότυπο) [βλέπε παράρτημα IV τμήμα 1 στοιχεία β) έως δ)].

Μια μονάδα παροχής στοιχείων συμμορφώνεται με τα ελάχιστα πρότυπα ακρίβειας εάν τα στοιχεία της λογιστικής της κατάστασης πληρούν όλους τους γραμμικούς περιορισμούς (π.χ. τα υποσύνολα αθροίζονται στα σύνολα) και υπάρχει ακολουθία ανάμεσα στα στοιχεία ανεξαρτήτως των διαφορετικών συχνοτήτων παροχής τους.

Μια μονάδα παροχής στοιχείων συμμορφώνεται με τα ελάχιστα πρότυπα εννοιολογικής συμβατότητας εάν τα στοιχεία της λογιστικής της κατάστασης πληρούν τους ορισμούς και τις ταξινομήσεις που ορίζει ο κανονισμός ΕΚΤ/2001/13.

Για παραβάσεις τέτοιου είδους, η μέθοδος καθορισμού της κύρωσης θα στηρίζεται στις αρχές που ορίζονται στα τμήματα 3 και 4 κατωτέρω· αρχικά θα υπολογίζεται ένα βασικό ποσό, το οποίο στη συνέχεια μπορεί να μειώνεται ή να αυξάνεται ανάλογα με τις ελαφρυντικές ή επιβαρυντικές περιστάσεις, όπως αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2532/98 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για επιβολή κυρώσεων (3).

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η ΕΚΤ μπορεί να αποφασίσει να μην επιβάλει κυρώσεις για παράβαση, λόγω ιδιαίτερα σημαντικών ελαφρυντικών περιστάσεων.

Σε περίπτωση διάπραξης σοβαρού παραπτώματος, η ΕΚΤ δεν θα ακολουθεί τις αρχές που ορίζονται στα τμήματα 3 και 4 κατωτέρω, αλλά θα καθορίζει την κύρωση ανάλογα με την περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας και το όριο των 200 000 ευρώ που ορίζεται στο άρθρο 7 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2533/98. Με τον όρο «σοβαρό παράπτωμα» νοούνται οι παραβάσεις που διαπράττουν οι μονάδες παροχής στοιχείων ως προς τις σχετικές τους υποχρεώσεις, όπως εκουσίως εσφαλμένη παροχή στοιχείων ή/και εμφανώς ανεπαρκής επιμέλεια ή συνεργασία. Σοβαρό παράπτωμα συνιστούν ιδίως οι ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

η συστηματική μη συμμόρφωση με τα ελάχιστα πρότυπα αναθεωρήσεων·

β)

η εσφαλμένη παροχή στοιχείων που οφείλεται σε δόλια συμπεριφορά·

γ)

η συστηματική παροχή εσφαλμένων στοιχείων·

δ)

η εμφανέστατη μη συνεργασία με την οικεία ΕθνΚΤ ή/και την ΕΚΤ.

3.   Βασικό ποσό της κύρωσης που επιβάλλεται για παραβάσεις εκτός σοβαρού παραπτώματος

Ο καθορισμός της κύρωσης αρχίζει με τον υπολογισμό ενός βασικού ποσού, το οποίο αντανακλά ποσοτικά στοιχεία. Το βασικό ποσό θα αυξάνεται ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράβασης.

Σε περίπτωση παράβασης της υποχρέωσης τήρησης των προθεσμιών, η σοβαρότητα της παράβασης θα εξαρτάται από την υπολογιζόμενη σε εργάσιμες ημέρες καθυστέρηση σε σχέση με την προθεσμία που ορίζει η οικεία ΕθνΚΤ. Επιπλέον, το ποσό της κύρωσης θα ποικίλει ανάλογα με το οικονομικό μέγεθος της μονάδας παροχής στοιχείων, όπως υπολογίζεται με βάση το σύνολο του ενεργητικού/παθητικού της λογιστικής της κατάστασης.

Σε περίπτωση παροχής ανακριβών ή/και εννοιολογικά μη συμβατών στοιχείων λογιστικής κατάστασης, η σοβαρότητα της παράβασης θα εξαρτάται από το μέγεθος της διαφοράς μεταξύ των εν λόγω στοιχείων και των ακριβών ή/και εννοιολογικά συμβατών στοιχείων. Το ποσό της κύρωσης θα αντικατοπτρίζει επίσης το οικονομικό μέγεθος της μονάδας παροχής στοιχείων. Κατά την αξιολόγηση των παραβάσεων που αφορούν ανακριβή ή/και μη συμβατά από εννοιολογική άποψη στοιχεία, η ΕΚΤ δεν θα λαμβάνει υπόψη σφάλματα στρογγυλοποίησης ή αμελητέα σφάλματα. Επιπλέον, όσον αφορά την εννοιολογική ασυμβατότητα, οι τακτικές αναθεωρήσεις, δηλαδή οι μη συστηματικές αναθεωρήσεις των σειρών που παρέχονται εντός της (μηνιαίας ή τριμηνιαίας) περιόδου η οποία έπεται της πρώτης παροχής στοιχείων, δεν θα θεωρούνται περιπτώσεις εννοιολογικής ασυμβατότητας.

4.   Επιβαρυντικές και ελαφρυντικές περιστάσεις που αφορούν παραβάσεις εκτός σοβαρού παραπτώματος

Θα λαμβάνονται υπόψη επιβαρυντικές ή/και ελαφρυντικές περιστάσεις, οι οποίες μπορεί να συνεπάγονται αύξηση ή μείωση του βασικού ποσού.

Στις επιβαρυντικές περιστάσεις συμπεριλαμβάνονται οι ακόλουθες περιπτώσεις, που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2532/98:

α)

επαναλαμβανόμενες ή/και συχνές παραβάσεις·

β)

άρνηση συνεργασίας ή αναποτελεσματική συνεργασία·

γ)

προηγούμενες κυρώσεις που έχουν επιβληθεί από άλλες αρχές στην ίδια μονάδα παροχής στοιχείων και βασίζονται στα ίδια πραγματικά περιστατικά·

δ)

οφέλη που απέφερε η παράβαση στη μονάδα παροχής στοιχείων.

Στις ελαφρυντικές περιστάσεις συμπεριλαμβάνονται οι ακόλουθες περιπτώσεις, που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2532/98:

α)

επιμέλεια και αποτελεσματική συνεργασία που επιδεικνύει η μονάδα παροχής στοιχείων, ιδιαίτερα εάν η εν λόγω μονάδα εξακολουθεί να παρέχει στοιχεία στην ΕθνΚΤ·

β)

καλή πίστη·

γ)

ειλικρίνεια της μονάδας παροχής στοιχείων κατά την ερμηνεία και την εκπλήρωση των σχετικών υποχρεώσεών της·

δ)

παράβαση που δεν επιφέρει επιπτώσεις (π.χ. όσον αφορά παραβάσεις της υποχρέωσης τήρησης των προθεσμιών, θα επιβάλλεται μικρότερη κύρωση εάν, έστω και καθυστερημένα, η μονάδα παροχής στοιχείων υποβάλλει τα στοιχεία λογιστικής κατάστασης σε χρόνο που επιτρέπει όμως στην ΕθνΚΤ να τα συμπεριλάβει στη διαβίβαση των εθνικών συγκεντρωτικών μεγεθών στην ΕΚΤ)·

ε)

σπάνιες παραβάσεις.


(1)  ΕΕ L 318 της 27.11.1998, σ. 8.

(2)  ΕΕ L 333 της 17.12.2001, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό ΕΚΤ/2003/10 (ΕΕ L 250 της 2.10.2003, σ. 17).

(3)  ΕΕ L 318 της 27.11.1998, σ. 4.


Επάνω