EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 52011AB0013

Γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Φεβρουαρίου 2011 , σχετικά με τη μεταρρύθμιση της οικονομικής διακυβέρνησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση (CON/2011/13)

ΕΕ C 150 της 20.5.2011, σ. 1 έως 41 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

20.5.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 150/1


ΓΝΏΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 16ης Φεβρουαρίου 2011

σχετικά με τη μεταρρύθμιση της οικονομικής διακυβέρνησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση

(CON/2011/13)

2011/C 150/01

Εισαγωγή και νομική βάση

Στις 29 Νοεμβρίου 2010 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έλαβε αίτημα του Συμβουλίου για τη διατύπωση γνώμης σχετικά με τις ακόλουθες προτάσεις (εφεξής οι «προτάσεις της Επιτροπής»):

1)

πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/97 για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος (εφεξής το «σχέδιο ΔΥΕ») (1),

2)

πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου σχετικά με τις απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών μελών (εφεξής το «σχέδιο οδηγίας για τα δημοσιονομικά πλαίσια») (2),

3)

πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την αποτελεσματική επιβολή της δημοσιονομικής εποπτείας στη ζώνη του ευρώ (εφεξής το «σχέδιο διαδικασίας επιβολής δημοσιονομικής εποπτείας») (3),

4)

πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με κατασταλτικά μέτρα για τη διόρθωση των υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών στην ευρωζώνη (εφεξής το «σχέδιο διαδικασίας υπερβολικών ανισορροπιών») (4),

5)

πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1466/97 για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών (εφεξής το «σχέδιο διαδικασίας δημοσιονομικής εποπτείας») (5),

6)

πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την πρόληψη και τη διόρθωση των υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών (εφεξής το «σχέδιο διαδικασίας για τη μακροοικονομική εποπτεία») (6).

Η αρμοδιότητα της ΕΚΤ για τη διατύπωση γνώμης σχετικά με το σχέδιο ΔΥΕ βασίζεται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 126 παράγραφος 14 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς η επιβολή της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος σχετίζεται με τον πρωταρχικό στόχο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), που είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 127 παράγραφος 1 και 282 παράγραφος 2 της συνθήκης και στο άρθρο 2 του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (εφεξής το «καταστατικό του ΕΣΚΤ»).

Η αρμοδιότητα της ΕΚΤ για τη διατύπωση γνώμης αναφορικά με το σχέδιο οδηγίας για τα δημοσιονομικά πλαίσια, το σχέδιο διαδικασίας επιβολής δημοσιονομικής εποπτείας, το σχέδιο διαδικασίας υπερβολικών ανισορροπιών, το σχέδιο διαδικασίας δημοσιονομικής εποπτείας και το σχέδιο διαδικασίας για τη μακροοικονομική εποπτεία βασίζεται στην πρώτη περίπτωση του άρθρου 127 παράγραφος 4 και στο άρθρο 282 παράγραφος 5 της συνθήκης, καθώς και στην πρώτη περίπτωση του άρθρου 4 στοιχείο α) του καταστατικού, δεδομένου ότι τα ως άνω σχέδια σχετίζονται επίσης με τον προαναφερόμενο πρωταρχικό στόχο του ΕΣΚΤ.

Η παρούσα γνώμη εκδόθηκε από το διοικητικό συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 17.5 πρώτη πρόταση του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Γενικές παρατηρήσεις

1.

Η τρέχουσα κρίση καταδεικνύει σαφέστατα ότι η φιλόδοξη μεταρρύθμιση του πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης υπαγορεύεται από το βαθύτερο και επιτακτικό συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των κρατών μελών και, ιδίως, της ζώνης του ευρώ.

2.

Στο κείμενο που δημοσίευσε η ΕΚΤ στις 10 Ιουνίου 2010 για την ενίσχυση της οικονομικής διακυβέρνησης στη ζώνη του ευρώ («Reinforcing economic governance in the euro area») προτείνεται η ενίσχυση της διακυβέρνησης και των μηχανισμών επιβολής στο πλαίσιο των οικονομικών και δημοσιονομικών πολιτικών στη ζώνη του ευρώ. Προτείνεται επίσης να επεκταθεί σταδιακά η ενίσχυση αυτή σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ.

3.

Η ΕΚΤ σημειώνει ότι η έκθεση της ομάδας εργασίας προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο σχετικά με την ενίσχυση της οικονομικής διακυβέρνησης στην ΕΕ, της 21ης Οκτωβρίου 2010, (εφεξής η «έκθεση της ομάδας εργασίας») περιλαμβάνει σειρά πρόσθετων συστάσεων επί των προτάσεων της Επιτροπής. Η ΕΚΤ, μολονότι συμμετείχε στην ομάδα εργασίας, δεν συναποδέχθηκε όλα τα στοιχεία της εν λόγω έκθεσης.

4.

Οι προτάσεις της Επιτροπής συνιστούν σημαντική διεύρυνση και ενίσχυση του πλαισίου οικονομικής και δημοσιονομικής εποπτείας της ΕΕ και ως ένα βαθμό ενισχύουν τους μηχανισμούς επιβολής στη ζώνη του ευρώ. Ωστόσο, δεν πραγματοποιούν το μεγάλο άλμα στην εποπτεία της ζώνης του ευρώ, το οποίο η ΕΚΤ θεωρεί αναγκαίο για τη διασφάλιση της σταθερότητας και της ομαλής λειτουργίας της. Ομοίως, όπως επισημάνθηκε στις 4 Νοεμβρίου 2010 κατά την εισαγωγική δήλωση στη συνέντευξη Τύπου που ακολουθεί τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, η έκθεση της ομάδας εργασίας αποτελεί για την Ευρωπαϊκή Ένωση ενίσχυση του υφιστάμενου πλαισίου για τη δημοσιονομική και μακροοικονομική εποπτεία. Ωστόσο, το διοικητικό συμβούλιο θεωρεί ότι η έκθεση της ομάδας εργασίας, παρά το αίτημά του, δεν αποτολμά το αναγκαίο μεγάλο άλμα για τη ζώνη του ευρώ.

5.

Η παρούσα γνώμη αντλεί στοιχεία από το προαναφερθέν κείμενο της ΕΚΤ με τίτλο «Reinforcing economic governance in the euro area», από τη συμμετοχή της EKT στην ομάδα εργασίας και από τις απόψεις που διατύπωσε σχετικά με την έκθεση της εν λόγω ομάδας, προκειμένου να προβεί σε μια σειρά υποδείξεων στο κείμενο που προτείνει η Επιτροπή, οι οποίες αφορούν τα στοιχεία που η ΕΚΤ κρίνει αναγκαία προκειμένου να πραγματοποιηθεί το μεγάλο άλμα στην οικονομική διακυβέρνηση της ζώνης του ευρώ. Καμία από αυτές τις προτάσεις δεν συνεπάγεται την ανάγκη τροποποίησης της συνθήκης.

6.

Στο πλαίσιο αυτό η ΕΚΤ σημειώνει ότι μετά την έγκρισή τους οι προτάσεις της Επιτροπής θα αποτελέσουν ένα βασικό μέσο που θα υποχρεώνει την ΕΕ και τα κράτη μέλη να ασκούν υγιείς οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές. Στην περίπτωση της ζώνης του ευρώ δικαιολογείται κατά μείζονα λόγο περαιτέρω ενίσχυση, η οποία αντιστοιχεί στον αυξημένο βαθμό ενοποίησης των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ. Η τρέχουσα κρίση έχει καταδείξει ότι οι εσφαλμένες οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές σε ορισμένα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ, καθώς και η οικονομική αστάθεια που ενδεχομένως αυτές συνεπάγονται, μπορούν άμεσα να προκαλέσουν δυσχέρειες και σε άλλα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ καλεί το νομοθέτη της ΕΕ και τα κράτη μέλη να επωφεληθούν από την τρέχουσα νομοθετική διαδικασία και να προχωρήσουν στην ενίσχυση της δέσμης μέτρων οικονομικής διακυβέρνησης στο μέγιστο επιτροπόμενο από τις ισχύουσες συνθήκες βαθμό. Επιπλέον, η ΕΕ πρέπει να εξετάσει σε ορισμένη χρονική στιγμή τη μεταρρύθμιση της συνθήκης για την περαιτέρω ενίσχυση της οικονομικής διακυβέρνησης.

7.

Για την ΕΚΤ, η έλλειψη επαρκούς αυτοματισμού αποτελεί θεμελιώδες μειονέκτημα των προτάσεων της Επιτροπής. Η ΕΚΤ δέχεται ότι με τις προτάσεις της Επιτροπής αυξάνεται σχετικά ο αυτοματισμός σε σύγκριση με την παρούσα κατάσταση, κυρίως λόγω της υποβολής προτάσεων και όχι συστάσεων από την Επιτροπή στο Συμβούλιο, αλλά και λόγω της καθιέρωσης της αντίστροφης ψηφοφορίας με ειδική πλειοψηφία στο Συμβούλιο. Η ΕΚΤ έχει επίσης επίγνωση του γεγονότος ότι το Συμβούλιο κάνει χρήση της διακριτικής του ευχέρειας βάσει των άρθρων 121 και 126 της συνθήκης, τα οποία αφορούν, αντίστοιχα, την εποπτεία των οικονομικών και δημοσιονομικών πολιτικών και τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος. Στο πλαίσιο αυτό η ΕΚΤ προτείνει στο νομοθέτη της ΕΕ να εξετάσει το ενδεχόμενο αναίρεσης των τροποποιήσεων στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, οι οποίες θεσπίστηκαν το 2005 (7) και διεύρυναν το περιθώριο ευελιξίας που επιτρέπεται στα κράτη μέλη όσον αφορά τις υποχρεώσεις τους βάσει του Συμφώνου.

8.

Σε κάθε περίπτωση, και εκτός από την αύξηση του αυτοματισμού που προαναφέρθηκε, το Συμβούλιο έχει τη δυνατότητα να προβεί σε επίσημη δήλωση, σύμφωνα με την οποία, κατά κανόνα, σε όλες τις διαδικασίες που αφορούν τις προτάσεις τις Επιτροπής, θα ψηφίζει υπέρ της συνέχισης της διαδικασίας, εφόσον αυτό προτείνει ή συστήνει η Επιτροπή στις αντίστοιχες προτάσεις και συστάσεις της και, σε περίπτωση που δεν τηρείται ο εν λόγω κανόνας, θα τεκμηριώνει τους λόγους απόκλισης από αυτόν. Συνεπώς, η μη συνέχιση της διαδικασίας θα αποτελεί την εξαίρεση, την οποία, στη συνέχεια, το Συμβούλιο θα πρέπει να τεκμηριώνει. Παρόλο που οι δηλώσεις δεν είναι δεσμευτικές, το Συμβούλιο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας θα ενεργεί με γνώμονα τη δέσμευση αυτή στο πλαίσιο των διαφόρων διαδικασιών, η οποία για το λόγο αυτόν θα συμβάλλει στην ενίσχυσή τους. Η εν λόγω δήλωση θα ενταχθεί στο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης στην ΕΕ.

9.

Η ΕΚΤ θεωρεί ότι η ως άνω δήλωση θα αποτελεί στοιχείο εκ των ων ουκ άνευ για την ομαλή λειτουργία της οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ. Σε περίπτωση που το Συμβούλιο δεν στηρίζει την εν λόγω δήλωση, η ΕΚΤ προτείνει εναλλακτικά μια δήλωση εκ μέρους της Ευρωομάδας, η οποία θα δεσμεύει τα δεκαεπτά κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ να ψηφίζουν κατά κανόνα υπέρ της συνέχισης της διαδικασίας, ενώ τυχόν αποκλίσεις θα πρέπει να τεκμηριώνονται.

10.

Εξάλλου, στις προτάσεις της Επιτροπής υπάρχουν αρκετά στοιχεία που φανερώνουν έλλειψη αυτοματισμού και τα οποία θα πρέπει να επανεξεταστούν:

α)

το σχέδιο διαδικασίας δημοσιονομικής εποπτείας παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να παρεκκλίνουν από την πορεία προσαρμογής προς την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου σε περίπτωση σοβαρής οικονομικής επιβράδυνσης γενικής φύσης. Δεδομένης της πρωταρχικής σημασίας της δημοσιονομικής βιωσιμότητας, η ΕΚΤ θα συνιστούσε την εξάλειψη τέτοιου είδους ρητρών διαφυγής. Σε περίπτωση διατήρησής τους η ΕΚΤ προτείνει τη ρητή εξάρτηση της ενεργοποίησής τους από τη μη διακινδύνευση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας·

β)

το σχέδιο διαδικασίας επιβολής δημοσιονομικής εποπτείας προβλέπει ότι το Συμβούλιο θα επανεξετάζει τις καταθέσεις, τοκοφόρες και μη, καθώς και τα πρόστιμα που επιβάλλει, λόγω έκτακτων οικονομικών περιστάσεων ή κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος του οικείου κράτους μέλους. Η δυνατότητα της ως άνω επανεξέτασης θα πρέπει να καταργηθεί, καθώς φαίνεται ότι συμβάλλει μόνο στην επιμήκυνση της διαδικασίας και τη δημιουργία επιπλέον φόρτου εργασίας για την Επιτροπή, χωρίς να υφίσταται συγκεκριμένος λόγος, δεδομένου ότι η Επιτροπή και το Συμβούλιο θα έχουν ήδη εξετάσει τις σχετικές περιστάσεις και τα επιχειρήματα του οικείου κράτους μέλους πριν από την επιβολή των οικονομικών μέτρων από το Συμβούλιο·

γ)

γενικότερα, το πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης δεν θα πρέπει να επιβάλλει στην Επιτροπή υποχρεώσεις που θα περιόριζαν την δυνατότητά της να συστήνει ή να προτείνει τη συνέχιση των διαδικασιών. Συγκεκριμένα, η υποχρέωση της Επιτροπής να λαμβάνει υπόψη της τις συζητήσεις εντός του Συμβουλίου δεν θα πρέπει να αποτελεί προϋπόθεση για τη συνέχιση οποιασδήποτε διαδικασίας εκ μέρους της.

11.

Επίσης, η ΕΚΤ προτείνει την αύξηση του αυτοματισμού με τη θέσπιση αντίστροφης ψηφοφορίας του Συμβουλίου, με ειδική πλειοψηφία, όπου αυτό είναι δυνατό, όπως στην περίπτωση γνωμοδοτήσεων του Συμβουλίου επί των προγραμμάτων σταθερότητας και σύγκλισης που καταρτίζονται βάσει του άρθρου 121 παράγραφος 3 της συνθήκης, καθώς και με την προσθήκη διαδικαστικών σταδίων που επιταχύνουν τη διαδικασία αυξάνοντας την πίεση προς τα μη συμμορφούμενα κράτη μέλη. Υπό την έννοια αυτή το άρθρο 121 παράγραφος 4 της συνθήκης επιτρέπει την αύξηση του αυτοματισμού του σχεδίου διαδικασίας δημοσιονομικής εποπτείας. Επίσης, η εφαρμογή του άρθρου 126 παράγραφος 8 της συνθήκης θα μπορούσε να εισάγει ένα στάδιο στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, κατά το οποίο το κράτος μέλος θα υποχρεώνεται να αποδείξει ότι έχει αναλάβει αποτελεσματική δράση για την αποφυγή της επιβολής κυρώσεων.

12.

Στο σχέδιο διαδικασίας εποπτείας και το σχέδιο ΔΥΕ θα μπορούσαν να περιληφθούν πρόσθετα πολιτικά μέτρα, καθώς και μέτρα που άπτονται της υπόληψης του κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης παροχής στοιχείων από το κράτος μέλος και της υποβολής εκθέσεων από το Συμβούλιο στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Επιπροσθέτως, η Επιτροπή, σε συνεργασία με την ΕΚΤ, εφόσον η τελευταία το κρίνει σκόπιμο, προκειμένου για κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ ή κράτη μέλη που συμμετέχουν στον ΜΣΙ ΙΙ, θα πρέπει να διοργανώνει αποστολές στα κράτη μέλη που δεν συμμορφώνονται με τις συστάσεις του Συμβουλίου.

13.

Η ΕΚΤ εκφράζει επίσης τον προβληματισμό της για το γεγονός ότι κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του δείκτη δημοσίου χρέους με την τιμή αναφοράς η εκτίμηση των κρίσιμων παραγόντων γίνεται με μεγάλη επιείκεια. Ενώ θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι κρίσιμοι παράγοντες όταν η Επιτροπή καταρτίζει έκθεση για την ύπαρξη υπερβολικού χρέους και ενώ θα πρέπει να λαμβάνεται ιδιαιτέρως υπόψη η επίδραση των εγγυήσεων που παρέχουν τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Διευκόλυνσης Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας ή ενδεχομένως στο πλαίσιο του μελλοντικού Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, όλοι οι ως άνω παράγοντες θα πρέπει να συνεκτιμώνται μόνον στην περίπτωση που ο δείκτης δημοσίου χρέους μειώνεται σε χρονικό διάστημα τριών ετών σύμφωνα με τις προβλέψεις της Επιτροπής. Τυχόν ελαφρυντικοί κρίσιμοι παράγοντες δεν θα πρέπει ποτέ να οδηγούν στην εκτίμηση ότι ο δείκτης χρέους ενός κράτους μέλους δεν είναι υπερβολικός, όταν υπερβαίνει την τιμή αναφοράς και προβλέπεται ότι θα ακολουθήσει αυξητική τροχιά.

14.

Η παροχή μεγαλύτερου περιθωρίου ευελιξίας κατά την εκτίμηση των ελλειμμάτων στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, ιδίως με τη συνεκτίμηση όλων των κρίσιμων παραγόντων στην περίπτωση που ο δείκτης χρέους βρίσκεται κάτω από την τιμή αναφοράς του 60 % του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ), δεν συνάδει με την ενίσχυση των κανόνων. Ανεξαρτήτως εάν ο δείκτης χρέους βρίσκεται πάνω ή κάτω από το 60 % του ΑΕΠ, οι κρίσιμοι παράγοντες θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όταν εκτιμάται κατά πόσον το έλλειμμα είναι υπερβολικό, στην περίπτωση που ο δείκτης του ελλείμματος, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι εν λόγω παράγοντες, βρίσκεται πλησίον του 3 % του ΑΕΠ και η υπέρβαση της τιμής αναφοράς είναι προσωρινή, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες. Τέλος, η αριθμητική τιμή αναφοράς με βάση την οποία αξιολογείται η μεταβολή του δείκτη δημοσίου χρέους θα πρέπει να χρησιμοποιείται χωρίς καθυστέρηση από την έναρξη ισχύος του κανονισμού.

15.

Στο πλαίσιο του σχεδίου διαδικασίας δημοσιονομικής εποπτείας, η ΕΚΤ προτείνει: α) η ύπαρξη επαρκούς προόδου προς την κατεύθυνση του μεσοπρόθεσμου στόχου να αξιολογείται με βάση μια συνολική εκτίμηση με σημείο αναφοράς το διαρθρωτικό ισοζύγιο, συμπεριλαμβανομένης μιας ανάλυσης των δαπανών χωρίς να υπολογίζονται τα μέτρα διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων· β) ο ρυθμός αύξησης των δημοσίων δαπανών να μην υπερβαίνει κανονικά το προβλεπόμενο μεσοπρόθεσμο ποσοστό αναφοράς δυνητικής αύξησης του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ)· γ) το προβλεπόμενο μεσοπρόθεσμο ποσοστό δυνητικής αύξησης του ΑΕΠ να υπολογίζεται με βάση την κοινή μεθοδολογία που χρησιμοποιεί η Επιτροπή· δ) να λαμβάνεται υπόψη η επίδραση της διάρθρωσης της οικονομικής ανάπτυξης στην αύξηση των εσόδων. Ο κώδικας δεοντολογίας θα πρέπει να θεσπίζει λειτουργικούς ορισμούς των ως άνω στοιχείων (8).

16.

Η ΕΚΤ επιδοκιμάζει θερμά τη θέσπιση της διαδικασίας μακροοικονομικής εποπτείας, η οποία καλύπτει ένα σημαντικό κενό του πλαισίου της οικονομικής διακυβέρνησης. Η νέα αυτή διαδικασία θα πρέπει να επικεντρώνεται σταθερά στα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ που παρουσιάζουν παρατεταμένη μείωση της ανταγωνιστικότητας και υψηλά ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών. Θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη οι δευτερογενείς επιπτώσεις στη ζώνη του ευρώ και οι ειδικές απαιτήσεις για τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της. Δεδομένου του μεταβαλλόμενου ενδεχομένως χαρακτήρα της κρίσης με την πάροδο του χρόνου, ο κατάλογος των δεικτών που χρησιμοποιούνται σε σχέση με τη διαδικασία μπορεί να υφίσταται αλλαγές χωρίς, ωστόσο, να απομακρύνεται από το στόχο της διαδικασίας, ο οποίος συνίσταται στην πρόληψη καταστάσεων που δημιουργούν κινδύνους για την οικονομική, δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα στη ζώνη του ευρώ και στην ΕΕ.

17.

Με τον ορισμό της έννοιας «ανισορροπίες» για τους σκοπούς της διαδικασίας θεσπίζεται ένας μη εξαντλητικός κατάλογος καταστάσεων τις οποίες η διαδικασία αυτή πρέπει να προλαμβάνει. Εξάλλου, η προσθήκη του όρου «αδυναμίες» στην εν λόγω διαδικασία, οι οποίες ορίζονται ως καταστάσεις πιθανής δυσχέρειας κράτους μέλους που ευλόγως καλύπτεται από τη μακροοικονομική εποπτεία της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, πρόκειται να ενισχύσει τον προληπτικό χαρακτήρα της. Θα πρέπει επίσης να διευκρινιστεί ότι οι συστάσεις που εκδίδονται βάσει της διαδικασίας αυτής θα πρέπει να συνάδουν με τις λοιπές διαδικασίες που θεσπίζονται βάσει των άρθρων 121, 126 και 136 της συνθήκης, καθώς και ότι η διαδικασία θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις δεσμεύσεις στο πλαίσιο των συμφωνιών του ΜΣΙ II. Ως προς τις αναφορές στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) στο πλαίσιο της διαδικασίας μακροοικονομικής εποπτείας, μολονότι η ανεξαρτησία του δεν θα επηρεάζεται εάν στην ως άνω διαδικασία λαμβάνονται υπόψη οι προειδοποιήσεις και συστάσεις του, η ΕΚΤ προτείνει την εισαγωγή αναφοράς στην ανάγκη τήρησης του καθεστώτος εμπιστευτικότητας του ΕΣΣΚ.

18.

Επίσης, η διαδικασία μακροοικονομικής εποπτείας θα πρέπει να καθορίζεται από διαφανείς και αποτελεσματικούς μηχανισμούς ενεργοποίησης. Η εκτίμηση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και οι συστάσεις για τη λήψη διορθωτικών μέτρων θα πρέπει να λαμβάνουν ευρεία δημοσιότητα σε όλα τα στάδια της διαδικασίας. Στο σχέδιο διαδικασίας υπερβολικών ανισορροπιών θα πρέπει να προβλεφθεί αυξημένος αυτοματισμός και διαβαθμισμένες οικονομικές κυρώσεις, ιδίως μετά την πρώτη περίπτωση μη συμμόρφωσης κράτους μέλους με τη σύσταση του Συμβουλίου, κατόπιν της οποίας το τελευταίο θα πρέπει πλέον να επιβάλλει τοκοφόρο κατάθεση, χωρίς να απαιτείται επαναλαμβανόμενη μη συμμόρφωση. Η τελευταία περίπτωση θα πρέπει να τιμωρείται με πρόστιμο.

19.

Οι τόκοι που προκύπτουν από τις έντοκες καταθέσεις και τα πρόστιμα που επιβάλλονται στα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ βάσει των προτάσεων της Επιτροπής θα πρέπει να αποδίδονται στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ) που θα ιδρυθεί το 2013, λαμβάνοντας μέριμνα για την εξεύρεση μεταβατικής λύσης μέχρι την ίδρυσή του.

20.

Οι διαδικασίες που προβλέπονται στις προτάσεις τις Επιτροπής θα πρέπει να εφαρμόζονται και να εκτελούνται με συνέπεια. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτό, θα πρέπει να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια για απλότητα, διαφάνεια και προβλεψιμότητα κατά την έκδοση και εφαρμογή των προτεινόμενων κανονισμών. Θα πρέπει να είναι περιορισμένα τα περιθώρια για αποκλίνουσες ερμηνείες ή διαφορές σε ζητήματα που αφορούν υπολογισμούς, ενώ θα πρέπει να αποφεύγονται οι γραφειοκρατικές διαδικασίες.

21.

Η ΕΚΤ προτείνει οι αποστολές της Επιτροπής στο πλαίσιο της δημοσιονομικής και μακροοικονομικής εποπτείας και της διαδικασίας υπερβολικού χρέους να συνεργάζονται με την ΕΚΤ, εφόσον η τελευταία το κρίνει σκόπιμο, προκειμένου για κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ και κράτη μέλη που συμμετέχουν στον ΜΣΙ II. Η συμμετοχή της ΕΚΤ στις αποστολές στην Ελλάδα και την Ιρλανδία αποδείχθηκε χρήσιμη. Η ΕΚΤ αντιλαμβάνεται τη συμμετοχή αυτή ως συνεισφορά της στις οικονομικές πολιτικές και θα την πραγματοποιήσει με την επιφύλαξη της ανεξαρτησίας της κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων της που θεσπίζονται στη συνθήκη.

22.

Η ΕΚΤ θεωρεί, επίσης, αναγκαία τη σύσταση ενός συμβουλευτικού οργάνου αποτελούμενου από πρόσωπα αναγνωρισμένου κύρους σε οικονομικά και δημοσιονομικά θέματα, για την προετοιμασία ανεξάρτητης ετήσιας έκθεσης προς τα θεσμικά όργανα της Ένωσης σχετικά με τη συμμόρφωση του Συμβουλίου και της Επιτροπής, καθώς και της Eurostat, με τις υποχρεώσεις τους βάσει των άρθρων 121 και 126 της συνθήκης και των διαδικασιών που προβλέπονται στις προτάσεις της Επιτροπής. Εφόσον έχει τη δυνατότητα, και υπό την επιφύλαξη των βασικών του καθηκόντων για την προετοιμασία της ανωτέρω έκθεσης, το όργανο αυτό θα πρέπει επίσης να προβαίνει σε ανάλυση συγκεκριμένων οικονομικών ή δημοσιονομικών θεμάτων κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής. Τα καθήκοντα του εν λόγω οργάνου δεν θα πρέπει να θίγουν τις αρμοδιότητες της Επιτροπής, ενώ τα μέλη του πρέπει να απολαύουν πλήρους ανεξαρτησίας. Ο νομοθέτης της ΕΕ θα πρέπει να καθορίσει το διοικητικό καθεστώς και τα χαρακτηριστικά του εν λόγω οργάνου, συμπεριλαμβανομένων των υλικών και ανθρώπινων πόρων του. Το εν λόγω όργανο θα πρέπει να συσταθεί στο πλαίσιο του σχεδίου διαδικασίας δημοσιονομικής εποπτείας, ενώ οι λοιπές προτάσεις της Επιτροπής θα πρέπει να κάνουν αναφορές σε αυτό.

23.

Όσον αφορά το σχέδιο οδηγίας για τα δημοσιονομικά πλαίσια, αν και η ΕΚΤ συμφωνεί με την επιλογή της οδηγίας ως νομικής πράξης, θεωρεί ότι ο σκοπός και η φύση της απαιτούν τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο με τη μεγαλύτερη δυνατή πιστότητα στο κείμενο αυτής. Αυτό ισχύει ιδίως για τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ. Στο πνεύμα αυτό η ΕΚΤ θα χαιρέτιζε μια πολιτική δήλωση εκ μέρους της Ευρωομάδας για την επίτευξη αυτής της ομοιομορφίας στις εθνικές νομοθετικές διατάξεις για τη μεταφορά της οδηγίας, η οποία θα μπορούσε να αποτυπωθεί στις αιτιολογικές σκέψεις.

24.

Η ΕΚΤ θεωρεί, επίσης, ότι θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να απαιτείται από όλα τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ανεξάρτητη παρακολούθηση, ανάλυση και επικύρωση των βασικών στοιχείων των δημοσιονομικών τους πλαισίων. Θα πρέπει να προστεθεί ειδικό κεφάλαιο για τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ, κατά τρόπο ώστε μέσω των διατάξεων της οδηγίας να καθίστανται υποχρεωτικά για τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ τα στοιχεία που κρίθηκαν επιθυμητά στα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 2010 και στην έκθεση της ομάδας εργασίας, καθώς και να παρέχεται η δυνατότητα στα κράτη μέλη εκτός ζώνης ευρώ να τα ενσωματώσουν οικειοθελώς στις έννομες τάξεις τους, πράγμα το οποίο συνιστά μετ’ επιτάσεως η ΕΚΤ. Η δημιουργία ανεξάρτητων δημοσιονομικών συμβουλίων θα πρέπει, μεταξύ των επιθυμητών στοιχείων, να αποτελεί προτεραιότητα της οδηγίας, θα πρέπει δε αυτή να λαμβάνει δεόντως υπόψη τη θέσπιση μιας «εκ των άνω» προσέγγισης, σύμφωνα με την οποία θα προηγείται μια συμφωνία για το συνολικό επίπεδο των δαπανών, το οποίο θα επιμερίζεται στη συνέχεια σε κονδύλια δαπανών για διάφορα υπουργεία ή κρατικούς οργανισμούς.

25.

Όλα τα παραπάνω μέτρα δεν θα πρέπει να εμποδίζουν τα κράτη μέλη να καταρτίζουν αυστηρότερα δημοσιονομικά πλαίσια, θεσπίζοντας επί παραδείγματι κανόνες που απαγορεύουν τα διαρθρωτικά ελλείμματα της γενικής κυβέρνησης πάνω από συγκεκριμένο όριο του ΑΕΠ. Παράλληλα, ο νομοθέτης της ΕΕ θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο πρόβλεψης στην οδηγία, ή σε άλλες νομοθετικές διατάξεις, της υποχρέωσης των κρατών μελών να θεσπίσουν νομοθετικές διατάξεις με σαφή πλαίσια δανεισμού που θα περιέχουν σαφείς ορισμούς και όρια, καθώς αυτό θα συνέβαλλε στην ασφάλεια δικαίου.

26.

Επίσης, η ΕΚΤ προτείνει να υπογραμμιστεί η σπουδαιότητα των διαφανών εθνικών προγνώσεων και των μεθοδολογιών που χρησιμοποιούνται για την κατάρτισή τους. Παράλληλα, οι προγνώσεις της Επιτροπής θα πρέπει να διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στη συγκριτική αξιολόγηση των εθνικών προγνώσεων.

27.

Επιπροσθέτως, όσον αφορά την αποτελεσματικότητά της, η οδηγία θα πρέπει να αναφέρεται ρητά στις συνέπειες που θα συνεπάγεται για τις εθνικές αρχές η μη συμμόρφωσή τους με τους αριθμητικούς δημοσιονομικούς κανόνες, συμπεριλαμβανομένων των μη οικονομικών μέτρων και των οικονομικών κυρώσεων σε εθνικό επίπεδο. Θα πρέπει να επιβάλλεται υποχρέωση εξόφλησης, μεσοπρόθεσμα, του χρέους που υπερβαίνει τα ποσά που είναι ανεκτά από το δημοσιονομικό πλαίσιο. Οι ειδικές περιστάσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται προσωρινή μη συμμόρφωση, εάν τυχόν παρίσταται ανάγκη, θα πρέπει να καθορίζονται με αυστηρότητα. Επίσης, η ΕΚΤ θεωρεί ότι λόγω της προβλεπόμενης έναρξης ισχύος του ΕΜΣ το 2013, θα πρέπει να οριστεί ως προθεσμία για τη μεταφορά της οδηγίας η 31η Δεκεμβρίου του 2012 και όχι η 31 Δεκεμβρίου του 2013.

28.

Όσον αφορά το τμήμα της οδηγίας που αφορά τα στατιστικά στοιχεία, η ΕΚΤ τάσσεται υπέρ της πιο έγκαιρης και αξιόπιστης παροχής ετήσιων και τριμηνιαίων στοιχείων για τους λογαριασμούς του δημοσίου στην Επιτροπή βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2223/96 της 25ης Ιουνίου 1996 περί του ευρωπαϊκού συστήματος εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Κοινότητας (9). Η οδηγία μπορεί να συμβάλει ταυτόχρονα στην πιο έγκαιρη και αξιόπιστη παροχή στοιχείων για τους λογαριασμούς της γενικής κυβέρνησης, υποστηρίζοντας την εφαρμογή δημόσιων λογιστικών συστημάτων που στηρίζονται στην αρχή της πραγματοποίησης των εσόδων/εξόδων και διασυνδέονται με τους εθνικούς λογαριασμούς που βασίζονται στο ΕΣΟΛ 95. Τα λογιστικά συστήματα θα πρέπει να βασίζονται σε διεθνώς παραδεκτά λογιστικά πρότυπα για το δημόσιο τομέα προκειμένου να διασφαλίζεται η εναρμονισμένη αναγνώριση και επιμέτρηση των δημόσιων συναλλαγών.

29.

Όσον αφορά τα στατιστικά στοιχεία σε μελλοντικές νομοθετικές πράξεις, η ΕΚΤ σημειώνει ότι, σύμφωνα και με την έκθεση της ομάδας εργασίας, απαιτείται η λήψη νομοθετικών μέτρων σε επίπεδο ΕΕ προκειμένου να καταστεί νομικά δεσμευτικός ο «κώδικας ορθής πρακτικής για τις ευρωπαϊκές στατιστικές», ενώ, εν τω μεταξύ, επισπεύδεται η πλήρης εφαρμογή του κώδικα, ιδίως όσον αφορά την ποιότητα και τις εντολές συλλογής δεδομένων. Επίσης, οι εξουσίες της Eurostat για την αξιολόγηση και παρακολούθηση των κοινοποιήσεων στο πλαίσιο της ΔΥΕ θα πρέπει να ενισχυθούν περαιτέρω, με έμφαση στα προληπτικά μέτρα για τη βελτίωση της ποιότητας των δημόσιων στατιστικών.

30.

Τέλος, η ΕΚΤ προειδοποιεί ότι οι προτάσεις της Επιτροπής, και ιδίως οι μεταρρυθμίσεις που αφορούν τη ζώνη του ευρώ, θα έχουν ως συνέπεια αυξημένες εργασιακές απαιτήσεις τόσο σε επίπεδο ΕΕ όσο και σε εθνικό επίπεδο, πράγμα που απαιτεί ορθολογική κατανομή ανθρώπινων και υλικών πόρων.

Προτάσεις διατύπωσης

Όπου η ΕΚΤ υποδεικνύει τροποποιήσεις στις προτάσεις της Επιτροπής, το παράρτημα περιλαμβάνει συγκεκριμένες προτάσεις διατύπωσης συνοδευόμενες από την αντίστοιχη αιτιολογία.

Κατά την έκδοση των προτεινόμενων κανονισμών και της προτεινόμενης οδηγίας θα πρέπει στις αιτιολογικές τους σκέψεις να γίνεται αναφορά στην υποβολή της παρούσας γνώμης.

Φρανκφούρτη, 16 Φεβρουαρίου 2011.

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ

Jean-Claude TRICHET


(1)  COM(2010) 522.

(2)  COM(2010) 523.

(3)  COM(2010) 524.

(4)  COM(2010) 525.

(5)  COM(2010) 526.

(6)  COM(2010) 527.

(7)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1055/2005 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2005, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97 για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και το συντονισμό των οικονομικών πολιτικών (ΕΕ L 174 της 7.7.2005, σ. 1) και κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1056/2005 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2005, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97 για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος (ΕΕ L 174 της 7.7.2005, σ. 5).

(8)  «Specifications on the implementation of the Stability and Growth Pact and Guidelines on the format and content of stability and convergence programmes» (Λεπτομερείς ρυθμίσεις για την εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και κατευθυντήριες γραμμές για τη μορφή και το περιεχόμενο των προγραμμάτων σταθερότητας και σύγκλισης), όπως εγκρίθηκε από το Συμβούλιο ECOFIN στις 7 Σεπτεμβρίου 2010.

(9)  ΕΕ L 310 της 30.11.1996, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Προτάσεις διατύπωσης σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/97 για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος

[COM(2010) 522]

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροποποιήσεις που προτείνει η ΕΚΤ (1)

Τροποποίηση 1

Νέες αιτιολογικές σκέψεις

«(7)

Η διαπίστωση της ύπαρξης υπερβολικού ελλείμματος με βάση το κριτήριο του χρέους και τα στάδια που οδηγούν σ’ αυτή θα πρέπει να μην βασίζονται αποκλειστικά στη μη συμμόρφωση με το ενδεικτικό ποσοστό, αλλά να λαμβάνεται πάντοτε υπόψη όλο το φάσμα των κρίσιμων παραγόντων που αναφέρει η Επιτροπή στην έκθεσή της βάσει του άρθρου 126 παράγραφος 3 της Συνθήκης.

(8)

Κατά τη διαπίστωση της ύπαρξης υπερβολικού ελλείμματος με βάση το κριτήριο του ελλείμματος και στα στάδια που οδηγούν σ’ αυτή πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όλο το φάσμα των κρίσιμων παραγόντων που αναφέρονται στην έκθεση βάσει του άρθρου 126 παράγραφος 3 της Συνθήκης, αν ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν δεν υπερβαίνει την τιμή αναφοράς.

(9)

Στην έκθεση της Επιτροπής βάσει του άρθρου 126 παράγραφος 3 θα πρέπει να εξετάζεται δεόντως η ποιότητα του εθνικού φορολογικού πλαισίου, δεδομένου ότι διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στη δημοσιονομική εξυγίανση και τη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών.

(10)

Προκειμένου να διευκολυνθεί ο έλεγχος της συμμόρφωσης με τις συστάσεις και τις ειδοποιήσεις του Συμβουλίου για διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος, αυτές θα πρέπει να θέτουν ετήσιους δημοσιονομικούς στόχους ανάλογους με την απαιτούμενη βελτίωση του κυκλικά προσαρμοσμένου δημοσιονομικού αποτελέσματος χωρίς να υπολογίζονται τα έκτακτα και τα προσωρινά μέτρα.

(11)

Για να αξιολογείται καλύτερα η αποτελεσματικότητα της δράσης θα είναι χρήσιμο να λαμβάνονται ως σημείο αναφοράς οι στόχοι των δαπανών της γενικής κυβέρνησης, σε συνδυασμό με την εφαρμογή των ειδικών μέτρων που προβλέπονται στον τομέα των εσόδων.

(12)

Κατά την αξιολόγηση της σκοπιμότητας παράτασης της προθεσμίας για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος, θα πρέπει να λαμβάνεται ειδικότερα υπόψη η ύπαρξη σοβαρής οικονομικής επιβράδυνσης γενικής φύσεως.»

«(7)

Η διαπίστωση της ύπαρξης υπερβολικού ελλείμματος με βάση το κριτήριο του χρέους και τα στάδια που οδηγούν σ’ αυτή θα πρέπει να βασίζονται στη μη συμμόρφωση με το ενδεικτικό ποσοστό, και να λαμβάνεται υπόψη όλο το φάσμα των κρίσιμων παραγόντων που αναφέρει η Επιτροπή στην έκθεσή της βάσει του άρθρου 126 παράγραφος 3 της Συνθήκης μόνον στην περίπτωση που ο δείκτης δημοσίου χρέους μειώνεται σε χρονικό διάστημα τριών ετών σύμφωνα με τις προβλέψεις της Επιτροπής.

(8)

Κατά τη διαπίστωση της ύπαρξης υπερβολικού ελλείμματος με βάση το κριτήριο του ελλείμματος και στα στάδια που οδηγούν σ’ αυτή πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όλο το φάσμα των κρίσιμων παραγόντων που αναφέρονται στην έκθεση βάσει του άρθρου 126 παράγραφος 3 της Συνθήκης, μόνον εάν ο δείκτης ελλείμματος βρίσκεται πλησίον της τιμής αναφοράς και η υπέρβαση της τιμής αυτής είναι προσωρινή.

(9)

Προκειμένου να διευκολυνθεί ο έλεγχος της συμμόρφωσης με τις συστάσεις και τις ειδοποιήσεις του Συμβουλίου για διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος, οι ετήσιοι δημοσιονομικοί στόχοι για την απαιτούμενη βελτίωση του κυκλικά προσαρμοσμένου δημοσιονομικού αποτελέσματος, χωρίς να υπολογίζονται τα έκτακτα και τα προσωρινά μέτρα, θα πρέπει να συμπληρώνονται από περαιτέρω συγκεκριμένα στοιχεία σύμφωνα με τους εν λόγω διαρθρωτικούς στόχους.

(10)

Η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της δράσης θα πρέπει να βασίζεται στις απαιτούμενες βελτιώσεις στο διαρθρωτικό ισοζύγιο και θα μπορούσε να συμπληρώνεται από τη λήψη των στόχων των δαπανών της γενικής κυβέρνησης ως σημείου αναφοράς, σε συνδυασμό με την εφαρμογή των ειδικών μέτρων που προβλέπονται στον τομέα των εσόδων.

»

Αιτιολογία

Στις αιτιολογικές σκέψεις θα πρέπει ήδη να διευκρινίζεται ότι στο ενισχυμένο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης θα πρέπει να απορρίπτεται κάθε διεύρυνση των περιθωρίων ευελιξίας. Οι λόγοι για τους οποίους επήλθαν οι σχετικές τροποποιήσεις εκτίθενται λεπτομερώς στις γενικές παρατηρήσεις της γνώμης, καθώς και παρακάτω.

Τροποποίηση 1α

Άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο β) του προτεινόμενου κανονισμού

[Άρθρο 2 παράγραφος 1α (νέο) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97]

«1α.   Εφόσον υπερβαίνει την τιμή αναφοράς, ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) θεωρείται ότι μειώνεται επαρκώς και πλησιάζει την τιμή αναφοράς με ικανοποιητικό ρυθμό σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 2 στοιχείο β) της Συνθήκης, αν η διαφορά σε σχέση με την τιμή αναφοράς μειώθηκε κατά την προηγούμενη τριετία με ρυθμό της τάξης του ενός εικοστού κατ’ έτος. Για διάστημα τριών ετών από τις [ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού], λαμβάνεται υπόψη ο αναδρομικός χαρακτήρας του δείκτη αυτού κατά την εφαρμογή του.»

«1α.   Εφόσον υπερβαίνει την τιμή αναφοράς, ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) θεωρείται ότι μειώνεται επαρκώς και πλησιάζει την τιμή αναφοράς με ικανοποιητικό ρυθμό σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 2 στοιχείο β) της Συνθήκης, αν η διαφορά σε σχέση με την τιμή αναφοράς μειώθηκε κατά την προηγούμενη τριετία με ρυθμό της τάξης του ενός εικοστού κατ’ έτος. »

Αιτιολογία

Η ΕΚΤ τάσσεται υπέρ της χρήσης της αριθμητικής τιμής αναφοράς κατά την αξιολόγηση της μεταβολής του δείκτη του χρέους, χωρίς καθυστέρηση από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού.

Τροποποίηση 2

Άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του προτεινόμενου κανονισμού

[Άρθρο 2 παράγραφοι 3 και 4α (νέα) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97]

«3.   Κατά την εκπόνηση της έκθεσης δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 3 της Συνθήκης, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη όλους τους κρίσιμους παράγοντες που αναφέρονται στο άρθρο αυτό. Η έκθεση απεικονίζει δεόντως την εξέλιξη της μεσοπρόθεσμης οικονομικής κατάστασης (ιδίως τη δυνητική ανάπτυξη, τις επικρατούσες κυκλικές συνθήκες, τον πληθωρισμό, τις υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες) και την εξέλιξη της μεσοπρόθεσμης δημοσιονομικής κατάστασης (ιδίως τις προσπάθειες δημοσιονομικής εξυγίανσης κατά τις “ευνοϊκές συγκυρίες”, τις δημόσιες επενδύσεις, την εφαρμογή πολιτικών στο πλαίσιο της κοινής αναπτυξιακής στρατηγικής για την Ένωση και τη συνολική ποιότητα των δημόσιων οικονομικών, ιδίως σε συμμόρφωση με την οδηγία […] του Συμβουλίου σχετικά με τις απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών μελών). Στην έκθεση αναλύονται επίσης οι σημαντικές εξελίξεις της μεσοπρόθεσμης κατάστασης του χρέους (συγκεκριμένα, απεικονίζει δεόντως τους παράγοντες κινδύνου, ιδίως τη διάρθρωση της ληκτότητας του χρέους και το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται αυτό, τις πράξεις αποθεμάτων-ροών, τα συσσωρευμένα αποθεματικά και άλλα περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου· τις εγγυήσεις, ιδίως τις συνδεόμενες με τον χρηματοπιστωτικό κλάδο· τις υποχρεώσεις, άμεσες και έμμεσες, που σχετίζονται με τη δημογραφική γήρανση· και το ιδιωτικό χρέος, στον βαθμό που δύναται να αντιπροσωπεύει έμμεσες ενδεχόμενες υποχρεώσεις για το Δημόσιο). Επιπλέον, η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη οποιονδήποτε άλλο παράγοντα ο οποίος, κατά τη γνώμη του οικείου κράτους μέλους, συμβάλλει στην ολοκληρωμένη ποιοτική αξιολόγηση της υπέρβασης της τιμής αναφοράς και τον οποίον το κράτος μέλος έχει υποβάλει στην Επιτροπή και το Συμβούλιο. Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στις οικονομικές συνεισφορές για την προαγωγή της διεθνούς αλληλεγγύης και την επίτευξη των πολιτικών στόχων της Ένωσης, ιδίως της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

4.   Η Επιτροπή και το Συμβούλιο προβαίνουν σε ισόρροπη συνολική αξιολόγηση όλων των κρίσιμων παραγόντων, και ειδικότερα, του βαθμού στον οποίο επηρεάζουν, ως επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις, την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τα κριτήρια του ελλείμματος ή/και του χρέους.

Κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με βάση το κριτήριο του ελλείμματος, εάν ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ υπερβαίνει την τιμή αναφοράς, οι παράγοντες αυτοί λαμβάνονται υπόψη κατά το στάδιο πριν από τη λήψη της απόφασης για την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος που προβλέπεται στο άρθρο 126 παράγραφοι 4, 5 και 6 της Συνθήκης, μόνο εάν πληρούνται απολύτως και οι δύο προϋποθέσεις της θεμελιώδους αρχής — ότι, για να ληφθούν υπόψη οι κρίσιμοι παράγοντες, το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης πρέπει να παραμένει πλησίον της τιμής αναφοράς και ότι η υπέρβαση της τιμής αυτής είναι προσωρινή.»

«3.   Κατά την εκπόνηση της έκθεσης δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 3 της Συνθήκης, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη όλους τους κρίσιμους παράγοντες που αναφέρονται στο άρθρο αυτό. Η έκθεση απεικονίζει δεόντως την εξέλιξη της μεσοπρόθεσμης οικονομικής κατάστασης (ιδίως τη δυνητική ανάπτυξη, τις επικρατούσες κυκλικές συνθήκες, τον πληθωρισμό, ) και την εξέλιξη της μεσοπρόθεσμης δημοσιονομικής κατάστασης (ιδίως τις προσπάθειες δημοσιονομικής εξυγίανσης κατά τις “ευνοϊκές συγκυρίες”, τις δημόσιες επενδύσεις, την εφαρμογή πολιτικών στο πλαίσιο της κοινής αναπτυξιακής στρατηγικής για την Ένωση και τη συνολική ποιότητα των δημόσιων οικονομικών, ιδίως σε συμμόρφωση με την οδηγία […] του Συμβουλίου σχετικά με τις απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών μελών). Στην έκθεση αναλύονται επίσης οι σημαντικές εξελίξεις της μεσοπρόθεσμης κατάστασης του χρέους (συγκεκριμένα, απεικονίζει δεόντως τους παράγοντες κινδύνου, ιδίως τη διάρθρωση της ληκτότητας του χρέους και το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται αυτό, τις πράξεις αποθεμάτων-ροών, τα συσσωρευμένα αποθεματικά και άλλα περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου· τις εγγυήσεις, ιδίως τις συνδεόμενες με τον χρηματοπιστωτικό κλάδο· τις υποχρεώσεις, άμεσες και έμμεσες, που σχετίζονται με τη δημογραφική γήρανση· και το ιδιωτικό χρέος, στον βαθμό που δύναται να αντιπροσωπεύει έμμεσες ενδεχόμενες υποχρεώσεις για το Δημόσιο). Επιπλέον, η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη οποιονδήποτε άλλο παράγοντα ο οποίος, κατά τη γνώμη του οικείου κράτους μέλους, συμβάλλει στην ολοκληρωμένη ποιοτική αξιολόγηση της υπέρβασης της τιμής αναφοράς και τον οποίον το κράτος μέλος έχει υποβάλει στην Επιτροπή και το Συμβούλιο. Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στις οικονομικές συνεισφορές για την προαγωγή της διεθνούς αλληλεγγύης και την επίτευξη των πολιτικών στόχων της Ένωσης, ιδίως της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

Κατά την εκπόνηση της έκθεσης, η Επιτροπή μπορεί να ζητά πρόσθετα στοιχεία από το οικείο κράτος μέλος.

[…]

4α.   Κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με βάση το κριτήριο του χρέους, οι κρίσιμοι αυτοί παράγοντες λαμβάνονται υπόψη κατά το στάδιο πριν από τη λήψη της απόφασης για την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος που προβλέπεται στις παραγράφους 4, 5 και 6 του άρθρου 126 της συνθήκης, μόνον στην περίπτωση που ο δείκτης δημοσίου χρέους μειώνεται σε χρονικό διάστημα τριών ετών σύμφωνα με τις προβλέψεις της Επιτροπής.

4.   Η Επιτροπή και το Συμβούλιο προβαίνουν σε ισόρροπη συνολική αξιολόγηση όλων των κρίσιμων παραγόντων, και ειδικότερα, του βαθμού στον οποίο επηρεάζουν, ως επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις, την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τα κριτήρια του ελλείμματος ή/και του χρέους.

Κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με βάση το κριτήριο του ελλείμματος, , οι παράγοντες αυτοί λαμβάνονται υπόψη κατά το στάδιο πριν από τη λήψη της απόφασης για την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος που προβλέπεται στο άρθρο 126 παράγραφοι 4, 5 και 6 της Συνθήκης, μόνο εάν πληρούνται απολύτως και οι δύο προϋποθέσεις της θεμελιώδους αρχής — ότι, για να ληφθούν υπόψη οι κρίσιμοι παράγοντες, το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης πρέπει να παραμένει πλησίον της τιμής αναφοράς και ότι η υπέρβαση της τιμής αυτής είναι προσωρινή.»

Αιτιολογία

Η έκθεση της Επιτροπής που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 και αναφέρεται στο άρθρο 126 παράγραφος 3 της συνθήκης φαίνεται να λαμβάνει μεταξύ άλλων υπόψη «υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες», οι οποίες αποτελούν αντικείμενο μιας διαφορετικής πρότασης [COM(2010) 525]. Η ΕΚΤ τάσσεται υπέρ της λογικής και εύλογης συνύπαρξης των διαφορετικών διαδικασιών. Η αναφορά σε «υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες» μπορεί να οδηγήσει σε σύγχυση, δίνοντας την εντύπωση ότι οι προτάσεις COM(2010) 522 και COM(2010) 525 ρυθμίζουν στην ουσία το ίδιο ζήτημα.

Σκοπός της υποχρέωσης παροχής πρόσθετων στοιχείων είναι να αποτελέσει κίνητρο για τη συμμόρφωση του κράτους μέλους, δεδομένου ότι η Επιτροπή πρέπει να εκπονήσει έκθεση για την ύπαρξη δείκτη υπερβολικού ελλείμματος ή υπερβολικού χρέους. Η συμμόρφωση με τις τιμές αναφοράς θα καθιστούσε περιττή την ανάγκη παροχής πρόσθετων στοιχείων.

Παρόλο που κατά την εκπόνηση της έκθεσης της Επιτροπής για την ύπαρξη δείκτη υπερβολικού χρέους θα εξετάζονται όλοι οι κρίσιμοι παράγοντες, αυτοί θα λαμβάνονται υπόψη μόνον στην περίπτωση που ο δείκτης δημοσίου χρέους μειώνεται. Τυχόν ελαφρυντικοί κρίσιμοι παράγοντες δεν θα πρέπει ποτέ να οδηγούν σε αξιολόγηση σύμφωνα με την οποία ο δείκτης χρέους ενός κράτους μέλους δεν είναι υπερβολικός, σε περίπτωση που αυτός υπερβαίνει την τιμή αναφοράς και βρίσκεται σε αυξητική τροχιά.

Τέλος, η αρχή «πλησίον της τιμής αναφοράς και προσωρινή υπέρβασή της» σε σχέση με το κριτήριο του ελλείμματος θα πρέπει να τηρείται ανεξάρτητα από το δείκτη χρέους.

Τροποποίηση 3

Άρθρο 1 παράγραφος 3 στοιχείο δ) του προτεινόμενου κανονισμού

[Άρθρο 3 παράγραφος 4α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97]

«4α.   Εντός της μέγιστης προθεσμίας έξι μηνών που προβλέπεται στην παράγραφο 4, το οικείο κράτος μέλος υποβάλλει στην Επιτροπή και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με τη δράση που ανέλαβε ανταποκρινόμενο στη σύσταση του Συμβουλίου βάσει του άρθρου 126 παράγραφος 7 της Συνθήκης. Στην έκθεση αναφέρονται οι στόχοι για τις δημόσιες δαπάνες και τα μέτρα κατά διακριτική ευχέρεια από πλευράς εσόδων, σύμφωνα με τη σύσταση του Συμβουλίου δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 7 της Συνθήκης, και παρέχονται πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχουν ληφθεί και το είδος των μέτρων που σχεδιάζονται για την επίτευξη των στόχων. Η έκθεση αυτή δημοσιοποιείται.

5.   Εάν έχει αναληφθεί αποτελεσματική δράση σύμφωνα με τη σύσταση δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 7 της Συνθήκης και μετά την έκδοση της σύστασης αυτής προκύψουν απρόβλεπτα αντίξοα οικονομικά συμβάντα με μείζονες αρνητικές επιπτώσεις για τα δημόσια οικονομικά, το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει, με σύσταση της Επιτροπής, να εκδώσει αναθεωρημένη σύσταση δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 7 της Συνθήκης. Με την αναθεωρημένη σύσταση, λαμβανομένων υπόψη των κρίσιμων παραγόντων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού, δύναται ιδίως να παραταθεί η προθεσμία για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος κατά ένα έτος κατά κανόνα. Το Συμβούλιο αξιολογεί την ύπαρξη απρόβλεπτων αντίξοων οικονομικών συμβάντων με μείζονες αρνητικές επιπτώσεις για τα δημόσια οικονομικά σε σχέση με τις οικονομικές προβλέψεις που περιλαμβάνονται στη σύστασή του. Το Συμβούλιο δύναται επίσης να αποφασίσει, με σύσταση της Επιτροπής, την έκδοση αναθεωρημένης σύστασης δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 7 της Συνθήκης σε περίπτωση σοβαρής οικονομικής επιβράδυνσης γενικής φύσεως.»

«4α.   Εντός της μέγιστης προθεσμίας έξι μηνών που προβλέπεται στην παράγραφο 4, το οικείο κράτος μέλος υποβάλλει στην Επιτροπή και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με τη δράση που ανέλαβε ανταποκρινόμενο στη σύσταση του Συμβουλίου βάσει του άρθρου 126 παράγραφος 7 της Συνθήκης. Στην έκθεση αναφέρονται οι στόχοι για τις δημόσιες δαπάνες και τα μέτρα κατά διακριτική ευχέρεια από πλευράς εσόδων, σύμφωνα με τη σύσταση του Συμβουλίου δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 7 της Συνθήκης, και παρέχονται πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχουν ληφθεί και το είδος των μέτρων που σχεδιάζονται για την επίτευξη των στόχων. Η έκθεση αυτή δημοσιοποιείται. Η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει την υποβολή πρόσθετων εκθέσεων από το κράτος μέλος.

5.   Εάν έχει αναληφθεί αποτελεσματική δράση σύμφωνα με τη σύσταση δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 7 της Συνθήκης και μετά την έκδοση της σύστασης αυτής προκύψουν απρόβλεπτα αντίξοα οικονομικά συμβάντα με μείζονες αρνητικές επιπτώσεις για τα δημόσια οικονομικά, το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει, με σύσταση της Επιτροπής, να εκδώσει αναθεωρημένη σύσταση δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 7 της Συνθήκης. Με την αναθεωρημένη σύσταση, λαμβανομένων υπόψη των κρίσιμων παραγόντων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού, δύναται ιδίως να παραταθεί η προθεσμία για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος κατά ένα έτος . Το Συμβούλιο αξιολογεί την ύπαρξη απρόβλεπτων αντίξοων οικονομικών συμβάντων με μείζονες αρνητικές επιπτώσεις για τα δημόσια οικονομικά σε σχέση με τις οικονομικές προβλέψεις που περιλαμβάνονται στη σύστασή του. »

Αιτιολογία

Η υποβολή πρόσθετων εκθέσεων χρησιμοποιείται από την Επιτροπή ως κίνητρο για τη συμμόρφωση των κρατών μελών. Δεν διαφαίνεται η ανάγκη ρητής πρόβλεψης για την έκδοση αναθεωρημένης σύστασης βάσει του άρθρου 126 παράγραφος 7 της συνθήκης.

Τροποποίηση 4

Άρθρο 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97

«1. Η απόφαση του Συμβουλίου να ανακοινώσει δημοσία τις συστάσεις του, όταν διαπιστωθεί ότι δεν έχουν ληφθεί αποτελεσματικά μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 8, λαμβάνεται αμέσως μετά την παρέλευση της προθεσμίας του άρθρου 3 παράγραφος 4 του παρόντος κανονισμού.» (Δεν υπάρχει τροποποίηση του προτεινόμενου κανονισμού)

«1.   Η απόφαση του Συμβουλίου να ανακοινώσει δημοσία τις συστάσεις του, όταν διαπιστωθεί ότι δεν έχουν ληφθεί αποτελεσματικά μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 8, λαμβάνεται αμέσως μετά την παρέλευση της προθεσμίας του άρθρου 3 παράγραφος 4 του παρόντος κανονισμού. Παράλληλα, το Συμβούλιο, κατόπιν πρότασης της Επιτροπής, υποβάλλει αμέσως επίσημη έκθεση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.»

Αιτιολογία

Αυτό αποτελεί πρόσθετο στοιχείο της διαδικασίας, το οποίο πρόκειται να λειτουργήσει ως κίνητρο για τη συμμόρφωση του οικείου κράτους μέλους.

Τροποποίηση 5

Άρθρο 1 παράγραφος 5 στοιχείο β) του προτεινόμενου κανονισμού

[Άρθρο 5 παράγραφος 1α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97]

«1α.   Κατόπιν της ειδοποίησης στην οποία προβαίνει το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 9 της Συνθήκης, το οικείο κράτος μέλος υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή και το Συμβούλιο σχετικά με τη δράση που ανέλαβε ανταποκρινόμενο στην ειδοποίηση του Συμβουλίου. Στην έκθεση αναφέρονται οι στόχοι για τις δημόσιες δαπάνες και τα μέτρα κατά διακριτική ευχέρεια από πλευράς εσόδων, και παρέχονται πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με τις ειδικές συστάσεις του Συμβουλίου, ώστε να είναι το τελευταίο σε θέση να λάβει, εν ανάγκη, απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού. Η έκθεση αυτή δημοσιοποιείται.

2.   Εάν έχει αναληφθεί αποτελεσματική δράση σε συμμόρφωση με την ειδοποίηση δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 9 της Συνθήκης και μετά την έκδοση της ειδοποίησης αυτής προκύψουν απρόβλεπτα αντίξοα οικονομικά συμβάντα με μείζονες αρνητικές επιπτώσεις για τα δημόσια οικονομικά, το Συμβούλιο δύναται να αποφασίσει, με σύσταση της Επιτροπής, να εκδώσει αναθεωρημένη ειδοποίηση δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 9 της Συνθήκης. Με την αναθεωρημένη ειδοποίηση, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών παραγόντων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού, δύναται ιδίως να παραταθεί η προθεσμία για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος κατά ένα έτος κατά κανόνα. Το Συμβούλιο αξιολογεί την ύπαρξη απρόβλεπτων αντίξοων οικονομικών συμβάντων με μείζονες αρνητικές επιπτώσεις για τα δημόσια οικονομικά σε σχέση με τις οικονομικές προβλέψεις που περιλαμβάνονται στη σύστασή του. Το Συμβούλιο δύναται επίσης να αποφασίσει, με σύσταση της Επιτροπής, την έκδοση αναθεωρημένης ειδοποίησης δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 9 της Συνθήκης σε περίπτωση σοβαρής οικονομικής επιβράδυνσης γενικής φύσεως.»

«1α.   Κατόπιν της ειδοποίησης στην οποία προβαίνει το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 9 της Συνθήκης, το οικείο κράτος μέλος υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή και το Συμβούλιο σχετικά με τη δράση που ανέλαβε ανταποκρινόμενο στην ειδοποίηση του Συμβουλίου. Στην έκθεση αναφέρονται οι στόχοι για τις δημόσιες δαπάνες και τα μέτρα κατά διακριτική ευχέρεια από πλευράς εσόδων, και παρέχονται πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με τις ειδικές συστάσεις του Συμβουλίου, ώστε να είναι το τελευταίο σε θέση να λάβει, εν ανάγκη, απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού. Η έκθεση αυτή δημοσιοποιείται. Όσον αφορά τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στο μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών (ΜΣΙ II), η Επιτροπή παρακολουθεί και αξιολογεί τα μέτρα προσαρμογής που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση του υπερβολικού ελλείμματος αποστέλλοντας κλιμάκιο στο οικείο κράτος μέλος, σε συνεργασία με την ΕΚΤ εφόσον η τελευταία το κρίνει σκόπιμο, και συντάσσει έκθεση προς το Συμβούλιο. Η έκθεση αυτή μπορεί να δημοσιοποιείται.

2.   Εάν έχει αναληφθεί αποτελεσματική δράση σε συμμόρφωση με την ειδοποίηση δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 9 της Συνθήκης και μετά την έκδοση της ειδοποίησης αυτής προκύψουν απρόβλεπτα αντίξοα οικονομικά συμβάντα με μείζονες αρνητικές επιπτώσεις για τα δημόσια οικονομικά, το Συμβούλιο δύναται να αποφασίσει, με σύσταση της Επιτροπής, να εκδώσει αναθεωρημένη ειδοποίηση δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 9 της Συνθήκης. Με την αναθεωρημένη ειδοποίηση, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών παραγόντων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού, δύναται ιδίως να παραταθεί η προθεσμία για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος κατά ένα έτος . Το Συμβούλιο αξιολογεί την ύπαρξη απρόβλεπτων αντίξοων οικονομικών συμβάντων με μείζονες αρνητικές επιπτώσεις για τα δημόσια οικονομικά σε σχέση με τις οικονομικές προβλέψεις που περιλαμβάνονται στη σύστασή του. »

Αιτιολογία

Η αποστολή κλιμακίων της Επιτροπής στο οικείο κράτος μέλος, σε συνεργασία με την ΕΚΤ εφόσον η τελευταία το κρίνει σκόπιμο, όσον αφορά τη ζώνη του ευρώ και τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στον ΜΣΙ II, θα συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων του προτεινόμενου σχεδίου κανονισμού και θα λειτουργεί ως σημαντικός αποτρεπτικός παράγοντας για τα κράτη μέλη που δεν συμμορφώνονται.

Δεν διαφαίνεται η ανάγκη ρητής πρόβλεψης για την έκδοση αναθεωρημένης ειδοποίησης βάσει του άρθρου 126 παράγραφος 9.

Τροποποίηση 6

Άρθρο 1 παράγραφος 14 του προτεινόμενου κανονισμού

[Άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97]

«Τα πρόστιμα που αναφέρονται στο άρθρο 12 του παρόντος κανονισμού αποτελούν άλλα έσοδα που αναφέρονται στο άρθρο 311 της Συνθήκης και διανέμονται μεταξύ των συμμετεχόντων κρατών μελών που δεν παρουσιάζουν υπερβολικό έλλειμμα, όπως αυτό καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 6 της Συνθήκης και δεν υπόκεινται σε διαδικασία υπερβολικής ανισορροπίας κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. […/…], κατ’ αναλογία προς το μερίδιό τους στο συνολικό ακαθάριστο εθνικό εισόδημα (ΑΕΙ) των επιλέξιμων κρατών μελών.»

«Τα πρόστιμα που αναφέρονται στο άρθρο 12 του παρόντος κανονισμού αποδίδονται στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.

Αιτιολογία

Πρόστιμα που καταβάλλουν κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ βάσει του πλαισίου εποπτείας θα πρέπει να αποδίδονται στον μελλοντικό ΕΜΣ. Θα πρέπει να θεσπιστούν κατάλληλοι μηχανισμοί μεταβατικού χαρακτήρα (ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας ή/και η Ευρωπαϊκή Διευκόλυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας ως δικαιούχοι των προστίμων) μέχρι την ίδρυση του ΕΜΣ σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 16ης και της 17ης Δεκεμβρίου 2010.

Η απόδοση των ως άνω προστίμων στον ΕΜΣ δικαιολογείται από το γεγονός ότι η μη συμμόρφωση των κρατών μελών με τις υποχρεώσεις που υπέχουν βάσει των προτάσεων της Επιτροπής συνδέεται με την ανάγκη ίδρυσης ενός ΕΜΣ. Συνεπώς, τα πρόστιμα που προκύπτουν από τη δέσμη μέτρων διακυβέρνησης θα πρέπει να αποδίδονται στον ΕΜΣ.

Όπως επισημαίνεται στην παρούσα γνώμη, η λύση αυτή, εφόσον γίνει αποδεκτή, θα πρέπει να εφαρμοστεί τηρουμένων των αναλογιών και σε όλες τις διαδικασίες που ενισχύονται ή θεσπίζονται από τις προτάσεις της Επιτροπής.

Μία αιτιολογική σκέψη σε κάθε έναν από τους από τους κανονισμούς που ενισχύονται ή θεσπίζονται από τις προτάσεις της Επιτροπής θα πρέπει να εξηγεί το λόγο για τον οποίο αποδίδονται στον ΕΜΣ οι τόκοι και άλλες οικονομικές κυρώσεις σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα: η μη συμμόρφωση των κρατών μελών με τις υποχρεώσεις τους που άπτονται της οικονομικής διακυβέρνησης συνδέεται με την ανάγκη ίδρυσης του ΕΜΣ.


Προτάσεις διατύπωσης σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου σχετικά με τις απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών μελών

[COM(2010) 523]

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροποποιήσεις που προτείνει η ΕΚΤ (2)

Τροποποίηση 1

Αιτιολογική σκέψη 7 της προτεινόμενης οδηγίας

«(7)

Οι μεροληπτικές και μη ρεαλιστικές μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προγνώσεις είναι δυνατόν να υπονομεύσουν σε μεγάλο βαθμό την αποτελεσματικότητα του δημοσιονομικού σχεδιασμού και, κατά συνέπεια, να εμποδίσουν την τήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, ενώ η διαφάνεια και η επικύρωση των μεθοδολογιών πρόγνωσης είναι σε θέση να αυξήσουν σημαντικά την ποιότητα των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών προγνώσεων για τον δημοσιονομικό σχεδιασμό.»

«(7)

Οι μεροληπτικές και μη ρεαλιστικές μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προγνώσεις είναι δυνατόν να υπονομεύσουν σε μεγάλο βαθμό την αποτελεσματικότητα του δημοσιονομικού σχεδιασμού και, κατά συνέπεια, να εμποδίσουν την τήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, ενώ η διαφάνεια και η επικύρωση των μεθοδολογιών πρόγνωσης θα πρέπει να αυξήσουν σημαντικά την ποιότητα των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών προγνώσεων για τον δημοσιονομικό σχεδιασμό.»

Αιτιολογία

Η διαφάνεια και η επικύρωση των μεθοδολογιών πρόγνωσης αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες για την ποιότητα της πρόγνωσης.

Τροποποίηση 2

Αιτιολογική σκέψη 8 της προτεινόμενης οδηγίας

«(8)

Στοιχείο καίριας σημασίας για την εξασφάλιση της χρησιμοποίησης ρεαλιστικών προγνώσεων κατά την άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής είναι η διαφάνεια, η οποία πρέπει να συνεπάγεται τη δημοσιοποίηση των μεθοδολογιών, των παραδοχών και των παραμέτρων στις οποίες βασίζονται οι επίσημες μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προγνώσεις.»

«(8)

Στοιχείο καίριας σημασίας για την εξασφάλιση της χρησιμοποίησης ρεαλιστικών προγνώσεων κατά την άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής είναι η διαφάνεια, η οποία πρέπει να συνεπάγεται τη δημοσίευση και συνεπώς τη δημοσιοποίηση όχι μόνον επαρκώς λεπτομερών επίσημων μακροοικονομικών και δημοσιονομικών προγνώσεων, αλλά και των μεθοδολογιών, των παραδοχών και των παραμέτρων στις οποίες βασίζονται οι εν λόγω προγνώσεις.»

Αιτιολογία

Η προτεινόμενη τροποποίηση ενισχύει τον καίριο ρόλο, τη διαφάνεια και τη λεπτομέρεια των προγνώσεων.

Τροποποίηση 3

Αιτιολογική σκέψη 12 της προτεινόμενης οδηγίας

«(12)

Δεδομένου ότι τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών μελών που βασίζονται σε κανόνες είναι αποδεδειγμένα αποτελεσματικά για την προώθηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, οι αυστηροί εθνικοί δημοσιονομικοί κανόνες, συνεπείς με τους δημοσιονομικούς στόχους στο επίπεδο της Ένωσης, πρέπει να αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο του ενισχυμένου πλαισίου δημοσιονομικής εποπτείας της Ένωσης. Οι αυστηροί δημοσιονομικοί κανόνες θα πρέπει να στηρίζονται σε σαφώς διατυπωμένο καθορισμό στόχων, μαζί με μηχανισμούς αποτελεσματικής και έγκαιρης παρακολούθησης. Επιπλέον, η πείρα από τις πολιτικές έχει δείξει ότι, για να λειτουργούν αποτελεσματικά οι αριθμητικοί κανόνες, η μη συμμόρφωση πρέπει να συνεπάγεται κυρώσεις, ακόμη και αν θίγουν μόνον την υπόληψη.»

«(12)

Δεδομένου ότι τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών μελών που βασίζονται σε κανόνες είναι αποδεδειγμένα αποτελεσματικά για την προώθηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, οι αυστηροί εθνικοί δημοσιονομικοί κανόνες, συνεπείς με τους δημοσιονομικούς στόχους στο επίπεδο της Ένωσης, πρέπει να αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο του ενισχυμένου πλαισίου δημοσιονομικής εποπτείας της Ένωσης. Οι αυστηροί δημοσιονομικοί κανόνες θα πρέπει να στηρίζονται σε σαφώς διατυπωμένο καθορισμό στόχων, μαζί με μηχανισμούς αποτελεσματικής και έγκαιρης παρακολούθησης. Επιπλέον, η πείρα από τις πολιτικές έχει δείξει ότι, για να λειτουργούν αποτελεσματικά οι αριθμητικοί δημοσιονομικοί κανόνες, η μη συμμόρφωση πρέπει να συνεπάγεται κυρώσεις, οι οποίες θα πρέπει να θίγουν την υπόληψη του κράτους μέλους και να συνεπάγονται πολιτικό και οικονομικό κόστος. Η έγκαιρη εξόφληση του πρόσθετου χρέους αποτελεί τυπική συνέπεια.»

Αιτιολογία

Η ρητή πρόβλεψη συνεπειών στην προτεινόμενη οδηγία, και κατ’ επέκταση στην εθνική νομοθεσία, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, συμπεριλαμβανομένου του μη οικονομικού και οικονομικού κόστους, ενισχύει την αξιοπιστία του δημοσιονομικού πλαισίου. Η υποχρέωση έγκαιρης εξόφλησης του ανειλημμένου πέραν των ορίων του φορολογικού πλαισίου χρέους αποτελεί ισχυρό μέσο για την αποτροπή παραβίασης των κανόνων.

Τροποποίηση 4

Νέα αιτιολογική σκέψη (12α) της προτεινόμενης οδηγίας

Δεν υπάρχει κείμενο

«(12α)

Ο αριθμός των ειδικών περιστάσεων υπό τις οποίες επιτρέπεται προσωρινή μη συμμόρφωση με τους αριθμητικούς δημοσιονομικούς κανόνες θα πρέπει να είναι περιορισμένος. Θα πρέπει να πληρούνται αυστηρά κριτήρια όσον αφορά τις δημοσιονομικές επιπτώσεις της μη συμμόρφωσης και της συνεπαγόμενης ευθύνης. Η αποπληρωμή του πρόσθετου χρέους θα πρέπει να διασφαλίζεται εντός προσήκοντος χρονικού διαστήματος.»

Αιτιολογία

Παρόλο που κρίνεται αναγκαία η ρητή πρόβλεψη συνεπειών σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα, θα πρέπει να καθορίζεται περιορισμένος αριθμός ειδικών περιστάσεων υπό τις οποίες επιτρέπεται η προσωρινή μη συμμόρφωση με τους αριθμητικούς δημοσιονομικούς κανόνες, προκειμένου να ενισχυθεί η γενική εφαρμογή των συνεπειών σε περίπτωση μη συμμόρφωσης. Η προτεινόμενη νέα αιτιολογική σκέψη ενισχύει τον περιορισμένο χαρακτήρα της παρέκκλισης που προβλέπεται στο άρθρο 6 στοιχείο δ) της προτεινόμενης οδηγίας. Οι εξαιρέσεις θα πρέπει να πληρούν αυστηρά κριτήρια και η εξόφληση πρέπει να αποτελεί προϋπόθεση για την εξαίρεση.

Τροποποίηση 5

Αιτιολογική σκέψη 13 της προτεινόμενης οδηγίας

«(13)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να αποφεύγουν φιλοκυκλικές δημοσιονομικές πολιτικές, οι δε προσπάθειες δημοσιονομικής εξυγίανσης θα πρέπει να είναι εντονότερες σε ευνοϊκές περιόδους. Ορθά καθορισμένοι αριθμητικοί δημοσιονομικοί κανόνες συντελούν στην επίτευξη αυτών των στόχων.»

«(13)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να αποφεύγουν φιλοκυκλικές δημοσιονομικές πολιτικές, οι δε προσπάθειες δημοσιονομικής εξυγίανσης θα πρέπει να είναι εντονότερες σε ευνοϊκές περιόδους. Ορθά καθορισμένοι αριθμητικοί δημοσιονομικοί κανόνες συντελούν στην επίτευξη αυτών των στόχων. Οι εν λόγω αριθμητικοί δημοσιονομικοί κανόνες θα πρέπει να εμπεριέχουν ως σκοπό την ενίσχυση του ελέγχου των δημοσίων δαπανών και να παρέχουν στα υπουργεία οικονομικών τα μέσα για τον περιορισμό των δαπανών και τη διατήρηση των ελλειμμάτων υπό έλεγχο.»

Αιτιολογία

Ο σκοπός της θέσπισης αριθμητικών δημοσιονομικών κανόνων, ήτοι η ενίσχυση του ελέγχου των δημοσίων δαπανών, θα πρέπει να καθίσταται σαφής στους κανόνες αυτούς καθεαυτούς, στα δε υπουργεία οικονομικών θα πρέπει να χορηγούνται τα κατάλληλα μέσα.

Τροποποίηση 6

Αιτιολογική σκέψη 18 της προτεινόμενης οδηγίας

«(18)

Για να προωθήσουν αποτελεσματικά τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη διατηρησιμότητα των δημοσίων οικονομικών, τα δημοσιονομικά πλαίσια θα πρέπει να καλύπτουν συνολικά τα δημόσια οικονομικά. Για τον λόγο αυτόν, οι πράξεις που αφορούν κονδύλια και οργανισμούς εκτός προϋπολογισμού, οι οποίες έχουν άμεσο ή μεσοπρόθεσμο αντίκτυπο στις δημοσιονομικές θέσεις των κρατών μελών, θα πρέπει να τύχουν ιδιαίτερης προσοχής.»

«(18)

Για να προωθήσουν αποτελεσματικά τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη διατηρησιμότητα των δημοσίων οικονομικών, τα δημοσιονομικά πλαίσια θα πρέπει να καλύπτουν συνολικά τα δημόσια οικονομικά. Για τον λόγο αυτόν, οι πράξεις που αφορούν κονδύλια και οργανισμούς εκτός προϋπολογισμού, οι οποίες έχουν άμεσο ή μεσοπρόθεσμο αντίκτυπο στις δημοσιονομικές θέσεις των κρατών μελών, θα πρέπει να αναφέρονται με διαφανή τρόπο. Οι αναμενόμενες ή πιθανές επιπτώσεις τους στο δημοσιονομικό ισοζύγιο και το χρέος της γενικής κυβέρνησης θα πρέπει να προβλέπονται ρητά στα μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά πλαίσια.»

Αιτιολογία

Η προτεινόμενη τροποποίηση ενισχύει την αποτελεσματικότητα μέσω της αναφοράς που περιέχει στο μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πλαίσιο και διασφαλίζει αυξημένη παρακολούθηση των οργανισμών που δεν ανήκουν στο δημόσιο τομέα, για τους οποίους μπορεί να καταστούν αναγκαίες οι εισφορές κεφαλαίων.

Τροποποίηση 7

Νέα αιτιολογική σκέψη (18α) της προτεινόμενης οδηγίας

Δεν υπάρχει κείμενο

«(18α)

Ο σκοπός και τα στοιχεία της οδηγίας απαιτούν τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο με τη μεγαλύτερη δυνατή πιστότητα προς το κείμενο αυτής. Αυτό ισχύει για όλα τα κράτη μέλη, ιδίως όμως για τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ. [Λαμβάνεται υπόψη η συμφωνία της Ευρωομάδας τής … (ότι όλα τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ δεσμεύονται για τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο σύμφωνα με τον τρόπο αυτό)].»

Αιτιολογία

Η δέσμευση για μεταφορά της οδηγίας κατά τρόπο που ακολουθεί πιστά το κείμενο αυτής, ιδίως στα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ, θα καταστήσει την οδηγία πιο αποτελεσματική.

Τροποποίηση 8

Νέα αιτιολογική σκέψη (18β) της προτεινόμενης οδηγίας

Δεν υπάρχει κείμενο

«(18β)

Είναι αναγκαίο τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ να ενσωματώσουν στα εθνικά δημοσιονομικά τους πλαίσια και άλλα στοιχεία, πέραν όσων προβλέπονται στην παρούσα οδηγία για όλα τα κράτη μέλη. Ένα κεφάλαιο που περιέχει ειδικές διατάξεις για τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ καθορίζει τα δύο αυτά στοιχεία: το πρώτο είναι η ίδρυση ανεξάρτητων δημοσιονομικών συμβουλίων που θα αναλάβουν την παροχή ανεξάρτητης παρακολούθησης, ανάλυσης, αξιολογήσεων και προγνώσεων και το δεύτερο είναι η εφαρμογή δημοσιονομικών διαδικασιών “εκ των άνω”. Ενώ το πρώτο στοιχείο θα πρέπει να είναι υποχρεωτικό, τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν δεόντως υπόψη το δεύτερο. Τα κράτη μέλη που δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ μπορούν να ενσωματώσουν οικειοθελώς στα εθνικά τους δημοσιονομικά πλαίσια ορισμένα ή όλα τα ανωτέρω πρόσθετα στοιχεία. Θα πρέπει ειδικότερα να εξετάσουν την ενσωμάτωση των ανεξάρτητων δημοσιονομικών συμβουλίων στα ως άνω πλαίσια.»

Αιτιολογία

Τα στοιχεία που έχουν κριθεί επιθυμητά στα συμπεράσματα του Συμβουλίου του Μαΐου 2010 για το ζήτημα αυτό, καθώς και στην έκθεση της ομάδας εργασίας, θα πρέπει να καταστούν υποχρεωτικά για τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ.

Τροποποίηση 9

Άρθρο 1 της προτεινόμενης οδηγίας

«Η παρούσα οδηγία καθορίζει λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τα αναγκαία χαρακτηριστικά των δημοσιονομικών πλαισίων των κρατών μελών, προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος.»

«Η παρούσα οδηγία καθορίζει λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τα αναγκαία χαρακτηριστικά των δημοσιονομικών πλαισίων των κρατών μελών, προκειμένου να διασφαλίζεται η συμμόρφωση με την υποχρέωση των κρατών μελών να αποφεύγουν τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 1 της συνθήκης

Αιτιολογία

Η προτεινόμενη οδηγία δεν θα πρέπει να περιέχει ρητή αναφορά στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, αλλά στην ανάγκη αποφυγής των υπερβολικών ελλειμμάτων, καθώς η ενσωμάτωσή της στα κράτη μέλη θα λειτουργήσει ως μέσο ενίσχυσης της συμμόρφωσης των κρατών μελών με τις υποχρεώσεις τους βάσει των άρθρων 121 και 126 της συνθήκης.

Τροποποίηση 10

Άρθρο 2 στοιχείο στ) της προτεινόμενης οδηγίας

«στ)

ρυθμίσεις ανάλυσης, για να ενισχυθεί η διαφάνεια των στοιχείων της διαδικασίας του προϋπολογισμού, συμπεριλαμβανομένης, μεταξύ άλλων, της ανάθεσης εντολής σε ανεξάρτητες εθνικές υπηρεσίες ή οργανισμούς προϋπολογισμού που έχουν αρμοδιότητα στον τομέα της δημοσιονομικής πολιτικής·»

«στ)

ρυθμίσεις ανεξάρτητης παρακολούθησης, ανάλυσης, αξιολογήσεων και επικύρωσης για να ενισχυθεί η διαφάνεια των στοιχείων της διαδικασίας του προϋπολογισμού, συμπεριλαμβανομένης, μεταξύ άλλων, της ανάθεσης εντολής σε ανεξάρτητες εθνικές υπηρεσίες ή οργανισμούς προϋπολογισμού που έχουν αρμοδιότητα στον τομέα της δημοσιονομικής πολιτικής·»

Αιτιολογία

Οι ρυθμίσεις δεν θα πρέπει να αφορούν μόνο την ανάλυση, αλλά και την παρακολούθηση, την αξιολόγηση και την επικύρωση των διαδικασιών προϋπολογισμού, θα πρέπει δε να διασφαλίζουν τη διεξαγωγή τους κατά τρόπο ανεξάρτητο.

Τροποποίηση 11

Άρθρο 3 παράγραφος 1 της προτεινόμενης οδηγίας

«1.   Όσον αφορά τα εθνικά δημόσια λογιστικά συστήματα, τα κράτη μέλη διαθέτουν δημόσια λογιστικά συστήματα τα οποία καλύπτουν συνολικά και συστηματικά όλους τους υποτομείς της γενικής κυβέρνησης, όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 223/96 (ΕΣΟΛ 95), και περιέχουν τις αναγκαίες πληροφορίες για τη συγκέντρωση δεδομένων βάσει του ΕΣΟΛ 95. Τα εν λόγω δημόσια λογιστικά συστήματα υπόκεινται σε εσωτερικό έλεγχο και λογιστικό έλεγχο.»

«1.   Για τη διασφάλιση της έγκαιρης και ακριβούς υποβολής ετήσιων και τριμηνιαίων δημοσιονομικών στοιχείων βάσει του ΕΣΟΛ, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του προγράμματος διαβίβασης στοιχείων του ΕΣΟΛ,, τα κράτη μέλη διαθέτουν δημόσια λογιστικά συστήματα που εφαρμόζουν διεθνώς παραδεκτά λογιστικά πρότυπα για το δημόσιο τομέα βασιζόμενα στην αρχή της πραγματοποίησης των εσόδων/εξόδων, τα οποία καλύπτουν συνολικά και συστηματικά όλους τους υποτομείς της γενικής κυβέρνησης, όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 223/96 (ΕΣΟΛ 95). Τα εν λόγω συστήματα υπόκεινται σε ανεξάρτητο έλεγχο και λογιστικό έλεγχο.»

Αιτιολογία

Προκειμένου να καταστεί πιο έγκαιρη και ακριβής η υποβολή δημοσιονομικών στοιχείων στην Επιτροπή, είναι επιθυμητό τα κράτη μέλη να επιταχύνουν την εφαρμογή δημόσιων λογιστικών συστημάτων στους οργανισμούς του δημόσιου τομέα, οι οποίοι παρέχουν στοιχεία με βάση την αρχή της πραγματοποίησης των εσόδων/εξόδων σύμφωνα με τα διεθνώς παραδεκτά λογιστικά πρότυπα για το δημόσιο τομέα. Κάτι τέτοιο θα καθιστούσε εύκολη τη μετάβαση των εν λόγω στοιχείων στους εθνικούς λογαριασμούς που βασίζονται στο ΕΣΟΛ 95. Τα δημόσια λογιστικά συστήματα θα πρέπει να υπόκεινται σε ανεξάρτητο έλεγχο και λογιστικό έλεγχο.

Τροποποίηση 12

Άρθρο 3 παράγραφος 2 της προτεινόμενης οδηγίας

«2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν για την έγκαιρη και τακτική δημοσίευση δημοσιονομικών δεδομένων για όλους τους υποτομείς της γενικής κυβέρνησης. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη δημοσιεύουν:

α)

δημοσιονομικά δεδομένα σε ταμειακή βάση, με μηνιαία συχνότητα και πριν από το τέλος του επόμενου μήνα, τα οποία καλύπτουν τον δημόσιο τομέα, με χωριστό προσδιορισμό κάθε υποτομέα·

β)

λεπτομερή πίνακα αντιστοιχίας, όπου εμφαίνονται τα στοιχεία μετάβασης από δεδομένα σε ταμειακή βάση σε δεδομένα βάσει του ΕΣΟΛ 95.»

«   

Αιτιολογία

Η ΕΚΤ συμφωνεί ότι είναι αναγκαία η ύπαρξη έγκαιρων δημοσιονομικών στοιχείων και τάσσεται συνεπώς υπέρ της σύντμησης των προθεσμιών υποβολής στοιχείων για τους τριμηνιαίους δημόσιους λογαριασμούς που βασίζονται στο ΕΣΟΛ, βάσει του νέου προγράμματος διαβίβασης του ΕΣΟΛ. Η επιβολή σε όλα τα κράτη μέλη της υποχρέωσης να υποβάλλουν πρόσθετα μηνιαία στοιχεία σε ταμειακή βάση και λεπτομερείς πίνακες αντιστοιχίας θα συνεπαγόταν αδικαιολόγητη αύξηση του φόρτου εργασίας όσον αφορά την παροχή στοιχείων, ιδίως για το λόγο ότι η αντιστοιχία μεταξύ των στοιχείων που παρέχονται σε ταμειακή βάση και αυτών που παρέχονται βάσει του ΕΣΟΛ 95 δεν είναι σαφής. Καθώς το άρθρο 3 παράγραφος 2 δεν καθορίζει ούτε το περιεχόμενο των δημοσιονομικών στοιχείων ούτε τους κανόνες αποτίμησης, ο επιπρόσθετος φόρτος εργασίας κρίνεται δυσανάλογος της προστιθέμενης αξίας για την ευρωπαϊκή διακυβέρνηση, ενέχει δε ακόμη και τον κίνδυνο απόσπασης πόρων που θα χρησιμοποιούνταν για τη βελτίωση της ποιότητας των ευρωπαϊκών στατιστικών στοιχείων όσον αφορά τον τομέα της γενικής κυβέρνησης.

Τροποποίηση 13

Άρθρο 4 παράγραφος 1 της προτεινόμενης οδηγίας

«1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο δημοσιονομικός σχεδιασμός να βασίζεται σε ρεαλιστικές μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προγνώσεις, χρησιμοποιώντας τις πλέον επίκαιρες πληροφορίες. Ο δημοσιονομικός σχεδιασμός βασίζεται στο πιθανότερο μακροοικονομικό δημοσιονομικό σενάριο ή σε επιφυλακτικότερο σενάριο, όπου επισημαίνονται λεπτομερώς οι αποκλίσεις από το πιθανότερο μακροοικονομικό δημοσιονομικό σενάριο. Οι μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προγνώσεις καταρτίζονται λαμβανομένων, ενδεχομένως, υπόψη των προγνώσεων της Επιτροπής. Επεξηγούνται οι διαφορές μεταξύ του μακροοικονομικού δημοσιονομικού σεναρίου που επελέγη και των προγνώσεων της Επιτροπής.»

«1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο δημοσιονομικός σχεδιασμός να βασίζεται σε ρεαλιστικές μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προγνώσεις, χρησιμοποιώντας τις πλέον επίκαιρες πληροφορίες. Ο δημοσιονομικός σχεδιασμός βασίζεται στο πιθανότερο μακροοικονομικό δημοσιονομικό σενάριο ή σε επιφυλακτικότερο σενάριο, όπου επισημαίνονται λεπτομερώς οι αποκλίσεις από το πιθανότερο μακροοικονομικό δημοσιονομικό σενάριο. Οι μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προγνώσεις συγκρίνονται με τις προγνώσεις της Επιτροπής. Επεξηγούνται οι διαφορές μεταξύ του μακροοικονομικού δημοσιονομικού σεναρίου που επελέγη και των προγνώσεων της Επιτροπής.»

Αιτιολογία

Η προτεινόμενη τροποποίηση περιορίζει το στοιχείο της αβεβαιότητας που εμπεριέχει η υποχρέωση λήψης υπόψη των προγνώσεων της Επιτροπής.

Τροποποίηση 14

Άρθρο 4 παράγραφος 4 της προτεινόμενης οδηγίας

«4.   Τα κράτη μέλη υποβάλλουν τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προγνώσεις για τον δημοσιονομικό σχεδιασμό σε τακτικό λογιστικό έλεγχο, συμπεριλαμβανομένης της εκ των υστέρων αξιολόγησης. Τα αποτελέσματα του εν λόγω λογιστικού ελέγχου δημοσιοποιούνται.»

«4.   Τα κράτη μέλη υποβάλλουν τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προγνώσεις για τον δημοσιονομικό σχεδιασμό σε τακτικό λογιστικό έλεγχο, συμπεριλαμβανομένης της εκ των υστέρων αξιολόγησης. Τα αποτελέσματα του εν λόγω ανεξάρτητου λογιστικού ελέγχου δημοσιοποιούνται.»

Αιτιολογία

Ο λογιστικός έλεγχος θα πρέπει να διεξάγεται κατά τρόπο ανεξάρτητο.

Τροποποίηση 15

Άρθρο 6 της προτεινόμενης οδηγίας

«Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της Συνθήκης σχετικά με το πλαίσιο δημοσιονομικής εποπτείας της Ένωσης, οι αριθμητικοί δημοσιονομικοί κανόνες περιέχουν διευκρινίσεις για τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τον καθορισμό στόχου και πεδίου εφαρμογής των κανόνων·

β)

την αποτελεσματική και έγκαιρη παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τους κανόνες, παραδείγματος χάριν, από ανεξάρτητες εθνικές υπηρεσίες ή οργανισμούς προϋπολογισμού που έχουν αρμοδιότητα στον τομέα της δημοσιονομικής πολιτικής·

γ)

τις συνέπειες σε περίπτωση μη συμμόρφωσης·

δ)

τις ρήτρες διαφυγής, όπου προβλέπεται περιορισμένος αριθμός ειδικών περιστάσεων στις οποίες επιτρέπεται προσωρινή μη συμμόρφωση με τον κανόνα.»

«Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της Συνθήκης σχετικά με το πλαίσιο δημοσιονομικής εποπτείας της Ένωσης, οι αριθμητικοί δημοσιονομικοί κανόνες περιέχουν διευκρινίσεις για τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τον καθορισμό στόχου και πεδίου εφαρμογής των κανόνων·

β)

την αποτελεσματική και έγκαιρη παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τους κανόνες, παραδείγματος χάριν, από ανεξάρτητες εθνικές υπηρεσίες ή οργανισμούς προϋπολογισμού που έχουν αρμοδιότητα στον τομέα της δημοσιονομικής πολιτικής·

γ)

τις συνέπειες σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, οι οποίες εμπεριέχουν σαφές πολιτικό και οικονομικό κόστος για τις αρχές που ευθύνονται για τη μη συμμόρφωση και στις οποίες περιλαμβάνεται η επιβολή της υποχρέωσης έγκαιρης αποπληρωμής του πρόσθετου χρέους·

δ)

τις ρήτρες διαφυγής, εφόσον συντρέχει περίπτωση, όπου προβλέπεται περιορισμένος αριθμός ειδικών περιστάσεων στις οποίες επιτρέπεται προσωρινή μη συμμόρφωση με τον κανόνα.»

Αιτιολογία

Η αξιοπιστία του δημοσιονομικού πλαισίου θα αυξηθεί εάν στην οδηγία, και κατά συνέπεια στην εθνική νομοθεσία, προβλέπονται ρητά οι συνέπειες για τη μη συμμόρφωση, συμπεριλαμβανομένου του μη οικονομικού και του οικονομικού κόστους. Οι ρήτρες διαφυγής δεν θα πρέπει να είναι υποχρεωτικές· σε περίπτωση που καθορίζονται, θα πρέπει να έχουν περιορισμένο πεδίο εφαρμογής και συγκεκριμένη διάρκεια. Η αποπληρωμή του πρόσθετου χρέους θα πρέπει να είναι υποχρεωτική, πέραν των άλλων τυχόν συνεπειών.

Τροποποίηση 16

Άρθρο 8 παράγραφος 2 στοιχείο α) της προτεινόμενης οδηγίας

«α)

συνολικοί και διαφανείς πολυετείς δημοσιονομικοί στόχοι ως προς το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης, το δημόσιο χρέος και οιονδήποτε άλλον συνοπτικό δημοσιονομικό δείκτη, οι οποίοι διασφαλίζουν τη συνέπειά τους με τους ισχύοντες δημοσιονομικούς κανόνες, όπως προβλέπονται στο κεφάλαιο IV,»

«α)

συνολικοί και διαφανείς πολυετείς δημοσιονομικοί στόχοι ως προς το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης, το δημόσιο χρέος, τις δαπάνες και οιονδήποτε άλλον συνοπτικό δημοσιονομικό δείκτη, οι οποίοι διασφαλίζουν τη συνέπειά τους με τους ισχύοντες δημοσιονομικούς κανόνες, όπως προβλέπονται στο κεφάλαιο IV,»

Αιτιολογία

Καθώς η εξέλιξη των δαπανών θα αξιολογείται βάσει του τροποποιημένου κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1466/97, οι δαπάνες θα πρέπει να αναφέρονται ρητά ως δημοσιονομικός στόχος σε εθνικό επίπεδο.

Τροποποίηση 17

Άρθρο 12 παράγραφος 1 της προτεινόμενης οδηγίας

«1.   Όλοι οι υποτομείς της γενικής κυβέρνησης καλύπτονται από αριθμητικούς δημοσιονομικούς κανόνες.»

«1.   Καταρτίζονται και εφαρμόζονται αριθμητικοί δημοσιονομικοί κανόνες προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι καλύπτουν όλους τους υποτομείς της γενικής κυβέρνησης και ευθυγραμμίζονται με τις υποχρεώσεις των κρατών μελών στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.»

Αιτιολογία

Με την προτεινόμενη τροπολογία διευκρινίζεται ότι οι αριθμητικοί δημοσιονομικοί κανόνες θα πρέπει να καλύπτουν όλους τους υποτομείς της γενικής κυβέρνησης και να ευθυγραμμίζονται με το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.

Τροποποίηση 18

Νέο κεφάλαιο VIA «Ειδικές διατάξεις για τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ»

Νέο άρθρο 13β της προτεινόμενης οδηγίας

Δεν υπάρχει κείμενο

«1.   Πέραν των υποχρεώσεών τους βάσει της παρούσας οδηγίας, και υπό την επιφύλαξη των υποχρεώσεων αυτών, τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ: θεσπίζουν στα δημοσιονομικά τους πλαίσια ανεξάρτητο δημοσιονομικό συμβούλιο, έργο του οποίου είναι η παροχή ανεξάρτητης παρακολούθησης, ανάλυσης, εκτιμήσεων και προβλέψεων σε όλους τους τομείς της εθνικής δημοσιονομικής πολιτικής που ενδέχεται να έχουν επιπτώσεις στη συμμόρφωση των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ με τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τα άρθρα 121 και 126 της συνθήκης και από νομοθετικές διατάξεις και μέτρα που θεσπίζονται δυνάμει των εν λόγω άρθρων ή βάσει του άρθρου 136 της συνθήκης·

και θα πρέπει να λαμβάνουν δεόντως υπόψη την εφαρμογή μιας “εκ των άνω” προσέγγισης, ήτοι μιας δημοσιονομικής προσέγγισης που ξεκινά με μια συμφωνία για το συνολικό επίπεδο των δαπανών, το οποίο επιμερίζεται στη συνέχεια σε κονδύλια δαπανών για διάφορα υπουργεία ή κρατικούς οργανισμούς και ως εκ τούτου υποστηρίζει την τήρηση των ορίων δαπανών.

2.   Πέραν των υποχρεώσεών τους βάσει της παρούσας οδηγίας, και υπό την επιφύλαξη των υποχρεώσεων αυτών, τα κράτη μέλη που δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ μπορούν να ενσωματώσουν, οικειοθελώς, στα δημοσιονομικά τους πλαίσια κάποια ή όλα από τα παραπάνω στοιχεία, ιδίως τη θέσπιση ανεξάρτητων δημοσιονομικών συμβουλίων.»

Αιτιολογία

Εκτός από τις ελάχιστες απαιτήσεις για τα εθνικά δημοσιονομικά πλαίσια, τα στοιχεία που έχουν κριθεί επιθυμητά στα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 2010 και στην έκθεση της ομάδας εργασίας θα πρέπει να καταστούν υποχρεωτικά για τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ, ενώ θα πρέπει να υπάρχει ρητή αναφορά στη δυνατότητα των κρατών μελών εκτός ζώνης ευρώ να ενσωματώσουν, και αυτά, τα επιθυμητά στοιχεία.

Τροποποίηση 19

Πρώτο εδάφιο του άρθρου 14 παράγραφος 1 της προτεινόμενης οδηγίας

«1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωσή τους προς την παρούσα οδηγία το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 2013. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων, καθώς και πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ αυτών των διατάξεων και της παρούσας οδηγίας.»

«1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωσή τους προς την παρούσα οδηγία το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 2012. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων, καθώς και πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ αυτών των διατάξεων και της παρούσας οδηγίας.»

Αιτιολογία

Καθώς οι εθνικές διαδικασίες για την έγκριση του ΕΜΣ θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί έως την 1η Ιανουαρίου 2013, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να έχει ενσωματωθεί έως την ημερομηνία αυτή.


Προτάσεις διατύπωσης σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την αποτελεσματική επιβολή της δημοσιονομικής εποπτείας στη ζώνη του ευρώ

[COM(2010) 524]

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροποποιήσεις που προτείνει η ΕΚΤ (3)

Τροποποίηση 1

Αιτιολογική σκέψη 5

«(5)

Οι κυρώσεις για τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ, στο προληπτικό σκέλος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, αναμένεται ότι θα δώσουν κίνητρα για τη χάραξη συνετής δημοσιονομικής πολιτικής. Αυτή η χάραξη πολιτικής αναμένεται ότι θα εξασφαλίσει ότι ο ρυθμός αύξησης των δημόσιων δαπανών δεν θα υπερβαίνει συνήθως έναν συνετό μεσοπρόθεσμο ρυθμό αύξησης του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ), εκτός αν οι υπερβάσεις είναι αντίστοιχες με αυξήσεις των δημόσιων εσόδων ή οι μειώσεις των εσόδων κατά διακριτική ευχέρεια αντισταθμίζονται από μειώσεις των δαπανών.»

«(5)

Οι κυρώσεις για τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ, στο προληπτικό σκέλος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, αναμένεται ότι θα δώσουν κίνητρα για την τήρηση της πορείας προσαρμογής προς την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου στόχου.»

Αιτιολογία

Μια σαφής αναφορά στην πορεία προσαρμογής προς την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου στόχου είναι προτιμότερη από μια αναφορά στη χάραξη συνετής δημοσιονομικής πολιτικής.

Τροποποίηση 2

Αιτιολογική σκέψη 11 του προτεινόμενου κανονισμού

«(11)

Θα πρέπει να δοθεί στο Συμβούλιο η δυνατότητα να μειώνει ή να ακυρώνει τις κυρώσεις που επιβάλλονται στα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ, βάσει πρότασης της Επιτροπής ύστερα από αιτιολογημένο αίτημα του οικείου κράτους μέλους. Στο διορθωτικό σκέλος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να προτείνει τη μείωση του ύψους μιας κύρωσης ή την ακύρωσή της, λόγω έκτακτων οικονομικών περιστάσεων.»

«

»

Αιτιολογία

Όπως αναφέρεται στην παράγραφο 10 της παρούσας γνώμης, η ΕΚΤ συνιστά τη διαγραφή αυτών των περιορισμών του αυτοματισμού των κυρώσεων.

Τροποποίηση 3

Αιτιολογική σκέψη 12 του προτεινόμενου κανονισμού

«(12)

Η άτοκη κατάθεση θα πρέπει να αποδεσμεύεται με τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος, ενώ οι τόκοι των καταθέσεων αυτών και τα εισπραττόμενα πρόστιμα θα πρέπει να διανέμονται μεταξύ των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ που δεν έχουν υπερβολικό έλλειμμα ούτε αποτελούν αντικείμενο διαδικασίας υπερβολικής ανισορροπίας.»

«(12)

Η άτοκη κατάθεση θα πρέπει να αποδεσμεύεται με τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος, ενώ οι τόκοι των καταθέσεων αυτών και τα εισπραττόμενα πρόστιμα θα πρέπει να αποδίδονται στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.»

Αιτιολογία

Βλ. την προτεινόμενη τροποποίηση στο άρθρο 7 πιο κάτω.

Τροποποίηση 4

Άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 4 του προτεινόμενου κανονισμού

«1.

Εάν το Συμβούλιο απευθύνει σε κράτος μέλος σύσταση σύμφωνα με το άρθρο 121 παράγραφος 4 της Συνθήκης να λάβει τα αναγκαία μέτρα προσαρμογής σε περίπτωση συνεχιζόμενων ή ιδιαίτερα σοβαρών και σημαντικών αποκλίσεων από τη χάραξη συνετής δημοσιονομικής πολιτικής, όπως ορίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97, το Συμβούλιο επιβάλλει την πραγματοποίηση τοκοφόρου κατάθεσης, μετά από πρόταση της Επιτροπής. Η απόφαση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί από το Συμβούλιο εκτός εάν αυτό αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία να απορρίψει την πρόταση μέσα σε δέκα ημέρες από την έγκρισή της από την Επιτροπή. Το Συμβούλιο μπορεί να τροποποιήσει την πρόταση σύμφωνα με το άρθρο 293 παράγραφος 1 της Συνθήκης.

[…]

4.

Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, η Επιτροπή, μετά από αιτιολογημένο αίτημα που θα απευθύνει το οικείο κράτος μέλος στην Επιτροπή μέσα σε δέκα ημέρες από την έγκριση της σύστασης του Συμβουλίου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, μπορεί να προτείνει τη μείωση του ύψους της τοκοφόρου κατάθεσης ή να την ακυρώσει.»

«1.

Εάν το Συμβούλιο απευθύνει σε κράτος μέλος σύσταση σύμφωνα με το άρθρο 121 παράγραφος 4 της Συνθήκης να λάβει τα αναγκαία μέτρα προσαρμογής σε περίπτωση σημαντικής παρατηρηθείσας απόκλισης από την πορεία προσαρμογής προς την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου στόχου, όπως ορίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97, το Συμβούλιο επιβάλλει την πραγματοποίηση τοκοφόρου κατάθεσης, μετά από πρόταση της Επιτροπής. Η απόφαση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί από το Συμβούλιο εκτός εάν αυτό αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία να απορρίψει την πρόταση μέσα σε δέκα ημέρες από την έγκρισή της από την Επιτροπή. Το Συμβούλιο μπορεί να τροποποιήσει την πρόταση σύμφωνα με το άρθρο 293 παράγραφος 1 της Συνθήκης.

[…]

»

Αιτιολογία

Η ΕΚΤ προτείνει την αντικατάσταση των αφηρημένων εννοιών με σαφώς μετρήσιμες έννοιες.

Η ΕΚΤ προτείνει τη διαγραφή των πρόσθετων σταδίων της διαδικασίας, κατά τα οποία επανεξετάζονται μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί μετά από επαρκή συζήτηση, καθώς περιορίζουν το βαθμό αυτοματισμού της κύρωσης.

Τροποποίηση 5

Άρθρο 4 παράγραφος 4 του προτεινόμενου κανονισμού

«4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή, λόγω έκτακτων οικονομικών περιστάσεων ή μετά από αιτιολογημένο αίτημα που απευθύνει το οικείο κράτος μέλος στην Επιτροπή, μέσα σε δέκα ημέρες από την έκδοση της απόφασης του Συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 6 της Συνθήκης, μπορεί να προτείνει τη μείωση του ύψους της άτοκης κατάθεσης ή να την ακυρώσει.»

«   »

Αιτιολογία

Η ΕΚΤ προτείνει τη διαγραφή της παραγράφου αυτής, καθώς μειώνει τον αυτοματισμό της κύρωσης.

Τροποποίηση 6

Άρθρο 5 παράγραφος 4 του προτεινόμενου κανονισμού

«4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή, λόγω έκτακτων οικονομικών περιστάσεων ή μετά από αιτιολογημένο αίτημα που απευθύνει το οικείο κράτος μέλος στην Επιτροπή, μέσα σε δέκα ημέρες από την έκδοση της απόφασης του Συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 8 της Συνθήκης, μπορεί να προτείνει την ακύρωση ή τη μείωση του ύψους του προστίμου.»

«   »

Αιτιολογία

Βλ. την αιτιολογία της προηγούμενης τροποποίησης.

Τροποποίηση 7

Άρθρο 7 του προτεινόμενου κανονισμού

«Οι τόκοι τους οποίους εισπράττει η Επιτροπή από καταθέσεις που έχουν πραγματοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 4 και τα πρόστιμα που εισπράττονται σύμφωνα με το άρθρο 5 αποτελούν “άλλα έσοδα”, όπως αναφέρονται στο άρθρο 311 της Συνθήκης, και διανέμονται, αναλογικά προς το μερίδιό τους στο ακαθάριστο εθνικό εισόδημα των επιλέξιμων κρατών μελών, μεταξύ των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ που δεν έχουν υπερβολικό έλλειμμα, όπως ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 6 της Συνθήκης, ούτε αποτελούν αντικείμενο διαδικασίας υπερβολικής ανισορροπίας κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. […/…].»

«Οι τόκοι τους οποίους εισπράττει η Επιτροπή από καταθέσεις που έχουν πραγματοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 4 και τα πρόστιμα που εισπράττονται σύμφωνα με το άρθρο 5 αποτελούν “άλλα έσοδα”, όπως αναφέρονται στο άρθρο 311 της Συνθήκης, και αποδίδονται στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.

Αιτιολογία

Βλ. την αιτιολογία της τροποποίησης 6 στην πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/97.


Προτάσεις διατύπωσης σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με κατασταλτικά μέτρα για τη διόρθωση των υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών στην ευρωζώνη

[COM(2010) 525]

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροποποιήσεις που προτείνει η ΕΚΤ (4)

Τροποποίηση 1

Νέα αιτιολογική σκέψη (6α) του προτεινόμενου κανονισμού

Δεν υπάρχει κείμενο

«(6α)

Θα πρέπει να θεσπιστεί διαβάθμιση κυρώσεων βάσει της οποίας το Συμβούλιο θα πρέπει ήδη να επιβάλλει τοκοφόρο κατάθεση μετά τη μη συμμόρφωση με τη σχετική προθεσμία που τάσσει, έτσι ώστε να επιβάλλει πρόστιμο μετά τη μη συμμόρφωση με δύο σχετικές προθεσμίες.»

Αιτιολογία

Η επιβολή τοκοφόρου κατάθεσης μετά την πρώτη μη συμμόρφωση των κρατών μελών θα διευκολύνει την επιβολή προστίμων σε περίπτωση που διαπιστώνεται επανειλημμένη μη συμμόρφωση με τις σχετικές προθεσμίες.

Τροποποίηση 2

Αιτιολογική σκέψη (12) του προτεινόμενου κανονισμού

«(12)

Τα εισπραττόμενα πρόστιμα θα πρέπει να διανέμονται μεταξύ των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ που δεν αποτελούν αντικείμενο διαδικασίας υπερβολικής ανισορροπίας ούτε έχουν υπερβολικό έλλειμμα.»

«(12)

Τα εισπραττόμενα πρόστιμα θα πρέπει να αποδίδονται στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.

Αιτιολογία

Βλ. την αιτιολογία της τροποποίησης 6 στην πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/97.

Τροποποίηση 3

Άρθρο 1 παράγραφος 1 του προτεινόμενου κανονισμού

«1.   Ο παρών κανονισμός θεσπίζει σύστημα προστίμων για την αποτελεσματική διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών στην περιοχή του ευρώ.»

«1.   Ο παρών κανονισμός θεσπίζει σύστημα κυρώσεων για την αποτελεσματική διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών στην περιοχή του ευρώ.»

Αιτιολογία

Προκειμένου να μην καταλαμβάνει μόνον τα πρόστιμα, αλλά και τις τοκοφόρες καταθέσεις, ο προτεινόμενος κανονισμός θα πρέπει να αναφέρεται σε ένα σύστημα κυρώσεων.

Τροποποίηση 4

Άρθρο 2 του προτεινόμενου κανονισμού

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, εφαρμόζονται οι ορισμοί του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. […/…].

Επιπλέον, εφαρμόζεται ο ακόλουθος ορισμός:

ως “έκτακτες οικονομικές περιστάσεις” νοούνται περιστάσεις όπου η υπέρβαση ενός δημοσιονομικού ελλείμματος σε σχέση με την τιμή αναφοράς θεωρείται έκτακτη, κατά την έννοια της του άρθρου 126 παράγραφος 2 στοιχείο α) δεύτερη περίπτωση της Συνθήκης και όπως διευκρινίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/97 του Συμβουλίου (5).

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, εφαρμόζονται οι ορισμοί του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. […/…].

.

Αιτιολογία

Βλ. τις προτάσεις της ΕΚΤ στην τροποποίηση 5 που αφορά το άρθρο 3 του προτεινόμενου κανονισμού και τη σχετική αιτιολογία. Λόγω των προτεινόμενων τροποποιήσεων στο άρθρο 3, δεν υφίσταται ανάγκη ορισμού της έννοιας «έκτακτες οικονομικές περιστάσεις».

Τροποποίηση 5

Άρθρο 3 του προτεινόμενου κανονισμού

«1.   Το Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής, επιβάλλει ετήσιο πρόστιμο, εάν:

1.

έχουν τεθεί δύο διαδοχικές προθεσμίες σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 και το άρθρο 10 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. […/…], και το Συμβούλιο στη συνέχεια καταλήγει στο συμπέρασμα, σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 4 του εν λόγω κανονισμού, ότι το οικείο κράτος μέλος δεν έχει ακόμη λάβει τα συνιστώμενα διορθωτικά μέτρα, ή εάν

2.

έχουν τεθεί δύο διαδοχικές προθεσμίες σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. […/…], και το Συμβούλιο στη συνέχεια καταλήγει στο συμπέρασμα, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού, ότι το οικείο κράτος μέλος έχει υποβάλει εκ νέου ανεπαρκές σχέδιο διορθωτικών ενεργειών.

Η απόφαση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί από το Συμβούλιο εκτός εάν αυτό αποφασίσει, με ειδική πλειοψηφία, να απορρίψει την πρόταση μέσα σε δέκα ημέρες από την έγκρισή της από την Επιτροπή. Το Συμβούλιο μπορεί να τροποποιήσει την πρόταση σύμφωνα με το άρθρο 293 παράγραφος 1 της Συνθήκης.

2.   Το πρόστιμο που προτείνεται από την Επιτροπή ανέρχεται σε 0,1 % του ΑΕΠ του οικείου κράτους μέλους κατά το προηγούμενο έτος.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, η Επιτροπή μπορεί, λόγω έκτακτων οικονομικών περιστάσεων ή μετά από αιτιολογημένο αίτημα που απευθύνει το οικείο κράτος μέλος στην Επιτροπή, μέσα σε δέκα ημέρες από την έγκριση των συμπερασμάτων του Συμβουλίου που αναφέρονται στην παράγραφο 1, να προτείνει μείωση του ύψους του προστίμου ή να το ακυρώσει.

4.   Εάν ένα κράτος μέλος έχει καταβάλει ετήσιο πρόστιμο για ένα δεδομένο ημερολογιακό έτος και το Συμβούλιο στη συνέχεια καταλήγει στο συμπέρασμα, σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. […/…], ότι το κράτος μέλος έχει λάβει τα συνιστώμενα διορθωτικά μέτρα κατά το δεδομένο έτος, το πρόστιμο που έχει καταβληθεί για το δεδομένο έτος επιστρέφεται στο κράτος μέλος κατά χρονική αναλογία.»

«1.   Το Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής, επιβάλλει τοκοφόρο κατάθεση, εάν:

1.

έχει τεθεί προθεσμία σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 ή το άρθρο 10 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. […/…], και το Συμβούλιο στη συνέχεια καταλήγει στο συμπέρασμα, σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 4 του εν λόγω κανονισμού, ότι το οικείο κράτος μέλος δεν έχει ακόμη λάβει τα συνιστώμενα διορθωτικά μέτρα, ή εάν

2.

έχει τεθεί προθεσμία σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1 ή 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. […/…], και το Συμβούλιο στη συνέχεια καταλήγει στο συμπέρασμα, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού, ότι το οικείο κράτος μέλος έχει υποβάλει εκ νέου ανεπαρκές σχέδιο διορθωτικών ενεργειών.

Η απόφαση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί από το Συμβούλιο εκτός εάν αυτό αποφασίσει, με ειδική πλειοψηφία, να απορρίψει την πρόταση μέσα σε δέκα ημέρες από την έγκρισή της από την Επιτροπή. Το Συμβούλιο μπορεί να τροποποιήσει την πρόταση σύμφωνα με το άρθρο 293 παράγραφος 1 της Συνθήκης.

2.   Η τοκοφόρος κατάθεση που προτείνεται από την Επιτροπή ανέρχεται σε  % του ΑΕΠ του οικείου κράτους μέλους κατά το προηγούμενο έτος.

   

4.   Εάν ένα κράτος μέλος έχει πραγματοποιήσει τοκοφόρο κατάθεση για ένα δεδομένο ημερολογιακό έτος και το Συμβούλιο στη συνέχεια καταλήγει στο συμπέρασμα, σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. […/…], ότι το κράτος μέλος έχει λάβει τα συνιστώμενα διορθωτικά μέτρα κατά το δεδομένο έτος, η κατάθεση για το δεδομένο έτος μαζί με τους δεδουλευμένους τόκους επιστρέφεται στο κράτος μέλος κατά χρονική αναλογία.

5.   Το Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής, επιβάλλει ετήσιο πρόστιμο, εάν:

(1)

έχουν τεθεί δύο διαδοχικές προθεσμίες σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 ή το άρθρο 10 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. […/…], και το Συμβούλιο στη συνέχεια καταλήγει στο συμπέρασμα, σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 4 του εν λόγω κανονισμού, ότι το οικείο κράτος μέλος δεν έχει ακόμη λάβει τα συνιστώμενα διορθωτικά μέτρα.

(2)

έχουν τεθεί δύο διαδοχικές προθεσμίες σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1 ή 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. […/…], και το Συμβούλιο στη συνέχεια καταλήγει στο συμπέρασμα, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού, ότι το οικείο κράτος μέλος έχει υποβάλει εκ νέου ανεπαρκές σχέδιο διορθωτικών ενεργειών.

6.   Εάν ένα κράτος μέλος έχει καταβάλει ετήσιο πρόστιμο για ένα δεδομένο ημερολογιακό έτος και το Συμβούλιο στη συνέχεια καταλήγει στο συμπέρασμα, σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. […/…], ότι το κράτος μέλος έχει λάβει τα συνιστώμενα διορθωτικά μέτρα κατά το δεδομένο έτος, το πρόστιμο που έχει καταβληθεί για το δεδομένο έτος επιστρέφεται στο κράτος μέλος κατά χρονική αναλογία.

7.   Το ετήσιο πρόστιμο ανέρχεται στο 0,2 % του ΑΕΠ του κράτους μέλους κατά το προηγούμενο έτος.»

Αιτιολογία

Η ΕΚΤ προτείνει ότι μία προθεσμία θα ήταν αρκετή για την επιβολή της υποχρέωσης κατάθεσης, πράγμα που θα καθιστούσε δυνατή την εφαρμογή ενός συστήματος πιο ευρείας διαβάθμισης κυρώσεων, καθώς τα πρόστιμα θα μπορούσαν να επιβάλλονται βάσει επανειλημμένης μη συμμόρφωσης. Επίσης, η ΕΚΤ προτείνει τη διαγραφή των σταδίων αναθεώρησης, τα οποία επιμηκύνουν τη διαδικασία και μειώνουν τον αυτοματισμό της κύρωσης.

Τροποποίηση 6

Άρθρο 4 του προτεινόμενου κανονισμού

«Τα πρόστιμα που εισπράττονται σύμφωνα με το άρθρο 3 του παρόντος κανονισμού αποτελούν “άλλα έσοδα”, όπως αναφέρονται στο άρθρο 311 της Συνθήκης, και διανέμονται, αναλογικά προς το μερίδιό τους στο συνολικό ακαθάριστο εθνικό εισόδημα (ΑΕΕ) των επιλέξιμων κρατών μελών, μεταξύ των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ που δεν αποτελούν αντικείμενο διαδικασίας υπερβολικής ανισορροπίας, κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. […/…], ούτε έχουν υπερβολικό έλλειμμα όπως ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 6 της Συνθήκης.»

«Τα πρόστιμα που εισπράττονται σύμφωνα με το άρθρο 3 του παρόντος κανονισμού αποτελούν “άλλα έσοδα”, όπως αναφέρονται στο άρθρο 311 της Συνθήκης, και αποδίδονται στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας. διανέμονται, αναλογικά προς το μερίδιό τους στο συνολικό ακαθάριστο εθνικό εισόδημα (ΑΕΕ) των επιλέξιμων κρατών μελών, μεταξύ των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ που δεν αποτελούν αντικείμενο διαδικασίας υπερβολικής ανισορροπίας, κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. […/…], ούτε έχουν υπερβολικό έλλειμμα όπως ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 6 της Συνθήκης.»

Αιτιολογία

Βλ. την αιτιολογία της τροποποίησης 6 στον προτεινόμενο κανονισμό του Συμβουλίου που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/97.


Προτάσεις διατύπωσης σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1466/97 για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών

[COM(2010) 526]

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροποποιήσεις που προτείνει η ΕΚΤ (7)

Τροποποίηση 1

Αιτιολογική σκέψη 7

«(7)

Η υποχρέωση επίτευξης και διατήρησης του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή με τον καθορισμό των αρχών μιας συνετής δημοσιονομικής πολιτικής.»

«

»

Αιτιολογία

Η ΕΚΤ δεν θεωρεί αναγκαία τη χρήση της έννοιας της συνετής δημοσιονομικής πολιτικής.

Τροποποίηση 2

Αιτιολογική σκέψη 9 του προτεινόμενου κανονισμού

«(9)

Μια συνετή δημοσιονομική πολιτική σημαίνει ότι ο ρυθμός αύξησης των δημοσίων δαπανών δεν υπερβαίνει κανονικά ένα συνετό ποσοστό μεσοπρόθεσμης αύξησης του ΑΕΠ, και ότι οι τυχόν υπερβάσεις στις δαπάνες σε σχέση με τον κανόνα αυτόν αντισταθμίζονται με αυξήσεις διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των δημόσιων εσόδων και τυχόν μειώσεις διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων αντισταθμίζονται με μειώσεις στις δαπάνες.»

«(9)

Η ύπαρξη επαρκούς προόδου προς την κατεύθυνση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου θα πρέπει να αξιολογείται με βάση μια συνολική εκτίμηση με σημείο αναφοράς το διαρθρωτικό ισοζύγιο, συμπεριλαμβανομένης μιας ανάλυσης των δαπανών χωρίς να υπολογίζονται τα μέτρα διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων. Από την άποψη αυτή, και εφόσον ο μεσοπρόθεσμος στόχος έχει επιτευχθεί, ο ρυθμός αύξησης των δημοσίων δαπανών δεν θα πρέπει να υπερβαίνει κανονικά ένα μεσοπρόθεσμο ποσοστό αναφοράς δυνητικής αύξησης του ΑΕΠ, ενώ τυχόν υπερβάσεις στις δαπάνες σε σχέση με τον κανόνα αυτόν θα πρέπει να αντισταθμίζονται με αυξήσεις διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των δημόσιων εσόδων και τυχόν μειώσεις διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων θα πρέπει να αντισταθμίζονται με μειώσεις στις δαπάνες. Το προβλεπόμενο μεσοπρόθεσμο ποσοστό δυνητικής αύξησης του ΑΕΠ θα πρέπει να υπολογίζεται με βάση την κοινή μεθοδολογία που χρησιμοποιεί η Επιτροπή. Η επίδραση της διάρθρωσης της ανάπτυξης στην αύξηση των εσόδων θα πρέπει να θεωρείται ως μέσο για την αποφυγή του ενδεχόμενου εξάρτησης της αύξησης των εσόδων από συγκεκριμένη διάρθρωση της ανάπτυξης του κράτους μέλους, η οποία μπορεί να μεταβάλλεται.»

Αιτιολογία

Η ΕΚΤ προτείνει τη χρήση σαφών κριτήριων αντί των αφηρημένων εννοιών. Η διάρθρωση της ανάπτυξης μπορεί να ασκεί σημαντική επιρροή στην αύξηση των δημοσίων εσόδων, η οποία θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στον κανόνα.

Τροποποίηση 3

Αιτιολογική σκέψη 10 του προτεινόμενου κανονισμού

«(10)

Προσωρινή απόκλιση από τη συνετή δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να επιτρέπεται σε περίπτωση σοβαρής γενικευμένης επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας, προκειμένου να διευκολυνθεί η οικονομική ανάκαμψη.»

«

»

Αιτιολογία

Ενόψει της προεξάρχουσας σημασίας της δημοσιονομικής βιωσιμότητας, η ΕΚΤ προτείνει τη διαγραφή αυτής της ανοικτής ρήτρας διαφυγής.

Τροποποίηση 4

Αιτιολογική σκέψη 11 του προτεινόμενου κανονισμού

«(11)

Σε περίπτωση σημαντικής απόκλισης από τη συνετή δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να απευθύνεται προειδοποίηση στο οικείο κράτος μέλος και σε περίπτωση που η σημαντική απόκλιση εμμένει ή είναι ιδιαίτερα σοβαρή, θα πρέπει να απευθύνεται σύσταση στο οικείο κράτος μέλος για τη λήψη των απαραίτητων διορθωτικών μέτρων.»

«(11)

Σε περίπτωση σημαντικής απόκλισης από την πορεία προσαρμογής προς την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου στόχου, η Επιτροπή μπορεί να ζητά την παροχή πρόσθετων στοιχείων από το κράτος μέλος και θα πρέπει να απευθύνεται προειδοποίηση στο οικείο κράτος μέλος και , θα πρέπει να απευθύνεται σύσταση από το Συμβούλιο στο οικείο κράτος μέλος με την οποία θα ορίζεται προθεσμία για τη λήψη των απαραίτητων διαρθρωτικών μέτρων.

Το οικείο κράτος μέλος θα πρέπει να υποβάλλει έκθεση στο Συμβούλιο σχετικά με τα μέτρα που έλαβε. Εάν το οικείο κράτος μέλος δεν λάβει τα κατάλληλα μέτρα εντός της προθεσμίας που έχει ορίσει το Συμβούλιο, το τελευταίο θα πρέπει να εκδώσει σύσταση και να υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.»

Αιτιολογία

Η παροχή στοιχείων που προβλέπεται στην προτεινόμενη τροποποίηση θα αυξήσει την πίεση στα κράτη μέλη που δεν συμμορφώνονται.

Τροποποίηση 5

Νέα αιτιολογική σκέψη (11α) του προτεινόμενου κανονισμού

Δεν υπάρχει κείμενο

«(11α)

Θα πρέπει να συσταθεί συμβουλευτικό όργανο που θα αποτελείται από πρόσωπα αναγνωρισμένου κύρους σε οικονομικά και δημοσιονομικά θέματα με σκοπό να παρέχει σε ετήσια βάση ανεξάρτητη έκθεση η οποία θα απευθύνεται στα θεσμικά όργανα της Ένωσης και θα αφορά τον τρόπο που η Επιτροπή και το Συμβούλιο έχουν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τα άρθρα 121 και 126 της συνθήκης και από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1466/97, [από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/97, καθώς και από τους ακόλουθους κανονισμούς: τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. […/…] για την αποτελεσματική επιβολή της δημοσιονομικής εποπτείας στη ζώνη του ευρώ· τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. […/…] σχετικά με κατασταλτικά μέτρα για τη διόρθωση των υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών στην ευρωζώνη· τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. […/…] σχετικά με την πρόληψη και τη διόρθωση των υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών]. Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, του Συμβουλίου ή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, και εφόσον έχει τη δυνατότητα, το όργανο αυτό θα πρέπει επίσης να προβαίνει σε ανάλυση συγκεκριμένων οικονομικών ή δημοσιονομικών θεμάτων, ενώ δεν θα πρέπει να θίγει τις αρμοδιότητες της Επιτροπής. Τα μέλη του εν λόγω συμβουλευτικού οργάνου θα πρέπει να είναι πλήρως ανεξάρτητα.»

Αιτιολογία

Η ΕΚΤ θεωρεί ότι το συμβουλευτικό αυτό σώμα θα συμβάλλει στην τήρηση των υποχρεώσεων του Συμβουλίου και της Επιτροπής που απορρέουν από τη συνθήκη και τις διαδικασίες που προβλέπονται στις προτάσεις τις Επιτροπής. Το εν λόγω σώμα θα πρέπει να συσταθεί με τον παρόντα κανονισμό, ενώ οι λοιποί κανονισμοί που προβλέπονται στις προτάσεις της Επιτροπής θα πρέπει να παραπέμπουν σε αυτόν. Με την επιφύλαξη του βασικού του καθήκοντος, και εφόσον οι πόροι του το επιτρέπουν, μπορεί να του ζητηθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το Συμβούλιο ή την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η διενέργεια συγκεκριμένης ανάλυσης. Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι τα καθήκοντα του εν λόγω οργάνου δεν παραβιάζουν τις αρμοδιότητες της Επιτροπής.

Τροποποίηση 6

Αιτιολογική σκέψη (12) του προτεινόμενου κανονισμού

«(12)

Για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με το πλαίσιο δημοσιονομικής εποπτείας της Ένωσης για τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, θα πρέπει να θεσπιστεί ειδικός μηχανισμός επιβολής βάσει του άρθρου 136 της Συνθήκης όταν παρατηρείται διαρκής και σημαντική απόκλιση από τη συνετή δημοσιονομική πολιτική.»

«(12)

Για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με το πλαίσιο δημοσιονομικής εποπτείας της Ένωσης για τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, θα πρέπει να θεσπιστεί ειδικός μηχανισμός επιβολής βάσει του άρθρου 136 της Συνθήκης όταν παρατηρείται διαρκής και σημαντική απόκλιση από την πορεία προσαρμογής προς την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου

Αιτιολογία

Η σαφής αναφορά στη σημαντική απόκλιση από την πορεία προσαρμογής προς την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου είναι προτιμότερη από την ευρεία έννοια της συνετής δημοσιονομικής πολιτικής.

Τροποποίηση 7

Άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του προτεινόμενου κανονισμού

(Άρθρο 3 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97)

«3.   Τα στοιχεία για την πορεία του ισοζυγίου και του δείκτη χρέους γενικής κυβέρνησης, την εξέλιξη των δημοσίων δαπανών, την προβλεπόμενη εξέλιξη των δημοσίων εσόδων με αμετάβλητες πολιτικές, τα προβλεπόμενα μέτρα διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων και τις βασικές οικονομικές παραδοχές που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχεία α) και β) καταρτίζονται σε ετήσια βάση και καλύπτουν το προηγούμενο έτος, το τρέχον έτος και τουλάχιστον τα τρία επόμενα έτη.»

«3.   Τα στοιχεία για την πορεία του ισοζυγίου και του δείκτη χρέους γενικής κυβέρνησης, την εξέλιξη των δημοσίων δαπανών, την προβλεπόμενη εξέλιξη των δημοσίων εσόδων με αμετάβλητες πολιτικές, τα προβλεπόμενα μέτρα διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων με κατάλληλο ποσοτικό προσδιορισμό, και τις βασικές οικονομικές παραδοχές που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχεία α) και β) καταρτίζονται σε ετήσια βάση και καλύπτουν το προηγούμενο έτος, το τρέχον έτος και τουλάχιστον τα τρία επόμενα έτη.»

Αιτιολογία

Καθίσταται αναγκαία η απαίτηση αυστηρότερου ποσοτικού προσδιορισμού των μέτρων διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων.

Τροποποίηση 8

Άρθρο 1 παράγραφος 4 του προτεινόμενου κανονισμού

[Άρθρο 5 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97]

«1. […]   […]

Το Συμβούλιο, όταν εκτιμά την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, εξετάζει αν το οικείο κράτος μέλος προβαίνει στην απαιτούμενη για το σκοπό αυτό ετήσια βελτίωση του κυκλικά προσαρμοσμένου δημοσιονομικού ισοζυγίου του, χωρίς να υπολογίζονται τα έκτακτα και λοιπά προσωρινά μέτρα, το ενδεικτικό ύψος της οποίας ορίζεται σε 0,5 % του ΑΕΠ. Για τα κράτη μέλη με υψηλό επίπεδο χρέους ή υπερβολικά μεγάλες μακροοικονομικές ανισορροπίες ή και τα δύο, το Συμβούλιο εξετάζει αν η ετήσια βελτίωση του κυκλικά προσαρμοσμένου δημοσιονομικού ισοζυγίου, χωρίς να υπολογίζονται τα έκτακτα και λοιπά προσωρινά μέτρα, είναι υψηλότερη του 0,5 % του ΑΕΠ. Το Συμβούλιο λαμβάνει υπόψη κατά πόσο καταβάλλεται μεγαλύτερη προσπάθεια προσαρμογής σε περιόδους ευνοϊκής οικονομικής συγκυρίας, ενώ η προσπάθεια μπορεί να είναι πιο περιορισμένη σε περιόδους δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας.

[…]

Το συνετό ποσοστό μεσοπρόθεσμης ανάπτυξης θα πρέπει να αξιολογείται βάσει προβολών δεκαετούς χρονικού ορίζοντα με περιοδικές επικαιροποιήσεις.

[…]

Το Συμβούλιο εξετάζει επίσης κατά πόσο το περιεχόμενο του προγράμματος σταθερότητας διευκολύνει την επίτευξη μιας συνεχούς σύγκλισης εντός της ζώνης του ευρώ, τον στενότερο συντονισμό των οικονομικών πολιτικών και κατά πόσο οι οικονομικές πολιτικές του οικείου κράτους μέλους είναι συνεπείς με τους γενικούς προσανατολισμούς οικονομικής πολιτικής των κρατών μελών και της Ένωσης.

Σε περιόδους σοβαρής γενικευμένης επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας, μπορεί να επιτραπεί στα κράτη μέλη προσωρινή απόκλιση από την πορεία προσαρμογής που απαιτείται στο πλαίσιο της συνετής δημοσιονομικής πολιτικής που προβλέπεται στο τέταρτο εδάφιο.»

«1. […]   […]

Το Συμβούλιο, όταν εκτιμά την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, εξετάζει αν το οικείο κράτος μέλος προβαίνει στην απαιτούμενη για το σκοπό αυτό ετήσια βελτίωση του κυκλικά προσαρμοσμένου δημοσιονομικού ισοζυγίου του, χωρίς να υπολογίζονται τα έκτακτα και λοιπά προσωρινά μέτρα, το ενδεικτικό ύψος της οποίας ορίζεται σε 0,5 % του ΑΕΠ. Για τα κράτη μέλη με επίπεδο δημοσίου χρέους που υπερβαίνει την τιμή αναφοράς του 60 % του ΑΕΠ ή με σημαντικούς κινδύνους όσον αφορά τη δημοσιονομική βιωσιμότητα ή υπερβολικά μεγάλες μακροοικονομικές ανισορροπίες ή και τα δύο, το Συμβούλιο εξετάζει αν η ετήσια βελτίωση του κυκλικά προσαρμοσμένου δημοσιονομικού ισοζυγίου, χωρίς να υπολογίζονται τα έκτακτα και λοιπά προσωρινά μέτρα, είναι σημαντικά υψηλότερη του 0,5 % του ΑΕΠ. Το Συμβούλιο λαμβάνει υπόψη κατά πόσο καταβάλλεται μεγαλύτερη προσπάθεια προσαρμογής σε περιόδους ευνοϊκής οικονομικής συγκυρίας, ενώ η προσπάθεια μπορεί να είναι πιο περιορισμένη σε περιόδους δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας. Λαμβάνεται υπόψη η επίδραση της διάρθρωσης της ανάπτυξης στην αύξηση των εσόδων.

[…]

Το μεσοπρόθεσμο ποσοστό αναφοράς δυνητικής αύξησης του ΑΕΠ θα πρέπει να αξιολογείται βάσει προβολών δεκαετούς χρονικού ορίζοντα με περιοδικές επικαιροποιήσεις.

[…]

Το Συμβούλιο εξετάζει επίσης κατά πόσο το περιεχόμενο του προγράμματος σταθερότητας διευκολύνει τηδιατήρηση μιας συνεχούς σύγκλισης εντός της ζώνης του ευρώ, τον στενότερο συντονισμό των οικονομικών πολιτικών και κατά πόσο οι οικονομικές πολιτικές του οικείου κράτους μέλους είναι συνεπείς με τους γενικούς προσανατολισμούς οικονομικής πολιτικής των κρατών μελών και της Ένωσης.

»

Αιτιολογία

Εκτός από τις αυτονόητες παρατηρήσεις τεχνικού χαρακτήρα, η δυνατότητα απόκλισης από την πορεία προσαρμογής για λόγους «σοβαρής γενικευμένης επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας» συνεπάγεται ότι η πορεία προσαρμογής, η οποία ήδη βασίζεται στην αφηρημένη έννοια της «συνετής δημοσιονομικής πολιτικής», θα υπόκειται σε μια πρόσθετη ρήτρα διαφυγής που θα έθετε σε κίνδυνο τη δημοσιονομική βιωσιμότητα.

Τροποποίηση 9

Άρθρο 1 παράγραφος 5 του προτεινόμενου κανονισμού

[Άρθρο 6 παράγραφοι 2 και 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97]

«2.   Σε περίπτωση σημαντικής απόκλισης από τη συνετή δημοσιονομική πολιτική που αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο του άρθρου 5 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, και προκειμένου να αποφευχθεί η εμφάνιση υπερβολικού ελλείμματος, η Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 121 παράγραφος 4 της Συνθήκης, δύναται να απευθύνει προειδοποίηση στο οικείο κράτος μέλος.

Η απόκλιση σε σχέση με τη συνετή δημοσιονομική πολιτική θεωρείται σημαντική στις εξής περιπτώσεις: η αύξηση των δαπανών υπερβαίνει την αύξηση που είναι συνεπής με τη συνετή δημοσιονομική πολιτική και δεν αντισταθμίζεται με μέτρα διακριτικής ευχέρειας που αυξάνουν τα έσοδα· ή τα μέτρα διακριτικής ευχέρειας που μειώνουν τα έσοδα δεν αντισταθμίζονται με μειώσεις των δαπανών· και η απόκλιση έχει συνολικό αντίκτυπο στο ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης τουλάχιστον 0,5 % του ΑΕΠ σε ένα δεδομένο έτος ή τουλάχιστον 0,25 % του ΑΕΠ κατά μέσο όρο ετησίως σε δύο διαδοχικά έτη.

[…]

3.   Εάν η σημαντική απόκλιση από τη συνετή δημοσιονομική πολιτική εμμένει ή είναι ιδιαίτερα σοβαρή, το Συμβούλιο, μετά από σύσταση της Επιτροπής, απευθύνει σύσταση στο οικείο κράτος μέλος προκειμένου να λάβει τα απαραίτητα μέτρα προσαρμογής. Το Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής, δημοσιοποιεί τις συστάσεις.»

[αντιστρέφεται η σειρά εμφάνισης του πρώτου και του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 6 παράγραφος 2]

«2.   Η παρατηρηθείσα απόκλιση από την πορεία προσαρμογής προς την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου στόχου θεωρείται σημαντική στις εξής περιπτώσεις: α) η ετήσια βελτίωση του διαρθρωτικού ισοζυγίου πληροί τις προϋποθέσεις του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 5 παράγραφος 1 ή β) η αύξηση των δαπανών υπερβαίνει το μεσοπρόθεσμο ποσοστό αναφοράς δυνητικής αύξησης του ΑΕΠ και δεν αντισταθμίζεται με μέτρα διακριτικής ευχέρειας που αυξάνουν τα έσοδα· ή τα μέτρα διακριτικής ευχέρειας που μειώνουν τα έσοδα δεν αντισταθμίζονται με μειώσεις των δαπανών· και η απόκλιση έχει συνολικό αρνητικό αντίκτυπο στο ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης τουλάχιστον 0,25 % του ΑΕΠ σε ένα δεδομένο έτος . Λαμβάνεται υπόψη η επίδραση της διάρθρωσης της ανάπτυξης στην αύξηση των εσόδων.

Σε περίπτωση σημαντικής παρατηρηθείσας απόκλισης από την πορεία προσαρμογής προς την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου που αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο του άρθρου 5 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, , η Επιτροπή, μπορεί να ζητήσει την παροχή πρόσθετων στοιχείων από το οικείο κράτος μέλος και, σύμφωνα με το άρθρο 121 παράγραφος 4 της Συνθήκης, δύναται να απευθύνει προειδοποίηση στο οικείο κράτος μέλος.

Το Συμβούλιο, εντός ενός μηνός από την ημερομηνία έκδοσης της προειδοποίησης από την Επιτροπή, εκδίδει σύσταση για τη λήψη μέτρων πολιτικής, τάσσοντας προθεσμία για την αντιμετώπιση της απόκλισης, βάσει της σύστασης της Επιτροπής, η οποία στηρίζεται στο άρθρο 121 παράγραφος 4 της συνθήκης.

Εντός της προθεσμίας που έχει τάξει το Συμβούλιο στη σύσταση που εξέδωσε βάσει του άρθρου 121 παράγραφος 4 της συνθήκης, το οικείο κράτος μέλος υποβάλλει έκθεση στο Συμβούλιο σχετικά με τα μέτρα που έλαβε σε σχέση με την εν λόγω σύσταση.

Εάν το κράτος μέλος δεν λάβει τα κατάλληλα μέτρα εντός πέντε μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της σύστασης από το Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 121 παράγραφος 4 της συνθήκης, το Συμβούλιο εκδίδει αμέσως σύσταση, με βάση σύσταση της Επιτροπής που στηρίζεται στο άρθρο 121 παράγραφος 4 της συνθήκης, και υποβάλλει σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Μετά την έκδοση της εν λόγω σύστασης του Συμβουλίου, η Επιτροπή, σε συνεργασία με την ΕΚΤ εφόσον η τελευταία το κρίνει σκόπιμο, μπορεί να αποστείλει κλιμάκιο για παρακολούθηση. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Συμβούλιο σχετικά με την έκβαση της αποστολής και μπορεί να αποφασίσει τη δημοσιοποίηση των διαπιστώσεών της.

Η προθεσμία των πέντε μηνών συντέμνεται σε τρεις μήνες, εάν η Επιτροπή στην αναφερόμενη στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου σύστασή της προς το Συμβούλιο θεωρεί ότι η κατάσταση είναι ιδιαίτερα σοβαρή και δικαιολογεί την ανάληψη επείγουσας δράσης.

[…]

   »

Αιτιολογία

Η διαδικασία θα πρέπει να αναθεωρηθεί και να εισαχθούν νέα στάδια προκειμένου αυτή να γίνει πιο αποτελεσματική, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας αποστολής κλιμάκιων.

Τροποποίηση 10

Άρθρο 1 παράγραφος 8 του προτεινόμενου κανονισμού

[Άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97]

«1.   […]

Το Συμβούλιο, όταν εκτιμά την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, λαμβάνει υπόψη κατά πόσο καταβάλλεται μεγαλύτερη προσπάθεια προσαρμογής σε περιόδους ευνοϊκής οικονομικής συγκυρίας, ενώ η προσπάθεια μπορεί να είναι πιο περιορισμένη σε περιόδους δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας. Για τα κράτη μέλη με υψηλό επίπεδο χρέους ή υπερβολικά μεγάλες μακροοικονομικές ανισορροπίες ή και τα δύο, το Συμβούλιο εξετάζει κατά πόσο η ετήσια βελτίωση του κυκλικά προσαρμοσμένου ισοζυγίου, χωρίς να υπολογίζονται τα έκτακτα και λοιπά προσωρινά μέτρα, είναι υψηλότερη του 0,5 % του ΑΕΠ. Για τα κράτη μέλη του ΜΣΙ ΙΙ, το Συμβούλιο εξετάζει εάν το οικείο κράτος μέλος προβαίνει σε κατάλληλη ετήσια βελτίωση του κυκλικά προσαρμοσμένου ισοζυγίου του, χωρίς να υπολογίζονται τα έκτακτα και λοιπά προσωρινά μέτρα, το ενδεικτικό ύψος της οποίας ορίζεται σε 0,5 % του ΑΕΠ, η οποία απαιτείται για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού του στόχου.

[…]

Το συνετό ποσοστό μεσοπρόθεσμης ανάπτυξης θα πρέπει να αξιολογείται βάσει προβολών δεκαετούς χρονικού ορίζοντα με περιοδικές επικαιροποιήσεις.

[…]

Το Συμβούλιο εξετάζει περαιτέρω αν το περιεχόμενο του προγράμματος σύγκλισης διευκολύνει το στενότερο συντονισμό των οικονομικών πολιτικών και αν οι οικονομικές πολιτικές του οικείου κράτους μέλους είναι συνεπείς με τους γενικούς προσανατολισμούς οικονομικής πολιτικής των κρατών μελών και της Ένωσης. Επιπλέον, για τα κράτη μέλη του ΜΣΙ ΙΙ, το Συμβούλιο εξετάζει εάν το περιεχόμενο του προγράμματος σύγκλισης εξασφαλίζει την ομαλή συμμετοχή στον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών.

Σε περιόδους σοβαρής γενικευμένης επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας, μπορεί να επιτραπεί στα κράτη μέλη προσωρινή απόκλιση από την πορεία προσαρμογής που απαιτείται στο πλαίσιο της συνετής δημοσιονομικής πολιτικής που προβλέπεται στο τέταρτο εδάφιο.»

«1.   […]

Το Συμβούλιο, όταν εκτιμά την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, λαμβάνει υπόψη κατά πόσο καταβάλλεται μεγαλύτερη προσπάθεια προσαρμογής σε περιόδους ευνοϊκής οικονομικής συγκυρίας, ενώ η προσπάθεια μπορεί να είναι πιο περιορισμένη σε περιόδους δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας. Για τα κράτη μέλη με επίπεδο δημοσίου χρέους που υπερβαίνει την τιμή αναφοράς του 60 % του ΑΕΠ ή με σημαντικούς κινδύνους όσον αφορά τη δημοσιονομική βιωσιμότητα, το Συμβούλιο εξετάζει κατά πόσο η ετήσια βελτίωση του κυκλικά προσαρμοσμένου ισοζυγίου, χωρίς να υπολογίζονται τα έκτακτα και λοιπά προσωρινά μέτρα, είναι σημαντικά υψηλότερη του 0,5 % του ΑΕΠ. Για τα κράτη μέλη του ΜΣΙ ΙΙ, το Συμβούλιο εξετάζει εάν το οικείο κράτος μέλος προβαίνει σε κατάλληλη ετήσια βελτίωση του κυκλικά προσαρμοσμένου ισοζυγίου του, χωρίς να υπολογίζονται τα έκτακτα και λοιπά προσωρινά μέτρα, το ενδεικτικό ύψος της οποίας ορίζεται σε 0,5 % του ΑΕΠ, η οποία απαιτείται για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού του στόχου. Λαμβάνεται υπόψη η επίδραση της διάρθρωσης της ανάπτυξης στην αύξηση των εσόδων.

[…]

Το μεσοπρόθεσμο ποσοστό δυνητικής αύξησης του ΑΕΠ θα πρέπει να αξιολογείται βάσει προβολών δεκαετούς χρονικού ορίζοντα με περιοδικές επικαιροποιήσεις.

[…]

Το Συμβούλιο εξετάζει περαιτέρω αν το περιεχόμενο του προγράμματος σύγκλισης διευκολύνει την επίτευξη συνεχούς σύγκλισης, το στενότερο συντονισμό των οικονομικών πολιτικών και αν οι οικονομικές πολιτικές του οικείου κράτους μέλους είναι συνεπείς με τους γενικούς προσανατολισμούς οικονομικής πολιτικής των κρατών μελών και της Ένωσης. Επιπλέον, για τα κράτη μέλη του ΜΣΙ ΙΙ, το Συμβούλιο εξετάζει εάν το περιεχόμενο του προγράμματος σύγκλισης εξασφαλίζει την ομαλή συμμετοχή στον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών.

»

Αιτιολογία

Βλ. τις αιτιολογίες των προηγούμενων προτεινόμενων τροποποιήσεων στον προτεινόμενο κανονισμό.

Τροποποίηση 11

Άρθρο 1 παράγραφος 9 του προτεινόμενου κανονισμού

[Άρθρο 10 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97]

«2.   […]

Η απόκλιση σε σχέση με τη συνετή δημοσιονομική πολιτική θεωρείται σημαντική στις εξής περιπτώσεις: η αύξηση των δαπανών υπερβαίνει την αύξηση που είναι συνεπής με τη συνετή δημοσιονομική πολιτική και δεν αντισταθμίζεται μέτρα διακριτικής ευχέρειας που αυξάνουν τα έσοδα· ή τα μέτρα διακριτικής ευχέρειας που μειώνουν τα έσοδα δεν αντισταθμίζονται με μειώσεις των δαπανών· και η απόκλιση έχει συνολικό αντίκτυπο στο ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης τουλάχιστον 0,5 % του ΑΕΠ σε ένα δεδομένο έτος ή τουλάχιστον 0,25 % του ΑΕΠ κατά μέσο όρο ετησίως σε δύο διαδοχικά έτη.

[…]

Επίσης, η απόκλιση δύναται να μην ληφθεί υπόψη σε περίπτωση σοβαρής γενικευμένης επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας.»

«2.   […]

Η παρατηρηθείσα απόκλιση από την πορεία προσαρμογής προς την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου στόχου θεωρείται σημαντική στις εξής περιπτώσεις: α) η ετήσια βελτίωση του διαρθρωτικού ισοζυγίου πληροί τις προϋποθέσεις του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 9 παράγραφος 1 ή β) η αύξηση των δαπανών υπερβαίνει το μεσοπρόθεσμο ποσοστό αναφοράς δυνητικής αύξησης του ΑΕΠ και δεν αντισταθμίζεται με μέτρα διακριτικής ευχέρειας που αυξάνουν τα έσοδα· ή τα μέτρα διακριτικής ευχέρειας που μειώνουν τα έσοδα δεν αντισταθμίζονται με μειώσεις των δαπανών· και η απόκλιση έχει συνολικό αρνητικό αντίκτυπο στο ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης τουλάχιστον 0,25 % του ΑΕΠ σε ένα δεδομένο έτος . Λαμβάνεται υπόψη η επίδραση της διάρθρωσης της ανάπτυξης στην αύξηση των εσόδων.

[…]

Σε περίπτωση σημαντικής παρατηρηθείσας απόκλισης από την πορεία προσαρμογής προς την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου που αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο του άρθρου 9 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει την παροχή πρόσθετων στοιχείων από το οικείο κράτος μέλος και, σύμφωνα με το άρθρο 121 παράγραφος 4 της Συνθήκης, δύναται να απευθύνει προειδοποίηση στο οικείο κράτος μέλος.

Το Συμβούλιο, εντός ενός μηνός από την ημερομηνία έκδοσης της προειδοποίησης από την Επιτροπή, εκδίδει σύσταση για τη λήψη μέτρων πολιτικής, τάσσοντας προθεσμία για την αντιμετώπιση της απόκλισης, βάσει της σύστασης της Επιτροπής, η οποία στηρίζεται στο άρθρο 121 παράγραφος 4 της συνθήκης.

Εντός της προθεσμίας που έχει τάξει το Συμβούλιο στη σύσταση που εξέδωσε βάσει του άρθρου 121 παράγραφος 4 της συνθήκης, το οικείο κράτος μέλος υποβάλλει έκθεση στο Συμβούλιο σχετικά με τα μέτρα που έλαβε σε σχέση με την εν λόγω σύσταση.

Εάν το κράτος μέλος δεν λάβει τα κατάλληλα μέτρα εντός πέντε μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της σύστασης από το Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 121 παράγραφος 4 της συνθήκης, το Συμβούλιο εκδίδει αμέσως σύσταση, με βάση σύσταση της Επιτροπής που στηρίζεται στο άρθρο 121 παράγραφος 4 της συνθήκης, και υποβάλλει σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Μετά την έκδοση της εν λόγω σύστασης του Συμβουλίου, η Επιτροπή, σε συνεργασία με την ΕΚΤ εφόσον η τελευταία το κρίνει σκόπιμο για τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στο ΜΣΙ ΙΙ, μπορεί να αποστείλει κλιμάκιο για παρακολούθηση. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Συμβούλιο σχετικά με την έκβαση της αποστολής και μπορεί να αποφασίσει τη δημοσιοποίηση των διαπιστώσεών της.

Η προθεσμία των πέντε μηνών συντέμνεται σε τρεις μήνες, αν η Επιτροπή στην αναφερόμενη στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου σύστασή της προς το Συμβούλιο θεωρεί ότι η κατάσταση είναι ιδιαίτερα σοβαρή και δικαιολογεί την ανάληψη επείγουσας δράσης.»

Αιτιολογία

Η προτεινόμενη τροποποίηση διευκρινίζει την απόκλιση και καθορίζει τα στάδια της διαδικασίας.

Τροποποίηση 12

Άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97 – νέα παράγραφος 2

Δεν υπάρχει κείμενο

«2.   Συστήνεται συμβουλευτικό όργανο αποτελούμενο από πρόσωπα αναγνωρισμένου κύρους σε οικονομικά και δημοσιονομικά θέματα.

Το εν λόγω όργανο καταρτίζει ετήσια δημόσια έκθεση σχετικά με τον τρόπο που η Επιτροπή και το Συμβούλιο έχουν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τα άρθρα 121 και 126 της συνθήκης και από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1466/97, από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/97, καθώς και από τους ακόλουθους κανονισμούς: τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. […/…] για την αποτελεσματική επιβολή της δημοσιονομικής εποπτείας στη ζώνη του ευρώ· τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. […/…] σχετικά με κατασταλτικά μέτρα για τη διόρθωση των υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών στην ευρωζώνη· τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. […/…] σχετικά με την πρόληψη και τη διόρθωση των υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών.

Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, του Συμβουλίου ή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, το εν λόγω συμβουλευτικό όργανο προβαίνει επίσης σε ανάλυση συγκεκριμένων οικονομικών ή δημοσιονομικών θεμάτων. Τα μέλη του ενεργούν ανεξάρτητα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.»

Αιτιολογία

Βλ. πιο πάνω την αιτιολογία της τροποποίησης 5 σχετικά με την προτεινόμενη νέα αιτιολογική σκέψη 11a.


Προτάσεις διατύπωσης σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την πρόληψη και τη διόρθωση των υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών

[COM(2010) 527]

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροποποιήσεις που προτείνει η ΕΚΤ (8)

Τροποποίηση 1

Αιτιολογική σκέψη 3 του προτεινόμενου κανονισμού

«(3)

Ειδικότερα, η εποπτεία των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών πρέπει να διευρυνθεί πέραν της δημοσιονομικής εποπτείας προκειμένου να προλαμβάνονται οι υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες και να βοηθούνται τα κράτη μέλη που πλήττονται να καταρτίζουν διορθωτικά σχέδια προτού παγιωθούν οι αποκλίσεις. Η διεύρυνση αυτή του πλαισίου δημοσιονομικής εποπτείας θα πρέπει να συμβαδίζει με την εμβάθυνση της δημοσιονομικής εποπτείας.»

«(3)

Ειδικότερα, η εποπτεία των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών πρέπει να διευρυνθεί πέραν της δημοσιονομικής εποπτείας προκειμένου να προλαμβάνονται οι υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες και αδυναμίες και να βοηθούνται τα κράτη μέλη που πλήττονται να καταρτίζουν διορθωτικά σχέδια προτού παγιωθούν οι αποκλίσεις. Η διεύρυνση αυτή του πλαισίου δημοσιονομικής εποπτείας θα πρέπει να συμβαδίζει με την εμβάθυνση της δημοσιονομικής εποπτείας.»

Αιτιολογία

Ο προληπτικός χαρακτήρας της διαδικασίας θα ενισχυθεί με την προσθήκη του όρου «αδυναμίες» πέραν του υφιστάμενου όρου «ανισορροπίες», καθώς θα υπάρξουν ορισμένες περιπτώσεις που θα πρέπει να καλυφθούν από τη διαδικασία αυτή στο πλαίσιο μιας ορθής μακροοικονομικής διακυβέρνησης και οι οποίες ενδεχομένως να μην εμπίπτουν εξολοκλήρου στην τρέχουσα έννοια του όρου «ανισορροπίες».

Τροποποίηση 2

Αιτιολογική σκέψη 4 του προτεινόμενου κανονισμού

«(4)

Για την αντιμετώπιση των εν λόγω ανισορροπιών, είναι απαραίτητη μια διαδικασία που καθορίζεται λεπτομερώς στη νομοθεσία.»

«(4)

Για την αντιμετώπιση των εν λόγω ανισορροπιών και αδυναμιών, είναι απαραίτητη μια διαδικασία που καθορίζεται λεπτομερώς στη νομοθεσία.»

Αιτιολογία

Βλ. την αιτιολογία της τροποποίησης 1.

Τροποποίηση 3

Αιτιολογική σκέψη 5 του προτεινόμενου κανονισμού

«(5)

Ενδείκνυται να συμπληρωθεί η πολυμερής εποπτεία που αναφέρεται στο άρθρο 121 παράγραφοι 3 και 4 της Συνθήκης με συγκεκριμένους κανόνες για τον εντοπισμό, την πρόληψη και τη διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών.»

«(5)

Ενδείκνυται να συμπληρωθεί η πολυμερής εποπτεία που αναφέρεται στο άρθρο 121 παράγραφοι 3 και 4 της Συνθήκης με συγκεκριμένους κανόνες για τον εντοπισμό, την πρόληψη και τη διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών. Μακροοικονομικές ανισορροπίες υπάρχουν όταν ένα κράτος μέλος αντιμετωπίζει καταστάσεις όπως υψηλά ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών, σημαντική μείωση της ανταγωνιστικότητας, μεγάλες και ασυνήθιστες αυξήσεις στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων, υψηλά επίπεδα ή σημαντική διόγκωση του εξωτερικού, δημοσίου ή ιδιωτικού χρέους ή σημαντικό κίνδυνο να προκύψουν οι ως άνω καταστάσεις. Μακροοικονομικές αδυναμίες υπάρχουν όταν ένα κράτος μέλος αντιμετωπίζει μια κατάσταση που λογικά καλύπτεται από την ορθή μακροοικονομική εποπτεία της οικονομικής και νομισματικής ένωσης.»

Αιτιολογία

Η προτεινόμενη αιτιολογική σκέψη θα πρέπει να συμβάλλει στη διευκρίνιση του ορισμού των καταστάσεων που καλύπτονται από τη διαδικασία.

Τροποποίηση 4

Αιτιολογική σκέψη 6 του προτεινόμενου κανονισμού

«(6)

H διαδικασία αυτή πρέπει να στηρίζεται σε μηχανισμό επαγρύπνησης για τον έγκαιρο εντοπισμό των νεοεμφανιζόμενων μακροοικονομικών ανισορροπιών. Πρέπει να βασίζεται στη χρήση ενός ενδεικτικού και διαφανούς πίνακα αποτελεσμάτων σε συνδυασμό με οικονομικές κριτικές αναλύσεις.»

«(6)

H διαδικασία αυτή πρέπει να στηρίζεται σε μηχανισμό επαγρύπνησης για τον έγκαιρο εντοπισμό των νεοεμφανιζόμενων μακροοικονομικών ανισορροπιών και αδυναμιών. Πρέπει να βασίζεται στη χρήση ενός ενδεικτικού και διαφανούς πίνακα αποτελεσμάτων σε συνδυασμό με οικονομικές κριτικές αναλύσεις.»

Αιτιολογία

Βλ. την αιτιολογία της τροποποίησης 1.

Τροποποίηση 5

Αιτιολογική σκέψη 7 του προτεινόμενου κανονισμού

«(7)

Ο πίνακας αποτελεσμάτων θα πρέπει να αποτελείται από μια περιορισμένη σειρά οικονομικών και χρηματοοικονομικών δεικτών σχετικών με τον εντοπισμό μακροοικονομικών ανισορροπιών, με τα αντίστοιχα ενδεικτικά κατώφλια. Η σύνθεση του πίνακα αποτελεσμάτων μπορεί να εξελιχθεί διαχρονικά, μεταξύ άλλων λόγω των εξελισσόμενων απειλών για τη μακροοικονομική σταθερότητα ή της αύξησης της διαθεσιμότητας των σχετικών στατιστικών.»

«(7)

Ο πίνακας αποτελεσμάτων θα πρέπει να αποτελείται από μια περιορισμένη σειρά οικονομικών και χρηματοοικονομικών δεικτών σχετικών με τον εντοπισμό μακροοικονομικών ανισορροπιών και αδυναμιών, με τα αντίστοιχα ενδεικτικά κατώφλια. Η σύνθεση του πίνακα αποτελεσμάτων μπορεί να εξελιχθεί διαχρονικά, μεταξύ άλλων λόγω των εξελισσόμενων απειλών για τη μακροοικονομική σταθερότητα ή της αύξησης της διαθεσιμότητας των σχετικών στατιστικών. Ο αποτελούμενος από δείκτες πίνακας αποτελεσμάτων θα πρέπει να διαφοροποιείται για τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ και τα κράτη μέλη που δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες της νομισματικής ένωσης και να αντανακλώνται οι σχετικές οικονομικές συνθήκες. Η διάκριση αυτή ενδέχεται επίσης να απαιτείται και προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι περιπτώσεις κατά τις οποίες όλα τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ διαθέτουν καλύτερης ποιότητας ή πιο επίκαιρα στατιστικά στοιχεία.»

Αιτιολογία

Οι αιτιολογικές σκέψεις θα πρέπει να καθιστούν σαφή τη διάκριση μεταξύ των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ και των κρατών μελών εκτός ζώνης ευρώ σε σχέση με την εν λόγω διαδικασία.

Τροποποίηση 6

Αιτιολογική σκέψη 8 του προτεινόμενου κανονισμού

«(8)

Η υπέρβαση ενός ή περισσότερων ενδεικτικών κατωφλίων δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι εμφανίζονται μακροοικονομικές ανισορροπίες, δεδομένου ότι η χάραξη οικονομικής πολιτικής θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις διασυνδέσεις μεταξύ των μακροοικονομικών μεταβλητών. Αναμένεται ότι η οικονομική κριτική ανάλυση θα εξασφαλίζει ότι όλα τα στοιχεία πληροφοριών, είτε από τον πίνακα αποτελεσμάτων είτε όχι, τίθενται στη σωστή τους διάσταση και γίνονται μέρος μιας εμπεριστατωμένης ανάλυσης.»

«(8)

Η υπέρβαση ενός ή περισσότερων ενδεικτικών κατωφλίων δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι εμφανίζονται μακροοικονομικές ανισορροπίες και αδυναμίες, δεδομένου ότι η χάραξη οικονομικής πολιτικής θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις διασυνδέσεις μεταξύ των μακροοικονομικών μεταβλητών. Αναμένεται ότι η οικονομική κριτική ανάλυση θα εξασφαλίζει ότι όλα τα στοιχεία πληροφοριών, είτε από τον πίνακα αποτελεσμάτων είτε όχι, τίθενται στη σωστή τους διάσταση και γίνονται μέρος μιας εμπεριστατωμένης ανάλυσης.»

Αιτιολογία

Βλ. την αιτιολογία της τροποποίησης 1.

Τροποποίηση 7

Αιτιολογική σκέψη 9 του προτεινόμενου κανονισμού

«(9)

Με βάση τη διαδικασία πολυμερούς εποπτείας και το μηχανισμό επαγρύπνησης, η Επιτροπή θα πρέπει να εντοπίζει τα κράτη μέλη που θα υποβάλλονται σε εμπεριστατωμένη επισκόπηση. Η εμπεριστατωμένη επισκόπηση θα πρέπει να περιλαμβάνει λεπτομερή ανάλυση των πηγών των ανισορροπιών στο υπό εξέταση κράτος μέλος. Πρέπει να γίνεται σχετική συζήτηση στο Συμβούλιο και στην Ευρωομάδα για τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ.»

«(9)

Με βάση τη διαδικασία πολυμερούς εποπτείας και το μηχανισμό επαγρύπνησης, η Επιτροπή θα πρέπει να εντοπίζει τα κράτη μέλη που θα υποβάλλονται σε εμπεριστατωμένη επισκόπηση. Η εμπεριστατωμένη επισκόπηση θα πρέπει να περιλαμβάνει λεπτομερή ανάλυση των πηγών των ανισορροπιών και αδυναμιών στο υπό εξέταση κράτος μέλος. Θα πρέπει να περιλαμβάνει αποστολές εποπτείας από την Επιτροπή στο οικείο κράτος μέλος, σε συνεργασία με την ΕΚΤ εφόσον η τελευταία το κρίνει σκόπιμο, σε περίπτωση που οι εν λόγω αποστολές αφορούν κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ ή κράτη μέλη που συμμετέχουν στο μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών (ΜΣΙ ΙΙ). Πρέπει να γίνεται σχετική συζήτηση στο Συμβούλιο και στην Ευρωομάδα για τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ.»

Αιτιολογία

Λαμβανομένης υπόψη της σημασίας τους, οι αποστολές προς τα κράτη μέλη θα πρέπει ήδη να αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις.

Τροποποίηση 8

Αιτιολογική σκέψη 10 του προτεινόμενου κανονισμού

«(10)

Μια διαδικασία για την παρακολούθηση και τη διόρθωση των δυσμενών μακροοικονομικών ανισορροπιών, με προληπτικά και διορθωτικά στοιχεία, θα χρειάζεται ενισχυμένα εργαλεία εποπτείας βασισμένα σε εκείνα που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία πολυμερούς εποπτείας. Σ’αυτά μπορούν να περιλαμβάνονται ενισχυμένες αποστολές εποπτείας από την Επιτροπή στα κράτη μέλη και πρόσθετη υποβολή στοιχείων από το κράτος μέλος σε περίπτωση σοβαρών ανισορροπιών, συμπεριλαμβανομένων των ανισορροπιών που θέτουν σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης.»

«(10)

Μια διαδικασία για την παρακολούθηση και τη διόρθωση των δυσμενών μακροοικονομικών ανισορροπιών και αδυναμιών, με προληπτικά και διορθωτικά στοιχεία, θα χρειάζεται ενισχυμένα εργαλεία εποπτείας βασισμένα σε εκείνα που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία πολυμερούς εποπτείας. Σ’αυτά θα πρέπει να περιλαμβάνονται ενισχυμένες αποστολές εποπτείας από την Επιτροπή στα κράτη μέλη, σε συνεργασία με την ΕΚΤ εφόσον η τελευταία το κρίνει σκόπιμο, σε περίπτωση που οι εν λόγω αποστολές αφορούν κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ ή κράτη μέλη που συμμετέχουν στο μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών (ΜΣΙ ΙΙ) και πρόσθετη υποβολή στοιχείων από το κράτος μέλος σε περίπτωση σοβαρών ανισορροπιών ή αδυναμιών, συμπεριλαμβανομένων των ανισορροπιών που θέτουν σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης ή αδυναμιών που θα μπορούσαν να τη θέσουν σε κίνδυνο

Αιτιολογία

Η προτεινόμενη τροποποίηση αποτυπώνει την ανάγκη συνεργασίας της Επιτροπής με την ΕΚΤ εφόσον η τελευταία το κρίνει σκόπιμο.

Τροποποίηση 9

Αιτιολογική σκέψη 11 του προτεινόμενου κανονισμού

«(11)

Κατά την αξιολόγηση των ανισορροπιών, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότητά τους, ο βαθμός στον οποίο μπορούν να θεωρηθούν μη βιώσιμες και οι δυνητικές αρνητικές οικονομικές και χρηματοπιστωτικές δευτερογενείς επιπτώσεις σε άλλα κράτη μέλη. Πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη η ικανότητα οικονομικής προσαρμογής και το ιστορικό του οικείου κράτους μέλους όσον αφορά τη συμμόρφωση με προηγούμενες συστάσεις που είχαν εκδοθεί στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού και με άλλες συστάσεις που είχαν εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 121 της Συνθήκης στο πλαίσιο της πολυμερούς εποπτείας, ιδίως τους γενικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών και της Ένωσης.»

«(11)

Κατά την αξιολόγηση των ανισορροπιών και των αδυναμιών, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότητά τους, ο βαθμός στον οποίο μπορούν να θεωρηθούν μη βιώσιμες και οι δυνητικές αρνητικές οικονομικές και χρηματοπιστωτικές δευτερογενείς επιπτώσεις σε άλλα κράτη μέλη. Δεδομένων των ανισορροπιών και των αδυναμιών, καθώς και του μεγέθους της απαιτούμενης προσαρμογής, η ανάγκη για ανάληψη πολιτικής δράσης είναι ιδιαιτέρως επιτακτική στα κράτη μέλη που παρουσιάζουν σταθερά υψηλά ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών και μεγάλη μείωση ανταγωνιστικότητας. Πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη η ικανότητα οικονομικής προσαρμογής και το ιστορικό του οικείου κράτους μέλους όσον αφορά τη συμμόρφωση με προηγούμενες συστάσεις που είχαν εκδοθεί στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού και με άλλες συστάσεις που είχαν εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 121 της Συνθήκης στο πλαίσιο της πολυμερούς εποπτείας, ιδίως τους γενικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών και της Ένωσης.»

Αιτιολογία

Οι αιτιολογικές σκέψεις θα πρέπει να επισημαίνουν το σημείο εστίασης της διαδικασίας και το μέγεθος των προσπαθειών που θα απαιτηθούν σε σχέση με τα πορίσματα της διαδικασίας.

Τροποποίηση 10

Αιτιολογική σκέψη 12 του προτεινόμενου κανονισμού

«(12)

Εάν εντοπίζονται μακροοικονομικές ανισορροπίες, πρέπει να εκδίδονται συστάσεις απευθυνόμενες στο οικείο κράτος μέλος, οι οποίες θα παρέχουν καθοδήγηση σχετικά με τις κατάλληλες πολιτικές λύσεις. Η πολιτική λύση του οικείου κράτους μέλους για τις ανισορροπίες πρέπει να είναι έγκαιρη και να χρησιμοποιεί όλα τα διαθέσιμα μέσα πολιτικής τα οποία ελέγχουν οι δημόσιες αρχές. Πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στο συγκεκριμένο περιβάλλον και τις περιστάσεις του οικείου κράτους μέλους και να καλύπτει τους κύριους τομείς της οικονομικής πολιτικής, όπου μπορεί να περιλαμβάνονται η δημοσιονομική και η μισθολογική πολιτική, οι αγορές εργασίας, οι αγορές προϊόντων και υπηρεσιών και η κανονιστική ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα.»

«(12)

Εάν εντοπίζονται μακροοικονομικές ανισορροπίες ή αδυναμίες, πρέπει να εκδίδονται συστάσεις απευθυνόμενες στο οικείο κράτος μέλος, οι οποίες θα παρέχουν καθοδήγηση σχετικά με τις κατάλληλες πολιτικές λύσεις. Η πολιτική λύση του οικείου κράτους μέλους για τις ανισορροπίες και τις αδυναμίες πρέπει να είναι έγκαιρη και να χρησιμοποιεί όλα τα διαθέσιμα μέσα πολιτικής τα οποία ελέγχουν οι δημόσιες αρχές. Πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στο συγκεκριμένο περιβάλλον και τις περιστάσεις του οικείου κράτους μέλους και να καλύπτει τους κύριους τομείς της οικονομικής πολιτικής, όπου μπορεί να περιλαμβάνονται η δημοσιονομική και η μισθολογική πολιτική, οι αγορές εργασίας, οι αγορές προϊόντων και υπηρεσιών και η κανονιστική ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα.»

Αιτιολογία

Βλ. την αιτιολογία της τροποποίησης 1.

Τροποποίηση 11

Νέα αιτιολογική σκέψη (12α) του προτεινόμενου κανονισμού

Δεν υπάρχει κείμενο

«(12α)

Θα πρέπει να διασφαλίζεται η συνέπεια με συστάσεις και δεσμεύσεις στο πλαίσιο τυχόν άλλων διαδικασιών που θεσπίστηκαν δυνάμει των άρθρων 121, 126 ή 136 της συνθήκης. Κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι δεσμεύσεις στο πλαίσιο των συμφωνιών για τον ΜΣΙ ΙΙ.»

Αιτιολογία

Είναι σημαντικό οι διαφορετικές διαδικασίες που περιλαμβάνονται στις προτάσεις της Επιτροπής να εφαρμόζονται με λογική, εύλογο τρόπο και συνέπεια. Ειδικότερα, η διαδικασία μακροοικονομικής εποπτείας θα πρέπει να συνάδει με τα αποτελέσματα των λοιπών διαδικασιών. Η λειτουργία αυτής της διαδικασίας θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη τις δεσμεύσεις στο πλαίσιο των ρυθμίσεων για τον ΜΣΙ ΙΙ. Συγκεκριμένα, όλα τα στοιχεία που συνθέτουν τη διαδικασία του ΜΣΙ II υπόκεινται σε καθεστώς απορρήτου προκειμένου να διασφαλίζεται η ακεραιότητα της διαδικασίας και να διευκολύνεται η επίτευξη συναίνεσης, και μπορεί για το λόγο αυτό να μην περιλαμβάνονται στη διαδικασία εποπτείας.

Τροποποίηση 12

Αιτιολογική σκέψη 13 του προτεινόμενου κανονισμού

«(13)

Οι έγκαιρες προειδοποιήσεις και οι συστάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικών Κινδύνων προς τα κράτη μέλη ή την Ένωση αφορούν κινδύνους μακροχρηματοοικονομικού χαρακτήρα. Μπορεί και αυτές να απαιτούν κατάλληλες ενέργειες παρακολούθησης στο πλαίσιο της εποπτείας των ανισορροπιών.»

«(13)

Οι προειδοποιήσεις και οι συστάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικών Κινδύνων προς τα κράτη μέλη ή την Ένωση αφορούν κινδύνους μακροχρηματοοικονομικού χαρακτήρα. Μπορεί και αυτές να απαιτούν κατάλληλες ενέργειες παρακολούθησης στο πλαίσιο της εποπτείας των ανισορροπιών και των αδυναμιών. Κατά τη συνεκτίμηση των εν λόγω προειδοποιήσεων και συστάσεων για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να τηρείται αυστηρά το καθεστώς απορρήτου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου.»

Αιτιολογία

Μολονότι, ασφαλώς, η χρήση των προειδοποιήσεων και των συστάσεων του ΕΣΣΚ στο πλαίσιο του προτεινόμενου κανονισμού δεν θα πρέπει να θέτει υπό αμφισβήτηση την ανεξαρτησία του, είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι η χρήση των προειδοποιήσεων και συστάσεων αυτών μπορεί να λαμβάνει χώρα μόνον υπό την προϋπόθεση της αυστηρής τήρησης του καθεστώτος απορρήτου του ΕΣΣΚ. Αυτό αποτυπώνεται στη διατύπωση της προτεινόμενης τροποποίησης στο άρθρο 5 (βλ. τροποποίηση 20). Το ΕΣΣΚ εκδίδει «προειδοποιήσεις» και όχι «έγκαιρες προειδοποιήσεις».

Τροποποίηση 13

Αιτιολογική σκέψη 14 του προτεινόμενου κανονισμού

«(14)

Εάν εντοπίζονται σοβαρές μακροοικονομικές ανισορροπίες, συμπεριλαμβανομένων ανισορροπιών που θέτουν σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, πρέπει να κινηθεί διαδικασία υπερβολικών ανισορροπιών που μπορεί να περιλαμβάνει την έκδοση συστάσεων προς το κράτος μέλος, τις ενισχυμένες απαιτήσεις εποπτείας και ελέγχου και, για τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ, τη δυνατότητα λήψης εκτελεστικών μέτρων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. […/…] (9) σε περίπτωση συνεχιζόμενης παράλειψης να ληφθούν διορθωτικά μέτρα.

«(14)

Εάν εντοπίζονται σοβαρές μακροοικονομικές ανισορροπίες ή αδυναμίες, που θέτουν σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, πρέπει να κινηθεί διαδικασία υπερβολικών ανισορροπιών που μπορεί να περιλαμβάνει την έκδοση συστάσεων προς το κράτος μέλος, τις ενισχυμένες απαιτήσεις εποπτείας και ελέγχου και, για τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ, τη δυνατότητα λήψης εκτελεστικών μέτρων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. […/…] (10) σε περίπτωση συνεχιζόμενης παράλειψης να ληφθούν διορθωτικά μέτρα.

Αιτιολογία

Βλ. την αιτιολογία της τροποποίησης 1. Η διακινδύνευση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης περιλαμβάνεται ήδη στον ορισμό των ανισορροπιών.

Τροποποίηση 14

Αιτιολογική σκέψη 16 του προτεινόμενου κανονισμού

«(16)

Δεδομένου ότι ένα αποτελεσματικό πλαίσιο για τον εντοπισμό και την πρόληψη των μακροοικονομικών ανισορροπιών δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη λόγω των εκτεταμένων εμπορικών και χρηματοοικονομικών διασυνδέσεων μεταξύ των κρατών μελών και των δευτερογενών επιπτώσεων των εθνικών οικονομικών πολιτικών για την Ένωση και τη ζώνη του ευρώ συνολικά, ενώ μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να θεσπίσει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως καθορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως καθορίζεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη αυτών των στόχων,»

«(16)

Δεδομένου ότι ένα αποτελεσματικό πλαίσιο για τον εντοπισμό και την πρόληψη των μακροοικονομικών ανισορροπιών και αδυναμιών δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη λόγω των εκτεταμένων εμπορικών και χρηματοοικονομικών διασυνδέσεων μεταξύ των κρατών μελών και των δευτερογενών επιπτώσεων των εθνικών οικονομικών πολιτικών για την Ένωση και τη ζώνη του ευρώ συνολικά, ενώ μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να θεσπίσει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως καθορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως καθορίζεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη αυτών των στόχων,»

Αιτιολογία

Βλ. την αιτιολογία της τροποποίησης 1.

Τροποποίησης 15

Άρθρο 1 του προτεινόμενου κανονισμού

«Ο παρών κανονισμός ορίζει λεπτομερείς κανόνες για τον εντοπισμό, την πρόληψη και τη διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών εντός της Ένωσης.»

«Ο παρών κανονισμός ορίζει λεπτομερείς κανόνες για τον εντοπισμό, την πρόληψη και τη διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και αδυναμιών εντός της Ένωσης.»

Αιτιολογία

Βλ. την αιτιολογία της τροποποίησης 1.

Τροποποίηση 16

Άρθρο 2 του προτεινόμενου κανονισμού

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού:

(α)

ως “ανισορροπίες” νοούνται οι μακροοικονομικές εξελίξεις που επηρεάζουν δυσμενώς, ή έχουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν δυσμενώς, την εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας ενός κράτους μέλους ή της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, ή της Ένωσης συνολικά.

(β)

ως “υπερβολικές ανισορροπίες” νοούνται οι σοβαρές ανισορροπίες, συμπεριλαμβανομένων των ανισορροπιών που θέτουν σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης.»

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού:

(α)

ως “ανισορροπίες” νοούνται οι μακροοικονομικές εξελίξεις που επηρεάζουν δυσμενώς, ή έχουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν δυσμενώς, την εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας ενός κράτους μέλους ή της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, ή της Ένωσης συνολικά, λόγω της εμφάνισης καταστάσεων όπως υψηλά ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών, σημαντική μείωση της ανταγωνιστικότητας, φούσκες στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων, υψηλό επίπεδο του εξωτερικού, δημοσίου ή ιδιωτικού χρέους, διόγκωση των εν λόγω χρεών ή σημαντικού κινδύνου να προκύψει κάποια από τις ανωτέρω καταστάσεις.

(αα)

αδυναμίες είναι οι καταστάσεις πιθανής δυσχέρειας κράτους μέλους, η οποία ευλόγως καλύπτεται από τη μακροοικονομική εποπτεία της οικονομικής και νομισματικής ένωσης.

(β)

ως “υπερβολικές ανισορροπίες” νοούνται οι ανισορροπίες, που θέτουν σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης.»

Αιτιολογία

Η απαρίθμηση των καλυπτόμενων πραγματικών καταστάσεων αποσαφηνίζει τη διαδικασία και δημιουργεί ασφάλεια δικαίου. Ο κίνδυνος ότι μπορεί να προκύψει οποιαδήποτε από αυτές τις καταστάσεις θα πρέπει να αποτελεί μοχλό ενεργοποίησης της διαδικασίας.

Τροποποίηση 17

Τίτλος του κεφαλαίου II του προτεινόμενου κανονισμού

Αιτιολογία

Βλ. την αιτιολογία της τροποποίησης 1.

Τροποποίηση 18

Άρθρο 3 του προτεινόμενου κανονισμού

«1.   Η Επιτροπή, μετά από διαβουλεύσεις με τα κράτη μέλη, καταρτίζει ενδεικτικό πίνακα αποτελεσμάτων ως εργαλείο για τη διευκόλυνση του έγκαιρου εντοπισμού και της παρακολούθησης των ανισορροπιών.

2.   Ο πίνακας αποτελεσμάτων θα αποτελείται από μια σειρά μακροοικονομικών και μακροχρηματοπιστωτικών δεικτών για τα κράτη μέλη. Η Επιτροπή μπορεί να ορίσει ενδεικτικά κατώτατα ή ανώτατα κατώφλια για τους δείκτες αυτούς, τα οποία θα χρησιμεύουν ως όρια προειδοποίησης. Τα κατώφλια που θα εφαρμόζονται στα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ μπορούν να είναι διαφορετικά από εκείνα που θα εφαρμόζονται στα άλλα κράτη μέλη.

3.   Ο κατάλογος δεικτών που θα περιλαμβάνονται στον πίνακα αποτελεσμάτων και τα κατώφλια για τους δείκτες θα δημοσιοποιούνται.

4.   Η Επιτροπή θα αξιολογεί τακτικά την καταλληλότητα του πίνακα αποτελεσμάτων, συμπεριλαμβανομένης της σύνθεσης των δεικτών, των κατωφλίων που έχουν καθοριστεί και της χρησιμοποιούμενης μεθοδολογίας, και θα τον αναπροσαρμόζει εάν αυτό είναι απαραίτητο για τη διατήρηση ή την ενίσχυση της ικανότητάς του να εντοπίζει τις νεοεμφανιζόμενες ανισορροπίες και να παρακολουθεί την εξέλιξή τους. Οι αλλαγές στην υποκείμενη μεθοδολογία και στη σύνθεση του πίνακα αποτελεσμάτων καθώς και τα σχετικά κατώφλια θα δημοσιοποιούνται.»

«1.   Η Επιτροπή, μετά από διαβουλεύσεις με τα κράτη μέλη, καταρτίζει ενδεικτικό πίνακα αποτελεσμάτων ως εργαλείο για τη διευκόλυνση του έγκαιρου εντοπισμού και της παρακολούθησης των ανισορροπιών και των αδυναμιών.

2.   Ο πίνακας αποτελεσμάτων θα αποτελείται από μια σειρά μακροοικονομικών και μακροχρηματοπιστωτικών δεικτών για τα κράτη μέλη. Η Επιτροπή μπορεί να ορίσει ενδεικτικά κατώφλια για τους δείκτες αυτούς, τα οποία θα χρησιμεύουν ως όρια προειδοποίησης. Τα κατώφλια και οι δείκτες που περιλαμβάνονται στον πίνακα αποτελεσμάτων που θα εφαρμόζονται στα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ μπορούν να είναι διαφορετικά από εκείνα που θα εφαρμόζονται στα άλλα κράτη μέλη.

3.   Οι δείκτες επιλέγονται προκειμένου να αποτυπώνουν σε βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη βάση την ανταγωνιστικότητα ενός κράτους μέλους και την κατάσταση του χρέους του. Οι λεπτομέρειες που αφορούν τους εν λόγω δείκτες, η προσθήκη άλλων δεικτών και τα ισχύοντα κατώφλια καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1. Ο κατάλογος δεικτών που θα περιλαμβάνονται στον πίνακα αποτελεσμάτων και τα κατώφλια για τους δείκτες θα δημοσιοποιούνται.

4.   Η Επιτροπή θα αξιολογεί τακτικά την καταλληλότητα του πίνακα αποτελεσμάτων, συμπεριλαμβανομένης της σύνθεσης των δεικτών, των κατωφλίων που έχουν καθοριστεί και της χρησιμοποιούμενης μεθοδολογίας, και θα τον αναπροσαρμόζει εάν αυτό είναι απαραίτητο για τη διατήρηση ή την ενίσχυση της ικανότητάς του να εντοπίζει τις νεοεμφανιζόμενες ανισορροπίες και αδυναμίες και να παρακολουθεί την εξέλιξή τους. Οι αλλαγές στην υποκείμενη μεθοδολογία και στη σύνθεση του πίνακα αποτελεσμάτων καθώς και τα σχετικά κατώφλια θα δημοσιοποιούνται.»

Αιτιολογία

Η προτεινόμενη τροποποίηση έχει το διττό στόχο της επίτευξης μεγαλύτερης βεβαιότητας και ευελιξίας.

Τροποποίηση 19

Άρθρο 4 παράγραφοι 2 και 3 του προτεινόμενου κανονισμού

«2.   Η δημοσιοποίηση του επικαιροποιημένου πίνακα αποτελεσμάτων συνοδεύεται από έκθεση της Επιτροπής που περιέχει οικονομική και χρηματοπιστωτική αξιολόγηση και θέτει τις κινήσεις των δεικτών στις σωστές τους διαστάσεις, χρησιμοποιώντας στοιχεία από οποιονδήποτε άλλο οικονομικό και χρηματοπιστωτικό δείκτη που μπορεί να συμβάλει στον εντοπισμό των ανισορροπιών, εάν είναι απαραίτητο. Η έκθεση αναφέρει επίσης εάν η υπέρβαση των κατώτατων ή των ανώτατων κατωφλίων σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη σημαίνει την πιθανή εμφάνιση ανισορροπιών.

3.   Η έκθεση προσδιορίζει τα κράτη μέλη τα οποία η Επιτροπή θεωρεί ότι πλήττονται από ανισορροπίες ή διατρέχουν κίνδυνο ανισορροπιών.»

«2.   Η δημοσιοποίηση του επικαιροποιημένου πίνακα αποτελεσμάτων συνοδεύεται από έκθεση της Επιτροπής που περιέχει οικονομική και χρηματοπιστωτική αξιολόγηση και θέτει τις κινήσεις των δεικτών στις σωστές τους διαστάσεις, χρησιμοποιώντας στοιχεία από οποιονδήποτε άλλο οικονομικό και χρηματοπιστωτικό δείκτη που μπορεί να συμβάλει στον εντοπισμό των ανισορροπιών και αδυναμιών, εάν είναι απαραίτητο. Η έκθεση αναφέρει επίσης εάν η υπέρβαση των κατωφλίων σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη σημαίνει την πιθανή εμφάνιση ανισορροπιών και αδυναμιών.

3.   Η έκθεση προσδιορίζει τα κράτη μέλη τα οποία η Επιτροπή θεωρεί ότι πλήττονται από ανισορροπίες ή διατρέχουν κίνδυνο ανισορροπιών και αδυναμιών

Αιτιολογία

Βλ. την αιτιολογία της τροποποίησης 1.

Τροποποίηση 20

Άρθρο 5 του προτεινόμενου κανονισμού

«1.   Λαμβάνοντας υπόψη τις συζητήσεις στο Συμβούλιο και την Ευρωομάδα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 4, η Επιτροπή προβαίνει σε εμπεριστατωμένη επισκόπηση για κάθε κράτος μέλος που θεωρεί ότι πλήττεται από ανισορροπίες ή διατρέχει κίνδυνο ανισορροπιών. Η αξιολόγηση αυτή περιλαμβάνει εκτίμηση του κατά πόσον το εν λόγω κράτος μέλος πλήττεται από ανισορροπίες, και κατά πόσον οι ανισορροπίες αυτές συνιστούν υπερβολικές ανισορροπίες.

2.   Η εμπεριστατωμένη επισκόπηση δημοσιοποιείται. Λαμβάνει υπόψη, ειδικότερα, τα εξής:

α)

ανάλογα με την περίπτωση, εάν το υπό εξέταση κράτος μέλος έχει λάβει κατάλληλα μέτρα ανταποκρινόμενο στις συστάσεις ή τις προσκλήσεις του Συμβουλίου που εκδίδονται σύμφωνα με τα άρθρα 121 και 126 της Συνθήκης και σύμφωνα με τα άρθρα 6, 7, 8 και 10 του παρόντος κανονισμού·

(β)

τις προθέσεις πολιτικής του υπό εξέταση κράτους μέλους, όπως αντικατοπτρίζονται στο πρόγραμμά του σταθερότητας ή σύγκλισης και στο εθνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων·

(γ)

τυχόν έγκαιρες προειδοποιήσεις ή συστάσεις εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικών Κινδύνων που αφορούν το υπό εξέταση κράτος μέλος.»

«1.   Λαμβάνοντας υπόψη τις συζητήσεις στο Συμβούλιο και την Ευρωομάδα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 4, η Επιτροπή προβαίνει σε εμπεριστατωμένη επισκόπηση για κάθε κράτος μέλος που θεωρεί ότι πλήττεται από ανισορροπίες ή διατρέχει κίνδυνο ανισορροπιών. Η αξιολόγηση αυτή περιλαμβάνει εκτίμηση του κατά πόσον το εν λόγω κράτος μέλος πλήττεται από ανισορροπίες και αδυναμίες, και κατά πόσον οι ανισορροπίες και αδυναμίες αυτές συνιστούν υπερβολικές ανισορροπίες και αδυναμίες. Η εμπεριστατωμένη επισκόπηση περιλαμβάνει αποστολή εποπτείας από την Επιτροπή στο οικείο κράτος μέλος, σε συνεργασία με την ΕΚΤ εφόσον η τελευταία το κρίνει σκόπιμο, όταν πρόκειται για κράτος μέλος με νόμισμα το ευρώ ή κράτος μέλος που συμμετέχει στον ΜΣΙ II.

2.   Η εμπεριστατωμένη επισκόπηση δημοσιοποιείται. Λαμβάνει υπόψη, ειδικότερα, τα εξής:

α)

ανάλογα με την περίπτωση, εάν το υπό εξέταση κράτος μέλος έχει λάβει κατάλληλα μέτρα ανταποκρινόμενο στις συστάσεις ή τις προσκλήσεις του Συμβουλίου που εκδίδονται σύμφωνα με τα άρθρα 121 και 126 της Συνθήκης και σύμφωνα με τα άρθρα 6, 7, 8 και 10 του παρόντος κανονισμού·

(β)

τις προθέσεις πολιτικής του υπό εξέταση κράτους μέλους, όπως αντικατοπτρίζονται στο πρόγραμμά του σταθερότητας ή σύγκλισης και στο εθνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων·

(γ)

τυχόν προειδοποιήσεις ή συστάσεις εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικών Κινδύνων για συστημικό κίνδυνο που απειλεί ή αφορά το υπό εξέταση κράτος μέλος, υπό την προϋπόθεση ότι τηρείται το καθεστώς εμπιστευτικότητας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικών Κινδύνων.»

Αιτιολογία

Θα πρέπει να προβλέπεται η ανάγκη αποστολής κλιμακίων, καθώς και η σύνθεσή τους.

Βλ. στην τροποποίηση 12 την αιτιολογία για την αναγκαιότητα της παρούσας προτεινόμενης τροποποίησης όσον αφορά το καθεστώς εμπιστευτικότητας του ΕΣΣΚ. Το στοιχείο γ) θα πρέπει να αναφέρεται σε «προειδοποιήσεις» του ΕΣΣΚ και όχι σε «έγκαιρες προειδοποιήσεις».

Τροποποίηση 21

Άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 3 του προτεινόμενου κανονισμού

«1.

Εάν, βάσει της εμπεριστατωμένης επισκόπησής της όπως αναφέρεται στο άρθρο 5 του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή θεωρήσει ότι ένα κράτος μέλος αντιμετωπίζει ανισορροπίες, ενημερώνει σχετικά το Συμβούλιο. Το Συμβούλιο, μετά από σύσταση της Επιτροπής, μπορεί να απευθύνει τις απαραίτητες συστάσεις στο οικείο κράτος μέλος, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 121 παράγραφος 2 της Συνθήκης.

[…]

3.

Το Συμβούλιο επανεξετάζει τις συστάσεις αυτές ετησίως και μπορεί να τις τροποποιήσει εάν είναι απαραίτητο σύμφωνα με την παράγραφο 1.»

«1.

Εάν, βάσει της εμπεριστατωμένης επισκόπησής της όπως αναφέρεται στο άρθρο 5 του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή θεωρήσει ότι ένα κράτος μέλος αντιμετωπίζει ανισορροπίες ή αδυναμίες, ενημερώνει σχετικά το Συμβούλιο και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, την Ευρωομάδα. Το Συμβούλιο, μετά από σύσταση της Επιτροπής, μπορεί να απευθύνει τις απαραίτητες συστάσεις στο οικείο κράτος μέλος, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 121 παράγραφος 2 της Συνθήκης. Οι συστάσεις πρέπει να συνάδουν με τις συστάσεις του Συμβουλίου και με οποιεσδήποτε σχετικές δεσμεύσεις των οικείων κρατών μελών στο πλαίσιο άλλων διαδικασιών εποπτείας που διεξάγονται σύμφωνα με τα άρθρα 121 και 126 της συνθήκης ή διαδικασίες που έχουν θεσπιστεί βάσει του άρθρου 136 της συνθήκης. Οι δεσμεύσεις στο πλαίσιο των συμφωνιών του ΜΣΙ ΙΙ λαμβάνονται δεόντως υπόψη.

[…]

3.

Το Συμβούλιο επανεξετάζει τις συστάσεις αυτές τουλάχιστον ετησίως και μπορεί να τις τροποποιήσει εάν είναι απαραίτητο σύμφωνα με την παράγραφο 1. Η επανεξέταση θα βασίζεται σε εμπεριστατωμένη επισκόπηση της Επιτροπής σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 5.»

Αιτιολογία

Πρέπει να υπάρχει συνέπεια μεταξύ των διαδικασιών που προβλέπονται στις προτάσεις της Επιτροπής. Απαιτείται ευελιξία στη συχνότητα των αποστολών. Η εμπεριστατωμένη επισκόπηση της Επιτροπής είναι αναγκαία για την επανεξέταση που διενεργεί το Συμβούλιο.

Τροποποίηση 22

Άρθρο 7 του προτεινόμενου κανονισμού

«1.   Εάν, βάσει της εμπεριστατωμένης επισκόπησης όπως αναφέρεται στο άρθρο 5, η Επιτροπή θεωρήσει ότι το οικείο κράτος μέλος πλήττεται από υπερβολικές ανισορροπίες, ενημερώνει σχετικά το Συμβούλιο.

2.   Το Συμβούλιο, μετά από σύσταση της Επιτροπής, μπορεί να εκδώσει συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 121 παράγραφος 4 της Συνθήκης, δηλώνοντας την ύπαρξη υπερβολικής ανισορροπίας και συνιστώντας στο οικείο κράτος μέλος να λάβει διορθωτικά μέτρα. Οι εν λόγω συστάσεις διευκρινίζουν τη φύση των ανισορροπιών και ορίζουν λεπτομερώς τα διορθωτικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν και την προθεσμία εντός της οποίας το οικείο κράτος μέλος πρέπει να λάβει αυτά τα διορθωτικά μέτρα. Το Συμβούλιο μπορεί, όπως προβλέπεται στο άρθρο 121 παράγραφος 4 της Συνθήκης, να δημοσιοποιήσει τις συστάσεις του.»

«1.   Εάν, βάσει της εμπεριστατωμένης επισκόπησης όπως αναφέρεται στο άρθρο 5, η Επιτροπή θεωρήσει ότι το οικείο κράτος μέλος πλήττεται από υπερβολικές ανισορροπίες ή αδυναμίες, ενημερώνει σχετικά το Συμβούλιο και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, την Ευρωομάδα.

2.   Το Συμβούλιο, μετά από σύσταση της Επιτροπής, μπορεί να εκδώσει συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 121 παράγραφος 4 της Συνθήκης, δηλώνοντας την ύπαρξη υπερβολικής ανισορροπίας και συνιστώντας στο οικείο κράτος μέλος να λάβει διορθωτικά μέτρα. Οι εν λόγω συστάσεις διευκρινίζουν τη φύση των ανισορροπιών ή των αδυναμιών και ορίζουν λεπτομερώς τα διορθωτικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν και την προθεσμία εντός της οποίας το οικείο κράτος μέλος πρέπει να λάβει αυτά τα διορθωτικά μέτρα. Το Συμβούλιο μπορεί, όπως προβλέπεται στο άρθρο 121 παράγραφος 4 της Συνθήκης, να δημοσιοποιήσει τις συστάσεις του.»

Αιτιολογία

Βλ. τροποποίηση 1.

Τροποποίηση 23

Άρθρο 8 παράγραφοι 1 και 2 του προτεινόμενου κανονισμού

«1.   Κάθε κράτος μέλος για το οποίο κινείται διαδικασία υπερβολικών ανισορροπιών υποβάλλει σχέδιο διορθωτικών ενεργειών στο Συμβούλιο και την Επιτροπή εντός προθεσμίας που θα καθορίζεται στις συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 7. Το σχέδιο διορθωτικών ενεργειών ορίζει συγκεκριμένες και σαφείς ενέργειες πολιτικής τις οποίες το οικείο κράτος μέλος έχει εφαρμόσει ή σκοπεύει να εφαρμόσει και περιλαμβάνει χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή τους.

2.   Μέσα σε δύο μήνες από την υποβολή σχεδίου διορθωτικών ενεργειών και βάσει έκθεσης της Επιτροπής, το Συμβούλιο αξιολογεί το σχέδιο διορθωτικών ενεργειών. Εάν αυτό κριθεί ικανοποιητικό, βάσει πρότασης της Επιτροπής, το Συμβούλιο εκδίδει γνώμη, επικυρώνοντας το. Εάν οι ενέργειες που έχουν αναληφθεί ή που προβλέπονται στο σχέδιο διορθωτικών ενεργειών ή το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής τους θεωρούνται ανεπαρκή για την εφαρμογή των συστάσεων, το Συμβούλιο, βάσει πρότασης της Επιτροπής, καλεί το κράτος μέλος να τροποποιήσει το σχέδιο διορθωτικών ενεργειών του εντός νέας προθεσμίας. Το τροποποιημένο σχέδιο διορθωτικών ενεργειών εξετάζεται σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται την παρούσα παράγραφο.»

«1.   Κάθε κράτος μέλος για το οποίο κινείται διαδικασία υπερβολικών ανισορροπιών υποβάλλει σχέδιο διορθωτικών ενεργειών στο Συμβούλιο και την Επιτροπή εντός προθεσμίας που θα καθορίζεται στις συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 7, και πάντως το αργότερο εντός δύο μηνών από την έκδοση της σύστασης. Το σχέδιο διορθωτικών ενεργειών ορίζει συγκεκριμένες και σαφείς ενέργειες πολιτικής τις οποίες το οικείο κράτος μέλος έχει εφαρμόσει ή σκοπεύει να εφαρμόσει και περιλαμβάνει χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή τους.

2.   Μέσα σε δύο μήνες από την υποβολή σχεδίου διορθωτικών ενεργειών και βάσει έκθεσης της Επιτροπής, το Συμβούλιο αξιολογεί το σχέδιο διορθωτικών ενεργειών. Εάν αυτό κριθεί ικανοποιητικό, βάσει πρότασης της Επιτροπής, το Συμβούλιο εκδίδει γνώμη, επικυρώνοντας το. Εάν οι ενέργειες που έχουν αναληφθεί ή που προβλέπονται στο σχέδιο διορθωτικών ενεργειών ή το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής τους θεωρούνται ανεπαρκή για την εφαρμογή των συστάσεων, το Συμβούλιο, βάσει πρότασης της Επιτροπής, καλεί το κράτος μέλος να τροποποιήσει το σχέδιο διορθωτικών ενεργειών του εντός νέας προθεσμίας, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο μήνες. Το τροποποιημένο σχέδιο διορθωτικών ενεργειών εξετάζεται σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται την παρούσα παράγραφο.»

Αιτιολογία

Παρόλο που η ΕΚΤ έχει επίγνωση του περιορισμένου χρόνου που προβλέπεται στην προθεσμία που προτείνει, θεωρεί ότι απαιτείται προσπάθεια για να διατηρηθεί η δυναμική της διαδικασίας και η συνέχισή της, χωρίς να επηρεάζεται η ποιότητα και η σκοπιμότητα των μέτρων που περιλαμβάνονται στο σχέδιο διορθωτικών ενεργειών, οι οποίες και πρέπει να διασφαλιστούν.

Τροποποίηση 24

Άρθρο 9 παράγραφος 3 του προτεινόμενου κανονισμού

«3.   Η Επιτροπή μπορεί να διενεργεί αποστολές επιτήρησης στο οικείο κράτος μέλος για να παρακολουθεί την εφαρμογή του σχεδίου διορθωτικών ενεργειών.»

«3.   Η Επιτροπή διενεργεί αποστολές επιτήρησης στο οικείο κράτος μέλος για να παρακολουθεί την εφαρμογή του σχεδίου διορθωτικών ενεργειών, σε συνεργασία με την ΕΚΤ εφόσον η τελευταία το κρίνει σκόπιμο σε περίπτωση που οι αποστολές αφορούν κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ ή κράτη μέλη που συμμετέχουν στον ΜΣΙ II

Αιτιολογία

Θα πρέπει να προβλέπεται συνεργασία της Επιτροπής με την ΕΚΤ εφόσον η τελευταία το κρίνει σκόπιμο.

Τροποποίηση 25

Άρθρο 10 παράγραφος 4 του προτεινόμενου κανονισμού

«4.   Το Συμβούλιο, εφόσον καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το κράτος μέλος δεν έχει προβεί στις συνιστώμενες διορθωτικές ενέργειες, και μετά από σύσταση της Επιτροπής, εκδίδει αναθεωρημένες συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 7, μετά από σύσταση της Επιτροπής, οι οποίες ορίζουν άλλη προθεσμία για τις διορθωτικές ενέργειες, στο πέρας της οποίας θα διεξαχθεί άλλη αξιολόγηση σύμφωνα με το παρόν άρθρο.»

«4.   Το Συμβούλιο, εφόσον καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το κράτος μέλος δεν έχει προβεί στις συνιστώμενες διορθωτικές ενέργειες, και μετά από σύσταση της Επιτροπής, εκδίδει αναθεωρημένες συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 7, μετά από σύσταση της Επιτροπής, οι οποίες ορίζουν άλλη προθεσμία για τις διορθωτικές ενέργειες, στο πέρας της οποίας θα διεξαχθεί άλλη αξιολόγηση σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Επίσης το Συμβούλιο και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, η Ευρωομάδα, θα απευθύνουν επίσημη έκθεση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.»

Αιτιολογία

Οι εκθέσεις αυτές θα βελτιώσουν τη διαδικασία.

Τροποποίηση 26

Άρθρο 11 του προτεινόμενου κανονισμού

«Η διαδικασία υπερβολικών ανισορροπιών περατώνεται όταν το Συμβούλιο καταλήξει στο συμπέρασμα, μετά από σύσταση της Επιτροπής, ότι το κράτος μέλος δεν πλήττεται πλέον από υπερβολικές ανισορροπίες.»

«Η διαδικασία υπερβολικών ανισορροπιών περατώνεται όταν το Συμβούλιο αποφασίσει, μετά από σύσταση της Επιτροπής, ότι το κράτος μέλος δεν πλήττεται πλέον από υπερβολικές ανισορροπίες ή αδυναμίες

Αιτιολογία

Καθώς το Συμβούλιο προβαίνει στην έναρξη της διαδικασίας υπερβολικών ανισορροπιών με την έκδοση συστάσεων, η περάτωση της διαδικασίας θα πρέπει να γίνεται με νομική πράξη του ιδίου είδους, π.χ. σύσταση ή απόφαση δεσμευτική ως προς όλα τα μέρη της/δεσμευτική για τους αποδέκτες της.


(1)  Οι έντονοι χαρακτήρες στο κυρίως κείμενο αφορούν τα σημεία των οποίων την προσθήκη προτείνει η ΕΚΤ. Η χρήση διαγράμμισης στο κυρίως κείμενο αφορά τα σημεία των οποίων τη διαγραφή προτείνει η ΕΚΤ.

(2)  Οι έντονοι χαρακτήρες στο κυρίως κείμενο αφορούν τα σημεία των οποίων την προσθήκη προτείνει η ΕΚΤ. Η χρήση διαγράμμισης στο κυρίως κείμενο αφορά τα σημεία των οποίων τη διαγραφή προτείνει η ΕΚΤ.

(3)  Οι έντονοι χαρακτήρες στο κυρίως κείμενο αφορούν τα σημεία των οποίων την προσθήκη προτείνει η ΕΚΤ. Η χρήση διαγράμμισης στο κυρίως κείμενο αφορά τα σημεία των οποίων τη διαγραφή προτείνει η ΕΚΤ.

(4)  Οι έντονοι χαρακτήρες στο κυρίως κείμενο αφορούν τα σημεία των οποίων την προσθήκη προτείνει η ΕΚΤ. Η χρήση διαγράμμισης στο κυρίως κείμενο αφορά τα σημεία των οποίων τη διαγραφή προτείνει η ΕΚΤ.

(5)  ΕΕ L 209 της 2.8.1997, σ. 6

(6)  .»

(7)  Οι έντονοι χαρακτήρες στο κυρίως κείμενο αφορούν τα σημεία των οποίων την προσθήκη προτείνει η ΕΚΤ. Η χρήση διαγράμμισης στο κυρίως κείμενο αφορά τα σημεία των οποίων τη διαγραφή προτείνει η ΕΚΤ.

(8)  Οι έντονοι χαρακτήρες στο κυρίως κείμενο αφορούν τα σημεία των οποίων την προσθήκη προτείνει η ΕΚΤ. Η χρήση διαγράμμισης στο κυρίως κείμενο αφορά τα σημεία των οποίων τη διαγραφή προτείνει η ΕΚΤ.

(9)  ΕΕ L […] της […], […].»

(10)  ΕΕ L […] της […], […].»


Επάνω